Fractal

Ο Σιμενόν σκιαγραφεί και ο Μαιγκρέ ανακαλύπτει τον κατά συρροήν δολοφόνο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Georges Simenon, “Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα, 2019

 

Τα κύρια ενδιαφέροντα του βιβλίου ετούτου, είναι εν πρώτοις η συζήτηση και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του επιθεωρητή Μαιγκρέ και του καθηγητή Τισσό, νοιώθοντας οι ίδιοι ότι είχαν κάποια κοινά στοιχεία, και με τη βοήθεια κάποιου παλιού λικέρ, για τις εμπειρίες και τις συμπεριφορές άλλων ανδρών, και δεύτερον, η τελική σύγκρουση μεταξύ του Μαιγκρέ και του Μαρσέλ Μονσέν, από τη μια μεριά, και από την άλλη της συζύγου του Μαρσέλ και της μητέρας του. «…Ο τρόπος τους, ο δικός τους και ο δικός του να νοιάζονται για τον άνθρωπο, να αντιλαμβάνονται τους κόπους του και τα λάθη του, ήταν σχεδόν ο ίδιος», μας λέει ο Σιμενόν. Το να σκοτωθούν με αυτόν τον βάναυσο τρόπο πέντε γυναίκες, με εκείνες τις συνθήκες που διαπράχτηκαν οι συγκεκριμένοι φόνοι, χωρίς προφανή λόγο, και να ξεσκίζεις στη συνέχεια τα ρούχα τους, σίγουρα δεν έχει να κάνει με την συμπεριφορά ενός φυσιολογικού ατόμου. Πραγματικά ο Σιμενόν στο τέλος του μυθιστορήματος κι’ όταν η κορύφωση του δράματος βρίσκεται προ των πυλών,  αφήνει τις δύο γυναίκες να συζητούν μεταξύ τους, ώστε να ξεπηδήσει η αλήθεια αυτόματα μέσα από τα λεγόμενά τους, και βεβαίως την άμεση αντιπαράθεσή τους.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του βιβλίου, υπάρχει η αίσθηση ότι ο Μαιγκρέ δεν δείχνει, ούτε συμπεριφέρεται τόσο άνετα και δεν μπορεί να πράξει εκείνο που θα επιθυμούσε σφόδρα, δηλαδή  να γνωρίσει σε κάποιο ικανό βαθμό τα θύματα, ενόσω, φυσικά, εκείνα βρίσκονταν εν ζωή. Υπάρχουν πάρα πολλά θύματα, το ένα μετά το άλλο, και έτσι η συγκεκριμένη διαδικασία ούτε  λειτουργεί, αλλά ούτε και θα μπορούσε άλλωστε, αφού τα κατά συρροήν εγκλήματα δεν ήταν για έναν τύπο σαν τον Μαιγκρέ. Όλα τα εγκλήματα, εν προκειμένω,  διαπράχτηκαν σε δρόμους και στενοσόκακα που βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο, κατά τη διάρκεια μόλις ενός εξαμήνου, στην συγκεκριμένη και περιορισμένη γεωγραφικά γωνιά της Μονμάρτρης, στο Παρίσι.

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, το 1955, με γαλλικό τίτλο «Maigret tend un piege» και σηματοδοτεί την οριστική επιστροφή του Ζωρζ Σιμενόν στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή εγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο ένα σημείο καμπής στην καριέρα του κύριου χαρακτήρα των βιβλίων του, υπό την έννοια ότι οι έρευνες του γενικού αστυνομικού επιθεωρητή θα τείνουν όλο και περισσότερο να μοιάζουν με τα περισσότερο φιλοσοφικά ερωτήματα του συγγραφέα για τη φύση του ανθρώπου, τις ευθύνες του απέναντι στην κοινωνία και τη μοίρα του. Να θυμηθούμε ότι ο Σιμενόν έζησε στην αμερικανική ήπειρο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, στο χρονικό διάστημα της δεκαετίας 1945-1955. Αρχικά πέρασε μερικούς  μήνες στο Κεμπέκ του Καναδά, βόρεια του Μόντρεαλ, όπου ζούσε σε ένα σπίτι σύγχρονης αισθητικής και έγραψε τρία μυθιστορήματα, ένα από τα οποία ήταν και το γνωστό «Τρία δωμάτια στο Μανχάταν». Άλλωστε, κατά τη διάρκεια όλων των ετών που πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Σιμενόν επισκεπτόταν τακτικά τη Νέα Υόρκη. Μαζί με την  οικογένειά του, έκαναν επίσης μακρυνά ταξίδια με αυτοκίνητο, ταξιδεύοντας από το Μέιν  στη Φλόριδα και στη συνέχεια δυτικά μέχρι την Καλιφόρνια και τις ακτές του Ειρηνικού. Ο Σιμενόν έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στο νησί «Άννα Μαρία» κοντά στη Φλόριδα, πριν νοικιάσει  ένα σπίτι στο Νογκάλες, στο νότο της μεγάλης ερημικής περιοχής στην Πολιτεία της Αριζόνα, στα σύνορα με το Μεξικό. Αν και μαγεμένος αρκετά από την έρημο αυτή, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αριζόνα, και μετά από μια σύντομη παραμονή στην Καλιφόρνια, εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο σπίτι, στο Κονέκτικατ. Ωστόσο, κάποια οικογενειακά προβλήματα με την αγγλική  γλώσσα, του επέβαλαν την  οριστική επιστροφή στην Ευρώπη. Το 1952, επισκέφθηκε το Βέλγιο και έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου.  Παρ’ όλο που δεν κατοίκησε ποτέ στη χώρα αυτή μετά το 1922, παρέμεινε Βέλγος πολίτης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι, λοιπόν, εξετάζοντας τους τίτλους μερικών μυθιστορημάτων που εμφανίστηκαν στα έτη 1956-1960, βλέπουμε να έρχονται στο προσκήνιο θέματα που αφορούν τη δικαιοσύνη και την  πραγματική ευθύνη του ανθρώπου και κυρίως του εγκληματία. Μεταξύ των δευτερευόντων χαρακτήρων, οι οποίοι  εν τούτοις είναι επίσης σημαντικοί σε αυτό το μυθιστόρημα, είναι οι δημοσιογράφοι και ιδιαίτερα ο Μπαρόν,  ο κοντούλης Ρουζέν και η Μαγκύ, η πιο επικίνδυνη όπως ισχυρίζεται ο Σιμενόν απ’ όλους. Ο Μαιγκρέ είχε γενικώς   εγκάρδια σχέση μαζί τους, αναγνωρίζοντας ότι και εκείνοι δούλευαν, αλλά κάποιες φορές παρουσιαζόταν ενοχλημένος από την επιμονή τους να μάθουν περισσότερα ή να μπλέκονται με κάποιο τρόπο στα πόδια του. Κάποιους τους ονομάζει, άλλους τους περιγράφει με φυσικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα,  με  παχουλό πρόσωπο, μεγάλα μάγουλα, μπλε μάτια και κόκκινα μαλλιά, κ.ο.κ.

 

Georges Simenon

 

Το ενδιαφέρον του μυθιστορήματος έγκειται, όπως ήδη είπαμε, στη συζήτηση μεταξύ του Μαιγκρέ και του Τισσό, και κυρίως στην άποψη αμφοτέρων  για τον άνθρωπο, αλλά στο μυθιστόρημα έχει επίσης ενδιαφέρον και η  σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του επιθεωρητή Μαιγκρέ και του ύποπτου για εγκλήματα Μαρσέλ Μονσέν, όχι ακριβώς παρουσιάζοντας τη σχέση μεταξύ του αστυνομικού και του  πρωταρχικού υπόπτου,  αλλά η συμπάθεια, η αρχική σχέση και η επικοινωνία  που ο Μαιγκρέ προσπαθεί να δημιουργήσει με έναν άλλο άνθρωπο, συγκεκριμένα με έναν άνθρωπο που κατά πάσα πιθανότητα πέρασε την κόκκινη και επιτρεπτή γραμμή, ο οποίος έχει, κατά κάποιο τρόπο, βρεθεί έξω από τα όρια της συνηθισμένης κοινωνικής ζωής. Και εδώ όπως και αλλού, «…κάθε φορά που ο Μαιγκρέ σκεφτόταν έτσι τον δολοφόνο, τον έπιανε μια μυστηριώδης ανυπομονησία. Ήθελε να του δώσει γρήγορα ένα πρόσωπο, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μια ανθρώπινη μορφή αντί να έχει να κάνει με αυτό το ασαφές ον που κάποιοι αποκαλούσαν δολοφόνο, ή δαιμονισμένο, ή ακόμα και τέρας, τον οποίο ο Τισσό, άθελά του, σαν από λεκτικό λάθος είχε αποκαλέσει  «ασθενή».

Σημαντικό είναι να τονίσουμε, επίσης, τη σημασία που έχει το ποτό στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Σιμενόν για τις έρευνες του επιθεωρητή. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, εδώ, καθώς  εμφανίζεται σε αρκετά σημεία της έρευνας, όπως ας πούμε, ενόσω βρισκόταν στο σπίτι του και όπου «…δίσταζε να σερβιριστεί ένα απόσταγμα από δαμάσκηνα…», πριν πάει στη Μονμάρτρη, ή ακόμα στο τέλος του τέταρτου κεφαλαίου του βιβλίου με το όνομα «Το ραντεβού της εθελόντριας», όπου «..κατευθύνθηκε μουτρωμένος, εκνευρισμένος, προς τον μπουφέ όπου ήταν το μπουκάλι με το απόσταγμα από δαμάσκηνα…», καθώς και αργότερα, όταν η ίδια η σύζυγός του του προσφέρει  ένα ποτό προτού πάει στην περιοχή όπου έλαβε χώρα ένας αναπάντεχα καινούργιος φόνος μιας άλλης γυναίκας. Όπως συμβαίνει συχνά με αρκετά άλλα κείμενα του Σιμενόν, οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι συγκεκαλυμμένες και εδώ έχουμε δύο γυναίκες, καθώς ο ύποπτος άνθρωπος άντρας βρέθηκε μεταξύ της συζύγου και της μητέρας του. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση,  υπάρχει μια έξυπνη παράκαμψη του σεναρίου,  όταν όλες οι θεωρίες του επιθεωρητή βρίσκονται στον αέρα αφού μια άλλη γυναίκα σκοτώνεται ενώ ο βασικός ύποπτος βρισκόταν ήδη  υπό κράτηση. Ωστόσο, η ανάπτυξη του σεναρίου και η έξυπνη περιγραφή της στενής σχέσης μεταξύ του βασικού υπόπτου και δολοφόνου και του αστυνομικού, η γενικότερη αίσθηση πανικού που εισβάλλει στη μικρή και γνωστή περιοχή της Μονμάρτρης, η τελική εμφάνιση από τον Σιμενόν ενός καλά κρυμμένου σχεδίου, η πλήρης ανατροπή της τελευταίας στιγμής και η τελική αναμέτρηση όλων των εμπλεκομένων με την πραγματικότητα, την δικαιοσύνη και τον νόμο, είναι στοιχεία που κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.

Όπως σχεδόν όλες οι ιστορίες του  Σιμενόν με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, το μυθιστόρημα έχει γυριστεί αρκετές φορές τόσο για την τηλεόραση, όσο  και τον κινηματογράφο. Όμως κλασσική, καλύτερη και πιο πετυχημένη, παραμένει η πρώτη προσαρμογή, το 1958, με πρωταγωνιστή τον Ζαν Γκαμπέν στο ρόλο του επιθεωρητή Μαιγκρέ. Η ταινία καθιστά ακόμα πιο εμφανές την βαθιά ψυχολογική παράμετρο και κατάσταση των πρωταγωνιστών του βιβλίου, ενώ ταυτόχρονα μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις αστυνομικές δραστηριότητες και την αλληλεπίδραση μεταξύ του επιθεωρητή και των συνεργατών του. Η ταινία εκείνη σίγουρα αποτέλεσε και εξελίχτηκε σε ένα κινηματογραφικό ισοδύναμο με την ιστορία του Σιμενόν στο  βιβλίο του, που πλημμυρίζεται από αγωνία, μυστήριο, ψυχοπάθεια και δολοφονίες. Ο δολοφόνος, αποδεικνύεται, τελικά, να είναι ένας αδύναμος ψυχοπαθής χαρακτήρας που δολοφονεί τις γυναίκες επειδή δεν μπορεί να αναγκαστεί να σκοτώσει την άπιστη σύζυγό του. Αλλά η σύζυγός του τον αγαπά, παράλληλα, όπως και η μητέρα του, και οι δύο γυναίκες αγωνίζονται έξυπνα και επίμονα να τον προστατεύσουν απ’ τα νύχια της δικαιοσύνης. Μια ακόμα ιστορία του Ζωρζ Σιμενόν με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, από τις εκδόσεις Άγρα και σε μετάφραση όπως πάντα της Αργυρώς Μακάρωφ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top