Fractal

Η ιστορία ενός Έρωτα

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός //

 

 

 

 

Ρένα Λούνα «Οι αλεπούδες του Περ Λασαίζ», εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.

 

Η πεποίθηση πως η νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή χωρίζεται σε γενιές, έχει αποδομηθεί εύστοχα από ακαδημαϊκούς αναλυτές, μεταξύ των οποίων, ο Δημήτρης Τζιόβας (Ο Μύθος της Γενιάς του ‘30, εκδόσεις Πόλις) και ο Ευγένιος Ματθιόπουλος (Η έννοια της “γενιάς” στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

Κάθε θολή ομαδοποίηση “γενιών” στη λογοτεχνία προτείνεται πάντοτε ως αποτελούμενη από άτομα διαφορετικά, το καθένα εκ των οποίων διαθέτει και διαφορετικές λογοτεχνικές προσεγγίσεις που δεν ταυτίζονται υφολογικά ή στις καλλιτεχνικές τους επιδιώξεις, όσον αφορά τη μορφή και το θέμα.

Διαφαίνονται, παρόλα αυτά, σταθερά, κάποια χαρακτηριστικά που αφορούν όχι γενιές, αλλά χρονικές περιόδους που σχετίζονται με τον επικρατούντα δημόσιο λόγο, τις συνθήκες επικοινωνίας κ.ο.κ.

Στην εποχή μας, αν μπορεί να διαφανεί μια ξεκάθαρη λογοτεχνική συστοίχιση, ένα χαρακτηριστικό που να συναντάται με μικρές παραλλαγές στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής της χώρας, αναμφίβολα αφορά τον απλουστευτικό λόγο σε α’ ενικό. Οι τριτοπρόσωπες αφηγήσεις είναι αρκετά πιο σπάνιες, σε σχέση με τα πολλά παραγόμενα πρώτου ενικού πονήματα που αφορούν κατά βάση εξομολογητικού τύπου κείμενα ημερολογιακής διάρθρωσης.

Αυτό το συχνό χαρακτηριστικό σε πολλά έργα φανερώνει μια συνολική αδυναμία της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας τα τελευταία, τουλάχιστον, είκοσι χρόνια, να παράξει ένα μεγάλο αντικειμενικό μυθιστόρημα ανθρωποτύπων, όπως το βλέπαμε στις διηγήσεις των κλασικών. Το μυθιστόρημα της Ρένα Λούνα, «οι Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, διαφέρει με ρητά θετικό τρόπο από αυτό το ειδολογικό γνώρισμα.

Η συγγραφέας, συγκεκριμένα, καταπιάνεται, καταρχάς, με διαφορετικά είδη αφήγησης, πλουραλισμός που παραπέμπει εξαρχής σε μια επανεκτίμηση της μορφής ως λογοτεχνικής επιδίωξης.

Χρησιμοποιείται επιτυχώς το γ’ ενικό ενός παντογνώστη αφηγητή με έμμεσο πλάγιο λόγο και εσωτερικό μονόλογο, καθώς και η μορφή του επιστολικού μυθιστορήματος μέσα από την οποία τον λόγο παίρνει και η νεκρή ηρωίδα που αφηγείται τις σκέψεις και τη ζωή της με τον πρωταγωνιστή.

Η διαφορά του μυθιστορήματος με άλλα σύγχρονά του εντοπίζεται, όμως, όχι μόνο αφηγηματικά, αλλά κυρίως υφολογικά. Η συγγραφέας επιλέγει μια συνειδητή επιστροφή στην φόρμα και εδώ ακριβώς καινοτομεί: τα περισσότερα έργα νεοελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων ετών πάσχουν κατά κύριο λόγο από έλλειψη στυλ και αδυναμία ύφους.

Εδώ έχουμε μια εκούσια επιτυχή μίμηση της αφηγηματικής πανδαισίας του 19ου αιώνα. Το μυθιστόρημα της κ. Λούνα, είναι ένα απομεινάρι ανάμνησης της ίδιας της λογοτεχνίας του παρελθόντος, ένα καλοδιατυπωμένο λεκτικό ενθύμιο που λογοτεχνικοποιεί τα στάδια μιας σχέσης ιστορώντας καταλεπτώς το παρελθόν, όχι απλώς με τους όρους μιας αναδρομής, αλλά χρησιμοποιώντας τις αναμνήσεις για να στήσει την υπαρξιστική διάσταση που βρίσκει τους δύο ήρωες αντιμέτωπους με το θάνατο -η μία ήδη νεκρή, ο δεύτερος σε ένα στάδιο ημιθανούς φθοράς όπου τα γερατειά δεν αφορούν πια το πέρασμα του χρόνου, αλλά τη λήθη όσων βιώθηκαν από το Είναι, ως σώμα και πνεύμα.

Μπορεί ο έρωτας του Λουντμίλου και της Λουντμίλας να μην είναι ο σπουδαιότερος ή ο μεγαλύτερος που γνώρισε ποτέ η λογοτεχνία ή η ζωή, μπορεί μάλιστα να ενδύεται, υπό περιπτώσεις, όλα τα κλισέ μιας συμβατικής σχέσης, είναι όμως, παρόλα αυτά, το μέσο για να μιλήσει η συγγραφέας για το διαχρονικό τραύμα που αφήνει η συνθήκη κάθε έρωτα, για την αδυναμία να υπάρξουμε μαζί, καταλύοντας την ετερότητα. Μιλά επίσης για τον φεμινισμό μέσα από χαρακτήρες που σκόπιμα αποδομούνται από τη δημιουργό τους σε καρικατούρικα περιγράμματα και αυτό δίνει μια σύγχρονη διάσταση που δένει εξαίσια και με την ιστορική έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας, εξερευνώντας τις αρχές του φεμινιστικού κινήματος μεταπολεμικά.

Η αφηγούμενη ερωτική ιστορία θα μπορούσε να είναι κάθε ερωτική ιστορία, κινούμενη μέσα στα πολιτισμικά μοτίβα που κατά τον Μπαρτ αφορούν δομικά τον ερωτικό λόγο και κατ’ επέκταση εμπλουτίζουν καταλυτικά το βίωμα του ίδιου του Έρωτα. Στις σελίδες λοιπόν του βιβλίου, οι αναγνώστες θα αναγνωρίσουν τα σημεία εκείνα που κάνουν μια ερωτική ιστορία ορατή ως  ταυτοτικό συναπάντημα για τις αντίστοιχες δικές τους εμπειρίες.

 

Ρένα Λούνα

 

Παράλληλα, οι δουλεμένες λεπτομέρειες έρευνας για την εποχή και την τοπογραφία της Γαλλίας των πρώτων ετών μετά των παγκόσμιων συρράξεων, αναδεικνύουν ένα πλούσιο περίγραμμα της ιστορίας, χωρίς να κουράζουν ή να βαραίνουν το κείμενο, αφού η συγγραφέας διατηρεί πάντα τη σκωπτική ματιά της και κλείνει το μάτι στον αναγνώστη αφήνοντας μικρές σύγχρονες αναφορές που σκόπιμα παρεισφρέουν αθρόα στο κείμενο προκειμένου να αποσαθρώσουν τον αφηγηματικό χρόνο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνει και ο έρωτας στην πραγματική ζωή. Η επαμφοτερίζουσα αχρονικότητα είναι συνεπώς ένα σύμβολο συναισθηματικής πιστότητας και μια σκοπούμενα θλιμμένη επαναβίωση των αφηγούμενων γεγονότων. Την ίδια στιγμή, η εκούσια παλιακή ατμόσφαιρα, η υποβλητική femme fatale που είναι ήδη νεκρή, καταλήγουν να ενσταλάζουν την αφήγηση του Έρωτα ως γλωσσική διάλεκτο, ως ιδιόλεκτο του συγκεκριμένου αλλά και του κάθε ζευγαριού, ως κώδικα πραγμάτωσης αυτού που αφήνεται να υπονοηθεί και ως επιθυμία που εντέλει δεν έχει βιωθεί ακόμα, ακόμα και στην θαλπωρή των ευτυχισμένων χρόνων ενός ιδανικού ζευγαριού.

Τα σουρεαλιστικά στοιχεία του μυθιστορήματος, που αναφέρονται στο οπισθόφυλλο, κατά τη γνώμη μου δεν είναι πολλά, ούτε επαρκούν για να κατατάξουν το κείμενο σε αυτή τη κατηγορία. Η συγγραφέας συνειδητά επιλέγει ρεαλιστικά ψυχαναλυτικά μοτίβα και η ιστορία φαίνεται να ακολουθεί συμβολικά τη φθορά και την σωματική καταπόνηση του Λουντμίλου -των δοντιών του, του ανήσυχου ύπνου του, της ολοένα και αυξανόμενης ανησυχίας του, των πτώσεων του, βιωματικών και νοερών- με όρους καθαρά υπαρξιακούς.

Αναμφίβολα μια δυναμική αρχή για την πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα. Μένει να δούμε τη συνέχεια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top