Fractal

Διήγημα: “Ο θείος του υπουργού”

Του Κώστα Μίντζηρα //

 

 

 

 

“Ο θείος του υπουργού”

 

Έψαχνα να βρω λεμόνια της προκοπής στον πάγκο του σούπερ-μάρκετ όταν άκουσα  για πρώτη φορά μια φωνή λεπτή, σχεδόν τσιριχτή που έβγαινε με δυσκολία˙ σαν να υπήρχε στο λαιμό κάτι να εμποδίζει, να ενοχλεί. Δεν γύρισα να την εντοπίσω, συνέχισα να ανακατεύω τα λεμόνια χωρίς να έχω καταλάβει αν είναι αντρική ή γυναικεία. Με τα πολλά κατάφερα να βρω δυο – τρία κι αφήνοντας τη σακούλα στο καλάθι κι αυτό στην άκρη, δίπλα στο ψυγείο με τα παγωτά, κίνησα να πάω στην απέναντι πλευρά για μήλα.

Άντε χελώνα, άντε προχώρα. Θα ξημερωθούμε όπως πας…

Η στριγκιά φωνή ακούστηκε δυνατά πίσω μου μαζί με σούρσιμο παπουτσιών στο υγρό δάπεδο, μπροστά στις τομάτες, κι ένα χέρι με έσπρωξε απότομα προς τα δεξιά. Άντε λέμε, ξύπνα… Γύρισα να δω: άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, με λευκά μακριά μαλλιά που δεν μπορούσαν να κρύψουν το ξέφωτο της κεφαλής, με τσαλακωμένη γαλάζια μάσκα, ανεβασμένη ως τα μάτια -πώς έβλεπε;- με σκονισμένο παλτό απ’ τη δεξιά τσέπη του οποίου εξείχε μια σακούλα φαρμακείου, με προσπέρασε απ’ αριστερά. Κρατούσε μια γκοφρέτα, ένα μεγάλο κουτί μπύρα κι ένα μπουκάλι νερό.

Συνέχισε προς τους ξηρούς καρπούς μουρμουρίζοντας˙ απότομα στάθηκε στα τυριά και δείχνοντας με τον αγκώνα στην κοπέλα, πίσω απ’ τη βιτρίνα, ρώτησε αυτά δεν είναι του απατεώνα;  θείου του υπουργού; Συνέχισε ξεκινώντας καινούργιο τροπάριο: κανείς δεν μιλάει, ούτε νοιάζεται κανείς… όλοι ζητάνε ελάχιστοι δίνουν… ου να μου χαθείτε μοσχάρια… ο νόμος είμαι εγώ και θα κάνετε αυτά που λέω, να μην σας πάρει ο διάολος… Η λεπτή φωνή του έσβηνε στο βάθος. Ήταν αδύνατο να βρω κόκκινα, σκληρά μήλα˙ αποδείχτηκε πιο δύσκολο κι απ’ τα λεμόνια. Πήρα δυο άγουρες μπανάνες και τις έριξα στο καλάθι. Είχα τελειώσει και πήγαινα προς τα ταμεία, όταν μια παχιά κυρία γονάτισε ξαφνικά μπροστά μου, σαν σε δέηση και σωριάστηκε. Όσοι ήμασταν τριγύρω τρέξαμε κοντά της. Ήταν τρομαγμένη. Πώς είστε; ρώτησε ο υπεύθυνος. Φοβάμαι πως χτύπησα άσχημα στα γόνατα… δεν μπορώ να σηκωθώ. Όση ώρα οι άλλοι βοηθούσαν να σταθεί κι εγώ μάζευα πατάτες που είχαν σκορπίσει απ’ την χάρτινη σακούλα της, ακούστηκε πάλι η φωνή, πιο επιτακτική. Σε πιο ταμείο να σταθώ εγώ; Μου λέτε; Τώρα θα δείτε τί θα πει φόβος και τάξη… Τέλειωνε μπερμπάντη… άντε να σε χαρεί η προκομένη σου…

 

Είχα μαζέψει τις πατάτες και στεκόμουν στην ουρά, ενώ η κυρία προσπαθούσε να έρθει στα συγκαλά της καθισμένη σ’ ένα όρθιο πλαστικό καφάσι. Οι ταμίες έκαναν νόημα η μια στην άλλη, για να μη δώσουν σημασία στον βιαστικό φωνακλά. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν προσπέρασε τον πρώτο στην ουρά και χώθηκε στο ταμείο που άδειαζε. Κάνε γρήγορα και δεν έχω λεφτά… Ξέρω πού μένεις, δεν θα γλυτώσεις απ’ το μάτι του νόμου… Ο υπεύθυνος έκανε νόημα να αφήσουν να περάσει χωρίς να χτυπήσουν τα πράγματά του. Για τον απατεώνα κουβέντα έτσι; όλοι στο κόλπο…  Προτού βγει απ’ το μαγαζί γλίστρησε η μπύρα απ’ τα χέρια του, έσκασε με κρότο στο πάτωμα, το κουτί στράβωσε. Σε λίγο του ’φεραν άλλη. Έτσι τρόμος… μόνο έτσι ξέρετε… πέρασε την πόρτα εξόδου κι έστριψε αριστερά. Είχε φτάσει η σειρά μου, πλήρωσα και βγήκα. Στεκόταν στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας με μια κυρία ανάλογης εμφάνισης˙ της έδωσε το νερό, τη γκοφρέτα κι έμεινε με την μπύρα.

Δεν είχαν Λίλα Πάουζε; τον ρώτησε παιδιάστικα μέσ’ από την μάσκα

Όχι οι γελοίοι.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top