Fractal

Με ρίζες στην αρχαία τραγωδία

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Τόμας Χάρντι «Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Gutenberg, σελ. 600

 

Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, γράφτηκε το 1884 και είναι το πρώτο από τα τέσσερα μυθιστορήματα που εδραίωσαν την λογοτεχνική αξία του Τόμας Χάρντι. Λειτούργησε ως μια ενστικτώδης αλλά ιδιαίτερα επιθυμητή επάνοδος στον τόπο καταγωγής του και ταυτόχρονα ως μια στροφή σε θέματα τραγικά, με φόντο ένα αγροτικό και κοινωνικά ταπεινό σκηνικό.

Πάνω σε μια στιγμή μέθης, ο νεαρός Μάικλ Χέντσαρντ πουλά, έναντι ευτελούς ποσού, την γυναίκα και την κόρη του σε έναν περαστικό ναυτικό. Την επομένη, ξεμέθυστος πια, μετανιώνει και τις ψάχνει μάταια. Το κυρίαρχο ωστόσο συναίσθημα δεν είναι ο πόνος για την απώλεια της γυναίκας ή της κόρης του, αλλά η ντροπή.  Το έγκλημά του συμπυκνώνεται στα δύο πρώτα μικρά κεφάλαια κι ύστερα μεσολαβεί ένα κενό διάστημα είκοσι ετών ώσπου ν’ αρχίσει να εκτυλίσσεται η πραγματική ιστορία, η γεμάτη ανατροπές, απογοητεύσεις και ματαιώσεις, μέχρι ο Μάικλ, σαν άλλος ήρωας αρχαίας τραγωδίας, να αρχίσει να πληρώνει για το αποτρόπαιο λάθος του.

Γυρνώντας από πόλη σε πόλη και ψάχνοντας για δουλειά, καταλήγει στο Κάστερμπριτζ. Τα τεράστια αποθέματα ενέργειας που διαθέτει, διοχετεύονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, αναρριχάται στο εμπόριο των σιτηρών πρώτα και στην συνέχεια στην θέση του Δημάρχου. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, εμφανίζεται στην πόλη η Σούζαν, η γυναίκα του, μαζί με την κόρη τους. Την ξαναπαντρεύεται, όχι από αγάπη, αλλά επειδή ένα αίσθημα υποχρέωσης και ευπρέπειας αυτό του υπαγορεύουν ως σωστό. Δεν αποκαλύπτουν ωστόσο στην κόρη τους Ελίζαμπεθ πως κάποτε υπήρξαν και πάλι παντρεμένοι, ούτε την επαίσχυντη πράξη της αγοραπωλησίας, και παρά το γεγονός πως ζουν όλοι μαζί ως μια ευτυχισμένη οικογένεια, εκείνη τον αντιμετωπίζει ως πατριό, ως τον δεύτερο σύζυγο της μητέρας της.

« … ετοίμαζε το έδαφος της ένωσης, ή μάλλον της επανένωσής του με το ασθενικό εκείνο πλάσμα, επιδεικνύοντας μια αδιασάλευτη επιμονή, άξια της φήμης του. Κανένας δεν θα υποψιαζόταν ότι την έντονη αίφνης δραστηριότητα μέσα στο άδειο, μεγαλόπρεπο αρχοντικό του δεν την πυροδοτούσε ίχνος ερωτικής φλόγας, ίχνος συναισθηματικού σκιρτήματος. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε, παρά μονάχα τρεις ακλόνητες αποφάσεις τον κινούσαν: η πρώτη ήταν να αποκαταστήσει τη Σούζαν που είχε κάποτε εγκαταλείψει. Η δεύτερη, να προσφέρει σπιτική θαλπωρή στην Ελίζαμπεθ κάτω από το πατρικό του βλέμμα και η τρίτη να αυτοτιμωρηθεί με τα αγκάθια των ίδιων των επανορθωτικών του κινήσεων – και σ’ αυτά υπολόγιζε και την απώλεια του γοήτρου του στα μάτια των συμπολιτών του με το να παντρευτεί μια γυναίκα κοινωνικά κατώτερή του….»

Ο Χέντσαρντ γνωρίζει τυχαία τον περαστικό από την πόλη Σκωτσέζο Φάρφρι, τον ιδιαίτερα φιλικό, αισιόδοξο και εξωστρεφή, δένεται γρήγορα μαζί του με φιλία που θεωρεί πραγματική και σπάνια, και τον πείθει να μην ακολουθήσει τον δρόμο της ξενιτιάς όπως υπολόγιζε αλλά να μείνει κοντά του, ως διευθυντής των επιχειρήσεών του. Του εκμυστηρεύεται το μεγάλο του αμάρτημα, τον λόγο που ξαναπαντρεύτηκε την Σούζαν, αλλά και την σχέση του με την Λουσέτα, την οποία αναγκάστηκε να διακόψει βίαια.

Τα πράγματα όμως, δεν έρχονται στην ζωή του Δημάρχου του Κάστερμπριτζ όπως με αρκετή δόση έπαρσης τα προγραμμάτιζε. Παραγκωνίζεται, στιγματίζεται, εξοστρακίζεται, ακριβώς επειδή είναι τόσο διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους οι οποίοι επικροτούν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής που ο ίδιος δεν μοιάζει να έχει έχει υιοθετήσει. Η ασυμβίβαστη επιμονή του, η ακλόνητη απόφασή του να υπομένει τις συνέπειες των πράξεών του αφού ο ίδιος είναι ο μόνος υπαίτιος, τον κάνουν τόσο διαφορετικό αλλά και τόσο ενδιαφέροντα ως μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Δείχνει ανίκανος να διατηρήσει μια ολοκληρωμένη σχέση, μια σχέση αμοιβαιότητας και αλληλεπίδρασης, υπογραμμίζοντας έτσι την έντονη δυσαρέσκειά του για την ίδια την ζωή, ενόχληση που σε όλο το βιβλίο, καμουφλάρεται πίσω από την μάσκα διαρκούς επιθετικότητας, ανταγωνισμού και επικράτησης. Είναι αντιφατικός, ένας άνθρωπος με ελαττώματα, που πότε δηλώνει μισογύνης εκ φύσεως και πότε πλημμυρισμένος μελαγχολία εξαιτίας της μοναχικής του ζωής. Οι ισχυρότερες μορφές αγάπης που φαίνεται να βιώνει είναι η αδερφική, για τον Φάρφρι που του θυμίζει τον πεθαμένο αδερφό του και η πατρική, που θεωρεί τον τρυφερότερο απ’ όλους τους ανθρώπινους δεσμούς, δύο είδη αγάπης που νιώθει βαθιά χωρίς να θεωρεί αναγκαίο να του ανταποδίδονται. Είναι σαν να δηλώνει πως, αφού ο ίδιος περιφρονεί τον εαυτό του, δεν επιθυμεί και να τον αγαπούν. Αυτή του η αντιφατικότητα μεταφέρεται και στον αναγνώστη ο οποίος, πότε τρέφει συμπάθεια για τον παραστρατημένο αυτόν άνθρωπο και πότε θεωρεί πρέπουσα την καταστροφή του. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, φαίνεται σαν να αφυπνίστηκαν ύπουλες αρνητικές δυνάμεις ύστερα από την ύβρη που διέπραξε, δυνάμεις που δεν θα ικανοποιηθούν παρά μόνο με τον απόλυτο ξεπεσμό του παραβάτη, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η ηθική τάξη των πραγμάτων.

Η αντίθεση του Μάικλ Χέντσαρντ σε σχέση με τους υπόλοιπους ήρωες είναι αυτή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και μολονότι η παρουσία του δεσπόζει ίσως υπερμεγέθης σε κάθε σχεδόν σελίδα του βιβλίου, κεντρίζει με ενδιαφέρον, αφού είναι δύσκολο να ερμηνευτεί ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του.

Η σχέση του με την Λουσέτα χρωματίζεται σαν να πρόκειται για μια σειρά από σχέσεις, όχι σαν μια και μοναδική. Ο φθόνος τον οδηγεί σε παράφορα ξεσπάσματα, η αντιπάθεια και η βία εναλλάσσονται πότε με διαστήματα τρυφερότητας πότε με απληστία, ζήλια ή ανάγκη για συντροφικότητα. Μα και τα συναισθήματα του προς αυτήν που θεωρούσε κόρη του – αλλά θα αποδειχτεί πως τελικά δεν ήταν – εναλλάσσονται διαρκώς, περνώντας από την αποδοχή στην απέχθεια, από την αγάπη και την ανάγκη του να την φροντίζει και να φροντίζεται από αυτήν μέχρι την μετατόπιση της ίδιας του της θέλησης για ζωή στο πρόσωπό της.

Η μετριοπάθεια και σωφροσύνη του οργανωτικού και μειλίχιου Φάρφρι, του εγκάρδιου φίλου που μετατράπηκε σε μισητό εχθρό, σε αντιδιαστολή με τον ασυγκράτητο, παρορμητικό, ατομιστή, ακαλλιέργητο  και δεσποτικό Μάικλ, υπογραμμίζουν καθαρά την πάλη ανάμεσα στο συναίσθημα και την λογική, σύγκρουση που ταλανίζει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ως έντιμος και ευθύς περιγράφεται ο Φάρφρι, όσον αφορά στα αισθήματα του απέναντι στην σοβαρή Ελίζαμπεθ και την Λουσέτα με την πηγαία ελαφρότητα, τα οποία ωστόσο μετατοπίζονται συχνά δηλώνοντας μια μόνιμα υποβόσκουσα έλλειψη σταθερότητας. Καλός εργοδότης αλλά και υποκριτικά υπολογιστικός ενίοτε, ζυγίζονται οι αρετές και τα μειονεκτήματά του όσο εξελίσσεται η πλοκή.

Πρόσωπο – κλειδί η κόρη Ελίζαμπεθ, είναι η σαφέστερη ακτίδα ελπίδας που λάμπει στο βιβλίο, αυτή που θα φέρει την κάθαρση λειτουργώντας σε αρκετά σημεία της ιστορίας ως ο από μηχανής θεός για τον πατέρα της. Παρουσιάζει ωστόσο και αυτή μια εσωτερική δυσαρμονία που υπαγορεύεται από τις συνθήκες κάθε φορά, πότε τρυφερή και δοτική, πότε ψυχρή και αδιάλλακτη. Πάντα βαθιά συναισθηματική ωστόσο, φιλομαθής, μοναχική από επιλογή, αληθινή και αγνή στο όριο της αφέλειας

Η Σούζαν, παρότι εμφανίζεται ως ο πιο αδύναμος και χαμηλής διανοητικής ικανότητας χαρακτήρας της ιστορίας, καταφέρνει να αποδείξει πως τα φαινόμενα απατούν, πως μια χαμηλών τόνων πειθήνια γυναίκα είναι σε θέση να χειριστεί ανθρώπους και καταστάσεις προκειμένου να εξασφαλίσει λαμπρό μέλλον στην ίδια και την κόρη της, αποκρύπτοντας σοβαρές αλήθειες.

 

Thomas Hardy

 

Υπόθεση με πλούσια και στιβαρή δομή που κρατάει διαρκώς οξυμμένο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διόλου ηθικοπλαστική, που δεν επιχειρεί να ιχνηλατήσει το αίτιο και το αιτιατό. Αυτό που φέρνει στο φως είναι οι αναπόδραστες επιπτώσεις σε ηθικό επίπεδο που μπορεί να επιφέρει σε μια ανθρώπινη ύπαρξη, μια δεδομένη, συγκεκριμένη κατάσταση.

Το μυθιστόρημα αυτό, που έχει καταφέρει να ασκεί διαχρονική έλξη στο αναγνωστικό κοινό, είναι μια σπουδή επάνω στην μοναχικότητα, χωρίς περισπούδαστες αναλύσεις, αλλά και στην ανικανότητα διατήρησης σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Δίκαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τραγωδία» με την κλασσική έννοια του όρου, αφού ο ήρωας κατατρύχεται στο παρόν για όσα έχει διαπράξει στο παρελθόν, υποφέρει περισσότερο απ’ όσο αναλογεί στις πράξεις του, η υψηλή κοινωνική του θέση γεννά δυσαρέσκεια που συμβάλλει στην πτώση του, μέσα από ανατροπές έρχονται «σκηνές αναγνώρισης», ο πόθος του πραγματώνεται με καταστροφικά αποτελέσματα. Όπως λέει ο ίδιος: «είμαι πια πεπεισμένος ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μια αλληλουχία διαφορετικών ατόμων, ανάλογα κάθε φορά με το ποια συγκεκριμένη πτυχή του χαρακτήρα του αναδεικνύουν οι εκάστοτε συνθήκες».

Ο συγγραφέας δίνει μεγάλη βαρύτητα στην περιγραφή των τόπων, σχεδόν ισότιμη με την ψυχαναλυτική ματιά με την οποία περιγράφει τους ήρωές του.  Πολλές σκηνές διαδραματίζονται σε γέφυρες που περιγράφονται ως σύμβολα διαφορετικών ψυχολογικών αντιδράσεων, πανδοχεία που υποδηλώνουν το σαφές πλαίσιο της δεδομένης τάξης των πραγμάτων και της εθιμοτυπίας, λόφοι και κατάσπαρτα χωράφια με θεριστές να εργάζονται πυρετωδώς, αψίδες που επίσης συνδέονται άμεσα με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σαν πινελιές ταλαντούχου ζωγράφου οι τέλειες εικόνες μιας ολοκληρωμένης κοινωνίας που δημιουργεί, ειδικά στην απεικόνιση της εξοχής, διασταυρωμένης με το άστυ:

 « Το Κάστερμπριτζ έμοιαζε με κύβο τοποθετημένο στη μέση ενός σταροχώραφου. Δεν υπήρχαν προάστια με τη μοντέρνα έννοια, ούτε μεσολαβούσε κάποιος οικισμός ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο. Η πόλη, με το σαφές, διακριτό περίγραμμά της, σε σχέση με τα εύφορα ανοιχτά λιβάδια που την περιέβαλλαν, θύμιζε σκακιέρα πάνω σε πράσινη τσόχα. Ένα χωριατόπαιδο καθισμένο κάτω από μια θημωνιά μπορούσε να εκσφενδονίζει πετραδάκια που έφταναν ως το τζάμι της Δημαρχίας. Θεριστές σκυμμένοι πάνω από τα δεμάτια των σταχιών, έγνεφαν σε γνωστούς τους που περνούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο δικαστής με την πορφυρή τήβεννο, όταν καταδίκαζε κάποιον κατσικοκλέφτη, ανήγγελλε την ποινή με μουσική υπόκρουση τα βελάσματα του κοπαδιού που βοσκούσε εκεί, λίγο πιο κάτω…»

Δεν αμελεί ωστόσο ο συγγραφέας να περιγράψει με τα ίδια φωτεινά χρώματα και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των περισσοτέρων κατοίκων, την αδιανόητη φτώχεια και τις ελλείψεις, συνθήκες που οδηγούσαν σε πράξεις παράνομες και ανήθικες.:

«Όμως μέσα στην τόση αθλιότητα, έμενε λίγος χώρος και για τους ενάρετους άτυχους της ζωής. Κάτω από κάποιες στέγες κατοικούσαν αγνές και έντιμες ψυχές που η παρουσία τους εκεί οφειλόταν μονάχα στο βαρύ χέρι της δυσπραγίας».

Ο Χάρντι σε αυτό του το βιβλίο, ασχολείται με όλα τα θέματα που ενδιέφεραν τους ανθρώπους της εποχής: από τα απλά ενδύματα της μόδας και τα δρομολόγια των επιβατικών αμαξών, έως χρεοκοπίες, εγκλήματα, δυστυχήματα, συγκλονιστικές δικαστικές υποθέσεις, αλλά και ανεξήγητες ιστορίες, όπως αινιγματικές αυτοκτονίες και εξαφανίσεις, επανεμφανίσεις ανθρώπων που τους είχαν για πεθαμένους, καθώς και συμπτώσεις ανήκουστες. Η πώληση των γυναικών δεν πρέπει διόλου να ξενίζει καθώς γίνονταν τέτοιου είδους αγοραπωλησίες εκείνη τον καιρό, οι οποίες και έχουν καταγραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η δε τελευταία από μια σειρά τραγικών ειρωνειών είναι η τελική σκηνή του έργου, που αποτελεί ταυτόχρονα αυτοτιμωρία και εξιλέωση και δικαιολογεί απόλυτα τον παραλληλισμό του μυθιστορήματος αυτού με την αρχαία τραγωδία.

Το καταλυτικό μήνυμα του μυθιστορήματος θεωρώ πως είναι ότι η λογική και η διορατικότητα μπορούν να είναι τόσο αξιοθαύμαστες ώστε να αποτελέσουν την λυδία λίθο της ηθικής, αλλά και το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως υπάρχουν κάποιες «ζημιές» που δεν αποκαθίστανται.

Απολαυστικό και διόλου κουραστικό παρά τον σχετικά μεγάλο του όγκο, αξίζει να διαβαστεί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top