Fractal

Βαθιά στο σύμπαν της Μπουραζοπούλου

Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

«Κεχριμπαρένια έρημος» [β’ μέρος της τριλογίας «Ο Δράκος της Πρέσπας»], Ιωάννα Μπουραζοπούλου,  εκδ. Καστανιώτη

 

Για την Ελληνική λογοτεχνία η Ιωάννα Μπουραζοπούλου αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια μια sui generis περίπτωση συγγραφέα. Η προσωπική μου καθαρά υποκειμενική εκτίμηση είναι ότι η Μπουραζοπούλου ανήκει πλέον στην ελίτ των Ελλήνων λογοτεχνών και αδικείται κατάφωρα από το γεγονός ότι ζει σε μια ‘’μικρή αγορά’’ και γράφει στα Ελληνικά. Αλλά αυτό προφανώς είναι μια άλλη ιστορία που δεν έχει άμεσα να κάνει με τη συγγραφική της παρουσία γενικότερα. Τρία χρόνια μετά το πρώτο μέρος της τριλογίας «Ο Δράκος της Πρέσπας» με τίτλο «Η κοιλάδα της λάσπης» ήρθε το δεύτερο μέρος της με τίτλο «Κεχριμπαρένια έρημος» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Να διευκρινίσουμε εξ΄ αρχής ότι ακόμη και αν κάποιος δεν έχει διαβάσει το πρώτο μέρος μπορεί να ξεκινήσει από το δεύτερο αφού υπάρχουν παραπάνω από επαρκή στοιχεία που του δίνουν πληροφορίες για τα δρώμενα του πρώτου μέρους. Χρήσιμο πάντως θα ήταν κάποιος να ξεκινήσει με τη σωστή χρονική σειρά. Χρήσιμο αλλά όχι αναγκαίο…

Η υπόθεση στον βασικό άξονα της έχει να κάνει με τη λίμνη των Πρεσπών και το λεγόμενο ‘’τριεθνές’’ αφού οι όχθες της ανήκουν και πατάνε σε τρεις διαφορετικές χώρες: Ελλάδα, Σκόπια, Αλβανία. Συνήθως τα βιβλία της Μπουραζοπούλου διαθέτουν το στοιχείο του άχρονου αφού εύκολα μπορεί να τοποθετηθούν χρονικά σε διάφορες εποχές. Αυτή τη φορά με βάση τα στοιχεία που δίνονται η όλη πλοκή ξεκινάει μερικά χρόνια πριν το….σήμερα και συνεχίζεται σε ένα όχι πολύ μακρινό αύριο. Αυτό αποτελεί τη μοναδική ίσως ορατή διαφοροποίηση στις συγγραφικές της συνήθειες. Στις Πρέσπες λοιπόν και μάλιστα και στις τρεις όχθες εμφανίζεται ένας ‘’δράκος’’. Στην πραγματικότητα είναι ένας δράκος που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά δημιουργεί σταδιακά παράλληλες και κοινές αντιδράσεις και επιπτώσεις στη ζωή του πληθυσμού. Την εκμετάλλευση (εμπορική φυσικά) του φαινομένου αναλαμβάνει μια Διεθνής Τράπεζα στην κατοχή της οποίας ανήκουν ουσιαστικά οι τρεις όχθες. Διαφεντεύει τις ζωές τριών λαών, δημιουργεί εμπορικές υπεραξίες στο φαινόμενο, απαγορεύει αυστηρά κάθε επαφή μεταξύ των κατοίκων των οχθών και ο αναγνώστης από το πρώτο κιόλας βιβλίο αρχίζει να φαντάζεται το αυτονόητο: Ότι δράκος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ακόμη και οι ανθρώπινες θυσίες γίνεται αντιληπτό ότι προέρχονται από ανθρώπινα χέρια έστω και αν αποδίδονται στην παράξενη οντότητα για την οποία αναπτύσσονται μύριες όσες θεωρίες. Στο πρώτο βιβλίο η δράση τοποθετείται στην ελληνική πλευρά των συνόρων όπου η παρουσία του δράκου έχει οδηγήσει σε ασταμάτητες βροχοπτώσεις με τους ερευνητές του φαινομένου να ζουν κυριολεκτικά και μεταφορικά μέσα στη λάσπη. Στην «Κεχριμπαρένια έρημο» που διαδραματίζεται στην όχθη των Σκοπίων τα φυσικά φαινόμενα είναι εντελώς διαφορετικά! Οι άνθρωποι ζουν σε μια ατελείωτη ερημοποιημένη όχθη όπου κυρίαρχη είναι η σκόνη και δεν υπάρχει ίχνος νερού. Η Μπουραζοπούλου ήδη μας προϊδεάζει ότι στο τρίτο σκέλος της τριλογίας και στην αλβανική πλευρά των Πρεσπών κυριαρχούν πολικές θερμοκρασίες! Δυστυχώς, δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο σε λεπτομέρειες γιατί θα στερήσουμε από τον αναγνώστη του βιβλίου το κυρίαρχο στοιχείο της Μπουραζοπούλου: Το απροσδόκητο και την έκπληξη, στοιχεία που υπάρχουν παντού αλλά καταφέρνει να τα συνδυάζει με ένα μοναδικά αρμονικό τρόπο!

Μια πρώτη επιδερμική ερμηνεία στα 2/3 της τριλογίας θα μπορούσε να υποστηρίξει εύκολα ότι η Μπουραζοπούλου κτίζει μια αλληγορία βασισμένη στην Ελληνική οικονομική κρίση: Η Τράπεζα είναι το ανάλγητο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης, ότι βασίζει μεγάλο μέρος της λογικής στην πρόσφατη κρίση των ελληνο-σκοπιανών για την ονομασία της Μακεδονίας. Ενδεχόμενα κάποιες από τις επιρροές της να έχουν αυτή την αφετηρία. Το μεγαλύτερο όμως συγγραφικό πλεονέκτημα είναι ότι η Μπουραζοπούλου μπορεί να διαχειριστεί στο συγγραφικό εργαστήρι της οικεία σε όλους μας στοιχεία και δεδομένα κα να παράξει ένα μοναδικό ολοκαίνουργιο και εθιστικά γοητευτικό δικό της σύμπαν. Το ίδιο έκανε στα δύο πρώτα της βιβλία, το ίδιο έκανε στο αριστουργηματικό «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» Και το ίδιο ακριβώς έκανε στο πολύ πιο προβλέψιμο σε σχέση με όλα τα προηγούμενα αλλά και επόμενα βιβλία της «Η ενοχή της αθωότητας».

 

Ιωάννα Μπουραζοπούλου

 

Στα δύο πρώτα μέρη του Δράκου των Πρεσπών η Μπουραζοπούλου αγγίζει μια σπάνια συγγραφική ωριμότητα. Τυπικά, η λογοτεχνική κριτική την έχει κατατάξει άστοχα κατά την άποψη μου, στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας. Ακριβώς όπως τα άχρονα βιβλία της η Μπουραζοπούλου φλερτάρει με τα πάντα και το κάνει με μια μοναδική επιτυχία: Αστυνομικό και ιστορικό μυθιστόρημα, επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες ‘’πειραγμένες’ για να υπηρετούν την πλοκή, πολιτικές ιδεολογίες, απλή ‘’περιπέτεια χωρίς ανάσα’’, νουάρ, φυσικά μελλοντολογικές αναφορές με οικολογικές ανησυχίες και πολλά ακόμη. Είναι λάθος τον πλουραλισμό της Μπουραζοπούλου να τον τοποθετήσουμε ή να προσπαθήσουμε να τον κατηγοριοποιήσουμε. Αυτή ακριβώς είναι η συγγραφική μοναδικότητα της. Ότι κατορθώνει με μια μοναδική μαεστρία να δημιουργεί στις σελίδες των βιβλίων της ένα unique σύμπαν που μαγεύει τον αναγνώστη της και τον υποχρεώνει απνευστί να γυρίσει σελίδα για να ανακαλύψει απλά την επόμενη έκπληξη που τον περιμένει. Ατυχώς στην χαμηλού επιπέδου ελληνική λογοτεχνική αγορά η Μπουραζοπούλου δεν έχει βρει τη θέση και τον χώρο της αλλά εικάζω ότι τα βιβλία της θα έχουν πολύ μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και αντοχή και θα ανακαλυφθούν αργά ή γρήγορα από τις επόμενες γενιές αναγνωστών. Προσωπικά μπορώ αναγνωστικά τουλάχιστον να συγκρίνω το φαινόμενο Μπουραζοπούλου μόνο με την περίπτωση του Ισπανού-Κουβανού Σομόθα ενός συγγραφέα που έχει την παρεμφερή ικανότητα δημιουργίας παράξενων συμπάντων και του σταθερού φλερτ με διάφορα λογοτεχνικά είδη. Κάνοντας μια μικρή προσπάθεια ταύτισης έχω την αίσθηση ότι η Μπουραζοπούλου ξετυλίγει τον μίτο για μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη και καλοδουλεμένη εκδοχή των Hunger games ή του End game. Αλλά όπως είπαμε το να προσπαθείς προκαταβολικά ή και εκ των υστέρων να ερμηνεύσεις το σύμπαν της Μπουραζοπούλου είναι μια προσπάθεια χωρίς νόημα όταν απλά μπορείς να βυθιστείς στην αναγνωστική απόλαυση του.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top