Fractal

Αναζητώντας κατατρεγμένους και ξεγραμμένους στα κιτάπια της ιστορίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Valeria Luiselli, “Το αρχείο των χαμένων παιδιών”. Μετάφραση-Σημειώσεις: Βασιλική Κνήτου. Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αθήνα, 2019

 

Από την εποχή (1957) που κυκλοφόρησε το εμβληματικό και σημαδιακό βιβλίο «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, πέρασε ομολογουμένως πολύς καιρός. Πρόσφατα ήρθε να ταράξει τα νερά με έναν διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους, ένα περίεργο βιβλίο, από μια νεαρή μεξικανή συγγραφέα, αυτή τη φορά. Το μυθιστόρημα «Το αρχείο χαμένων παιδιών» της Βαλέρια Λουϊζέλι (Valeria Luiselli, Πόλις του Μεξικού, 1983- ) ξεκινάει με μια αναχώρηση, ένα οικογενειακό οδικό ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στην αγροτική Αριζόνα, από έναν σύζυγο, μια σύζυγο και δύο παιδιά τους, αλλά από άλλους γάμους. Τον δεκάχρονο γιο του συζύγου και την πεντάχρονη κόρη της συζύγου, χαρακτήρες των οποίων τα ονόματα παραμένουν άγνωστα στον αναγνώστη. Το ζευγάρι συναντήθηκε τέσσερα χρόνια πριν, όταν αμφότεροι ήταν μέλη μιας ομάδας που ήταν επιφορτισμένη με την καταγραφή των ήχων της πόλης. Εκείνος ασχολείτο κυρίως με την επιστήμη της ακουστικής, ενώ εκείνη ήταν δημοσιογράφος και πέρασαν κάποιους μήνες καταγράφοντας όλες τις γλώσσες που μιλιούνταν στα σπίτια και στους χώρους εργασίας στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ζούσαν. Σύμφωνα με την αφήγηση της  συζύγου, ερωτεύτηκαν «… απόλυτα, παράλογα, προβλεπόμενα, και πέφτοντας με τα μούτρα, όπως θα ερωτευόταν η πέτρα το πουλί, μη ξέροντας ποιος ήταν η πέτρα και ποιος το πουλί». Ωστόσο, καθώς ξεκινούν το ταξίδι τους σε ολόκληρο το μήκος της πλατιάς αμερικανικής ηπείρου, υπάρχει μια αίσθηση ότι αυτή η αγάπη, και κατ’ επέκταση η ζωή τους μαζί ως οικογένεια, είναι απίθανο να παραμείνει ως έχει επί μακρόν. Η αφηγήτρια είχε κατά νου τα λεγόμενα, παλιότερα,  από κάποιον φίλο της σύμφωνα με τον οποίο «…ο γάμος είναι ένα τραπέζι στο οποίο οι άνθρωποι φτάνουν πολύ αργά, όταν όλα είναι πια μισοφαγωμένα, όλοι πολύ κουρασμένοι ήδη και έτοιμοι να φύγουν, αλλά δεν ξέρουν πως και με ποιον»! Το ταξίδι είναι από μια άποψη μετεγκατάσταση, τουλάχιστον στην περίπτωση του άντρα και του αγοριού.  Ένα νεοαποκτηθέν σπίτι στην Αριζόνα πρόκειται να γίνει  η βάση για το νέο σχέδιο εργασίας του συζύγου, μια μακρόχρονη προσπάθεια  για να συγκεντρώσει τους χαμένους ήχους των θρυλικών Απάτσι. Εκεί «… όπου έζησαν οι τελευταίοι ελεύθεροι άνθρωποι όλης της αμερικάνικης ηπείρου πριν αναγκαστούν να παραδοθούν στα χλωμά πρόσωπα». Ο σύζυγος αποφάσισε να μετακομίσει στην Αριζόνα χωρίς να συμβουλευτεί τη γυναίκα και πιστεύει ότι μόλις φτάσει η οικογένεια στην Πολιτεία αυτή, θα  ζητήσει από τη σύζυγο και την κόρη της να επιστρέψουν στο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης και να ξαναρχίσουν την παλιά τους ζωή,  μόνο που αυτή τη φορά χωρίς αυτόν και τον αγόρι, το γιό του από τον πρώτο του γάμο. Εκείνη, προτιμούσε να πάνε στο Τέξας, την Πολιτεία με το μεγαλύτερο αριθμό κέντρων κράτησης για παιδιά-μετανάστες, ένα θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτή. Τις εβδομάδες που προηγούνται της αναχώρησής τους, η σύζυγος γνωρίζει μια μετανάστρια χωρίς νόμιμα χαρτιά, τη Μανουέλα, την οποία βοηθά στη μετάφραση κάποιων δικαιολογητικών, από τα ισπανικά στα αγγλικά, ώστε να διευκολυνθεί περισσότερο στην επαγγελματική της σχέση με δικηγόρο για την απελευθέρωση των δύο θυγατέρων της, ηλικίας οκτώ και δέκα ετών, που διέσχισαν τα νότια σύνορα και σύμφωνα με πληροφορίες βρίσκονται σε κέντρο κράτησης στο έδαφος των ΗΠΑ. Τα προφανή δεινά της οικογένειας της Μανουέλας, στοιχειώνουν την σύζυγο και αφηγήτρια του βιβλίου, και η ήρεμη απόγνωσή της αυξάνεται και εκδηλώνεται μόνο κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδρομής προς την Αριζόνα, καθώς το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου αναφέρεται συνεχώς σε οικογένειες όπως της Μανουέλας, τα μικρά παιδιά των οποίων στερούνται το δικαίωμα να ζήσουν με τους συγγενείς τους οι οποίοι βρίσκονταν, ήδη, με κάποιο τρόπο, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικογενειακή, ψυχολογική και γενικότερη κατάσταση της Μανουέλας  οδηγεί τη σύζυγο να συλλάβει στο νου της ένα νέο έργο που θα τεκμηριώνει τις εμπειρίες των «χαμένων παιδιών»,  παιδιά που υποβάλλονται σε επικίνδυνα πολυποίκιλα ταξίδια για να ξανασυνδεθούν με την οικογένειά τους  στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά που δεν το κατορθώνουν ποτέ επειδή πεθαίνουν στο δρόμο ή στέλνονται, αφού συλληφθούν, πίσω στη χώρα γέννησής τους.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το αφηγηματικό και γεωγραφικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο η Luiselli ξεδιπλώνει το νέο της μυθιστόρημα, «Το αρχείο των χαμένων παιδιών» (Lost Children Archive, 2019), ένα συναρπαστικό, όμορφα αρθρωτό κείμενο που είναι στην ουσία μια βαθιά, συγκινητική  και πολύ προσγειωμένη εργασία στο πολυσύνθετο πρόβλημα της μετανάστευσης και της εξορίας. Το μυθιστόρημα αποτελεί μια συνέχεια και διεύρυνση του δοκιμίου του 2017, με τίτλο «Tell Me How It Ends», στο οποίο μοιράζεται την εμπειρία της ως μεταφράστρια όταν εργαζόταν με παιδιά της Λατινικής Αμερικής που αντιμετώπιζαν την απέλαση εκτός του εδάφους των ΗΠΑ. «Το αρχείο των χαμένων παιδιών», ενσωματώνει αποσπάσματα από μεγάλο αριθμό  λογοτεχνικών έργων και ακόμα μουσική, φωτογραφίες και χάρτες στην πρωτότυπη πλοκή του, ενώ ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα αντικείμενα επικοινωνούν και σχετίζονται με την ιστορία της μεξικανής  συγγραφέως, είναι αριστοτεχνικός. Στα παραπάνω, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, τα «Κάντος» του Έζρα Πάουντ, την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ, το «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο,  και πολλά άλλα, ενώ από τον χώρο της μουσικής καθ’ όλη τη διάρκεια του οδοιπορικού ακούγονται και τραγουδιούνται από τα μέλη της οικογένειας τραγούδια του Ντέιβιντ Μπάουι, του Πωλ Σάιμον και γνωστές παρόμοιες μουσικές συνθέσεις. Κάποια σχόλια από το αγόρι για τους στίχους του «Graceland» του Πωλ Σάιμον, όταν βρίσκονταν κοντά στο Μέμφις του Τεννεσί, προοιωνίζουν και το μέλλον της οικογένειας. Το αγόρι του βιβλίου, όπως και στους στίχους του  τραγουδιού, ήταν, όπως ήδη είπαμε,  το παιδί από τον πρώτο γάμο του άντρα:

 

The Mississippi Delta/Was shining like a national guitar/I am following the river/Down the highway/Through the cradle of the Civil War/I’m going to Graceland, Graceland/Memphis, Tennessee/I’m going to Graceland/Poor boys and pilgrims with families/And we are going to Graceland/My traveling companion is nine years old/He is the child of my first marriage/But I’ve reason to believe/We both will be received/In Graceland/She comes back to tell me she’s gone/As if I didn’t know that/As if I didn’t know my own bed/As if I’d never noticed/The way she brushed her hair from her forehead/And she said, “losing love/Is like a window in your heart/Everybody sees you’re blown apart/Everybody sees the wind blow…

 

Γνωστός δρόμος στο κέντρο του Μέμφις στο Τεννεσί (Δική μας φωτογραφία, περ. 2020)

 

Το Δέλτα του Μισισιπή, λοιπόν, λέει ο Πωλ Σάιμον, έλαμπε σαν εθνική κιθάρα, και συνεχίζει, «… ακολουθώ το ποτάμι κατηφορίζοντας τον εθνικό δρόμο/Μέσα απ’ το λίκνο του εμφυλίου πολέμου/Πηγαίνω στη Γκρέισλαντ, στη Γκρέισλαντ /στο Μέμφις του Τεννεσί/ Πηγαίνω στη Γκρέισλαντ/Φτωχά αγόρια και προσκυνητές με οικογένειες/όλοι πηγαίνουμε στη Γκρέισλαντ/ Ο σύντροφός μου στο ταξίδι είναι εννιά χρονών/Είναι το παιδί του πρώτου μου γάμου/Αλλά έχω λόγους να πιστεύω/Θα μας δεχτούν και τους δυό στη Γκρέισλαντ/Εκείνη γυρίζει για να μου πει ότι έχει ήδη φύγει/Λες και δεν το ήξερα/ Σαν να μην ήξερα το ίδιο μου το κρεβάτι/Σαν να μην είχα προσέξει ποτέ/Τον τρόπο που βούρτσιζε τα μαλλιά  απ’ το μέτωπό της/Και μου είπε, πως το να χάνεις την αγάπη/ Είναι σαν ένα παράθυρο στην καρδιά σου/ Ο καθένας βλέπει ότι είσαι ερειπωμένος/  Όλοι βλέπουν τον άνεμο που φυσάει…

 

Πολλά από τα αναφερόμενα έγγραφα περιέχονται σε ένα από τα επτά κουτιά που η οικογένεια παίρνει μαζί στο ταξίδι της. Από αυτά, τέσσερα ανήκουν στον άντρα και περιέχουν αντικείμενα που σχετίζονται με το έργο των Απάτσι, ενώ τα άλλα τρία ανήκουν στη γυναίκα, το κορίτσι και το αγόρι  αντίστοιχα. Πολλά από τα αναγραφόμενα σε κάποια κεφάλαια του μυθιστορήματος παραπέμπουν και έχουν σχέση με τα προαναφερόμενα γνωστά βιβλία, και απεικονίζουν μία από τις κεντρικές ανησυχίες του μυθιστορήματος. Πως δηλαδή η ιστορική μνήμη είναι μια κατασκευή, την οποία δημιουργούμε συμπεριλαμβάνοντας ορισμένα έγγραφα και ντοκουμέντα στο αρχείο ενός συμβάντος. «Οι ιστορίες είναι ένας τρόπος να αφαιρεί κανείς το μέλλον από το παρελθόν, ο μόνος τρόπος να βρεις καθαρή γνώση», λέει η σύζυγος κάπου μέσα στο μυθιστόρημα.

 

Το σπίτι του Έλβις Πρίσλεϊ στην Γκρέισλαντ Τεννεσί (Δική μας φωτογραφία, περ. 2020)

 

Μέσω των αντίστοιχων προσπαθειών τους για τους Απάτσι και τα χαμένα παιδιά, τόσο ο σύζυγος όσο και η σύζυγος επιδιώκουν να ανακτήσουν την ουσία αυτών των εξόριστων ομάδων συγκεντρώνοντας όλα τα ανιχνεύσιμα θραύσματα και υπολείμματα των παροδικών τους παρουσιών επί της γης. Προσπαθούν να συλλάβουν ότι ακριβώς βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια, το στρώμα εκείνο που διαλάθει της προσοχής. Αλλά όπως εξηγεί η σύζυγος στο αγόρι, η ίδια η πράξη της συλλογής, παραγγελίας και απόκτησης  πληροφοριών για την αναδημιουργία μιας εμπειρίας δημιουργεί τη δική της απουσία, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία ενός παρελθόντος γεγονότος δεν μπορούν ποτέ να είναι πλήρη. Είναι μόνο μια ποικιλία τμημάτων αποκομμένων, όμως, από το σύνολο της πραγματικής εμπειρίας. Είναι μια πικρή ειρωνεία του μυθιστορήματος ότι η σύζυγος και ο σύζυγος αδυνατούν να δουν και διαισθανθούν το πώς αυτή η ιδέα αντικατοπτρίζει, στην πραγματικότητα,  τη δική τους κατάσταση. Η ενασχόλησή τους με την ανασυγκρότηση των ιστοριών των άλλων τούς έχει αποκόψει από τη συναισθηματική ζωή της οικογένειάς τους και είναι ανίκανοι να είναι παρόντες στην καθημερινότητα των παιδιών τους ή να διαπιστώσουν πλήρως τη ζημιά που τους προκαλούν οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσά τους και ο αναμενόμενος, βέβαια,  χωρισμός τους. «…Μόνο κάποιοι άνθρωποι αποκτούν κανονικούς τάφους», λέει ο άντρας της οικογένειας, «…γιατί οι περισσότερες ζωές δεν έχουν καμία αξία. Οι περισσότερες ζωές σβήνονται, χάνονται ρουφηγμένες από τον σκουπιδοφάγο που αποκαλούμε ιστορία», αναφερόμενος στο νεκροταφείο των χαμένων Απάτσι, την ίδια στιγμή που η σύζυγός του σκεπτόταν τις χαμένες ζωές των παιδιών που δεν κατάφεραν να ενωθούν με τις οικογένειές τους.

Από πολλές απόψεις, λοιπόν, αυτή είναι μια οικογένεια που δημιουργήθηκε από θραύσματα άλλων προηγηθεισών οικογενειών, και τώρα να βρίσκεται σε «κατάσταση αναμονής» και σε οριακές καταστάσεις χρόνου, γεωγραφίας και συναισθηματικής δέσμευσης. Η γραφή της Luiselli διαμορφώνεται με τόνο και ρυθμό με τρόπο που ενισχύει την αίσθηση της μη επίλυσης των βαθύτερων προβλημάτων ανάμεσά τους, την αίσθηση περισσότερο του αναποφάσιστου. Υπάρχει η ατελείωτη φύση του ταξιδιού με το αυτοκίνητο, το οποίο παρατείνεται ως συνέπεια της συναισθηματικής απομάκρυνσης των ενηλίκων και της φαινομενικής αδιαφορίας τους για το πότε θα φτάσουν στον προορισμό τους. Η ανυπομονησία των παιδιών για τη διάρκεια του ταξιδιού ενισχύει έντονα αυτήν την αίσθηση. Επιπλέον, η απουσία μιας σαφούς απόφασης σχετικά με το τι θα κάνει η γυναίκα και η κόρη της  μόλις φτάσει η οικογένεια στην ερημική Πολιτεία της Αριζόνα, δημιουργεί μια ανησυχητική διάθεση για όλους στο αυτοκίνητο, μια ανησυχία που ενισχύεται, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από την αδυναμία της συζύγου να βοηθήσει τη Μανουέλα να βρει τις δύο κόρες της. Ο απέραντος, αδειανός, σε μεγάλο βαθμό,  χώρος των νοτιοδυτικών Πολιτειών της αμερικανικής ηπείρου, συμβολίζει καλύτερα και πιστότερα την ρευστή κατάσταση της ύπαρξης όχι μόνο για την οικογένεια ετούτη, αλλά και για τους εξόριστους Απάτσι του παρελθόντος και των παιδιών των μεταναστών του σήμερα. Όλοι αυτοί μοιράζονται την εμπειρία της διέλευσης από αυτή τη γη, της τόσο αραιοκατοικημένης, στην οποία  ωστόσο δεν υπάρχει, ούτε προβλέπεται, κάποιος χώρος για αυτούς! Οι ομοιότητες μεταξύ αυτών των τριών ομάδων «εξόριστων» είναι σημαντικές και όλοι είναι εκτοπισμένοι, άστεγοι, απόβλητοι και περιθωριοποιημένοι. Η γεωγραφία των φαραγγιών και των κενών χώρων δημιουργεί ήχους και αντηχήσεις, τη σημαντική και κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος. Οι στοιχειωμένες ιστορίες της συγγραφέως για τους εκτοπισμένους που μετανάστευσαν μέσω αυτής της γης, είτε με βία, είτε τυχαία, δίνουν την εντύπωση ότι τα ίχνη της παρουσίας τους εξακολουθούν να κατοικούν στη γη με τον αντίλαλο, και ότι αυτοί οι ήχοι είναι μια ανάμνηση της ύπαρξής τους, ένα παρελθόν το οποίο αναμένει να ανακτηθεί, με κάποιο τρόπο.

Στο δεύτερο μισό του μυθιστορήματος, η αφήγηση της ιστορίας μετακινείται επιδέξια από τη σύζυγο στη φωνή του αγοριού, του γιού του άντρα της. Ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις αυτού του νεαρού και  ευαίσθητου δεκάχρονου, η συγγραφέας εκθέτει τις ευαισθησίες και γενικότερα την μοναδική ψυχοσύνθεση της παιδικής ηλικίας. Οι κρυφοί και φανεροί φόβοι, η υπερηφάνεια, η έννοια της προστασίας και η απελπισμένη επιθυμία του αγοριού να βρουν μια καλή, επιθυμητή και αποτελεσματική λύση στην επισφαλή κατάσταση της αλληλεγγύης στο εσωτερικό της οικογένειάς του, απεικονίζονται με κατανόηση και ιδιαίτερη αυθεντικότητα. Το αγόρι διαθέτει μια βαθιά ενσυναίσθηση τόσο για την αδερφή του όσο και τους γονείς του και παρουσιάζει μια σχεδόν ενστικτώδη  γνώση των νοημάτων πίσω από τις όποιες σιωπές τους. Τόσο ο νεαρός όσο και η μικρότερη αδερφή του, διαθέτουν αυτό το σπάνιο χάρισμα μερικών παιδιών, δηλαδή την ενστικτώδη αίσθηση να αναγνωρίζουν πότε και πώς να διαταράξουν τις ήδη τεταμένες καταστάσεις και σχέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τους δικούς τους ανθρώπους. Το αγόρι και το κορίτσι, σχεδόν σε ολόκληρη τη διαδρομή, μοιράζονται μια σιωπηλή συμβατότητα, αυτό που στο βιβλίο αποκαλείται «μόνοι μαζί». Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται ήρεμες και ήσυχες σιωπές, ο καθένας βυθισμένος μόνος στις προσωπικές του σκέψεις, αλλά ταυτόχρονα εξακολουθούν να συνδέονται με έναν κρίκο. Είναι μια συμβατότητα και αρμονία που ο σύζυγος και η σύζυγος δεν κατάφεραν ακόμα να αποκτήσουν, αφού οι σιωπές τους έχουν ενσωματωμένο έντονα το στοιχείο του υφέρποντος θυμού και η συναισθηματική απόσταση  μεταξύ τους μεγαλώνει κάθε μέρα του μεγάλου ταξιδιού προς τα δυτικά αλλά και προς τα βαθύτερα στρώματα του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσής τους.

 

Valeria Luiselli

 

Το μυθιστόρημα είναι πλούσιο σε παραλληλισμούς. Αφθονούν, σε πολλές ενότητες, οι διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες της ίδιας ιδέας ή κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος. Θεματικά, το μυθιστόρημα ασχολείται με τις  ομοιότητες στην εγκληματική κακομεταχείριση των εξόριστων και των μεταναστών του χθες  και του σήμερα, εν προκειμένω για όσα διαδραματίζονται στα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και κυρίως στις  συνοριακές γραμμές του Τέξας και της Αριζόνας. Ίσως σε τελική ανάλυση, το πιο σημαντικό να είναι η σύγκλιση μεταξύ της ιδιωτικής τραγωδίας της ήρεμης διάρρηξης και καταστροφής του ιστού της οικογένειας και του δημόσιου τρόμου και της φρίκης για τον βίαιο διαχωρισμό των μεταναστών γονέων από τα παιδιά τους. Έτσι, από τη μια μεριά έχουμε να κάνουμε με την απομάκρυνση των χαμένων παιδιών από την αμερικανική κυβέρνηση και από την άλλη την συναισθηματική και σωματική απέλαση του συζύγου από την αφηγήτρια σύζυγο και τη ζωή της. Κάπου προς το μέσον του μυθιστορήματος, λαμβάνει χώρα ένα σημαντικό γεγονός που συγκλονίζει προσωρινά τη σύζυγο από τη στωική της παθητικότητα. Το ταξίδι της οικογένειας κάμει μια εσκεμμένη παράκαμψη στην σχεδιασμένη διαδρομή τους, ώστε να φτάσει εγκαίρως σε μια πτήση του Νέου Μεξικού με σκοπό να παρακολουθήσει μια ομάδα αξιωματούχων που κατευθύνουν τα παιδιά μεταναστών σε ένα αεροπλάνο που θα τα βγάλει από τη χώρα. Γράφει η συγγραφέας, «… οι αστυνομικοί που συνόδευσαν τα παιδιά τώρα απομακρύνονται πάλι προς το υπόστεγο, μοιάζοντας με μια ομάδα ποδοσφαιριστών μετά την προπόνηση, κάνοντας αστεία, ρίχνοντας καρπαζιές ο ένας τον άλλον… Στρέφονται να δουν το αεροπλάνο καθώς οι μηχανές του παίρνουν μπροστά και χειροκροτούν όλοι μαζί καθώς αρχίζει σιγά-σιγά να κινείται. Από κάποια σκοτεινά βάθη που δεν ήξερα ότι έκρυβα μέσα μου, ελευθερώνεται η οργή-έξαφνη, ηφαιστειακή και αδάμαστη. Κλωτσάω τον συρμάτινο  φράχτη με όλη μου τη δύναμη, ουρλιάζω, κλωτσάω ξανά, πέφτω πάνω του, φωνάζω βρισιές στους αστυνομικούς.  Δεν μπορούν να μ’ ακούσουν εξαιτίας του θορύβου  απ’ τις μηχανές του αεροπλάνου. Συνεχίζω, όμως, να φωνάζω και να κλωτσάω, μέχρι που  νιώσω τα χέρια του άντρα μου να με τυλίγουν  από πίσω, να με κρατούν σφιχτά….». Και το τέλος της σκέψης, της αφήγησης και της παραγράφου στο κείμενο έρχεται δραματικό, ωμό και ρηξικέλευθο, ωσάν οριστική παραδοχή: «…Δεν είναι αγκαλιά, είναι εγκλωβισμός»! Η σκηνή αποδίδει, με τον πιο παραστατικό τρόπο, τη σκληρή αδικία της πολιτικής της κυβέρνησης των ΗΠΑ και την έλλειψη ενσυναίσθησης εκ μέρους ορισμένων από αυτούς τους αξιωματούχους που την κάνουν συγκεκριμένη πράξη. Φέρνει μπροστά την έμφυτη τάση της ανθρωπότητας να επιβάλλει τη βούλησή μας σε λαούς που θεωρούμε «άλλους» και την ολέθρια κληρονομιά των μεγάλων και προηγμένων οικονομικά εθνών που ασκούν τον αποκλεισμό και την απέλαση ως μέσο για την υπεροχή έναντι αυτών. Ταυτόχρονα η σκηνή υπαινίσσεται ανοιχτά, πλέον, τη σχέση μεταξύ των δύο συζύγων. «Το αρχείο χαμένων παιδιών» της Valeria Luiselli, φέρνει στο επίκεντρο τα ανθρώπινα λάθη που υφίστανται τα παιδιά των μεταναστών και στις σημερινές μέρες, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Είναι ένα πρωτότυπο «μυθιστόρημα του δρόμου», και παράλληλα  μυθοπλασία και δοκίμιο που τόσο το περιεχόμενο όσο και η συγγραφική του τέχνη, εκπλήσσουν θετικά τον αναγνώστη. Το μεγάλο ταξίδι της οικογένειας προς τα δυτικά, αποτελεί ταυτόχρονα ταξίδι στον ψυχισμό των τεσσάρων μελών της οικογένειας, όπου κυριαρχούν τα αδιέξοδα, η εγκατάλειψη, το αίσθημα της αποξένωσης, η αναζήτηση του εαυτού μέσα στο χρόνο, με υπόβαθρο και φόντο την πολιτική ιστορία των ΗΠΑ στους αυτόχθονες κατοίκους της αμερικάνικης γης, καθώς και τη σύγχρονη συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες και βεβαίως στις όποιες ανεξέλεγκτες μετακινήσεις πληθυσμών.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top