Fractal

Μια σύγχρονη Νόρα εγκλωβισμένη στο «Κουκλόσπιτο» της

Γράφει η Γεωργία Χάρδα // *

 

Claire Messud, «Η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου», Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ, Εκδόσεις Gutenberg

 

Είμαι καλό κορίτσι, γλυκό κορίτσι, άριστη μαθήτρια, αυστηρών αρχών, υποδειγματική κόρη, ευσυνείδητη επαγγελματίας, και ποτέ δεν έκλεψα τον γκόμενο καμιάς και ποτέ δεν παράτησα καμία φίλη , και ανέχτηκα τις μαλακίες των γονιών μου και τις μαλακίες του αδελφού μου, κι εξάλλου δεν είμαι κορίτσι, έχω περάσει τα σαράντα …υποτίθεται ότι  θα έγραφε «μεγάλη καλλιτέχνιδα» στο μνήμα μου αλλά αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, αντί γι ‘ αυτό θα έγραφε «πολύ καλή δασκάλα/κόρη/φίλη» κι αυτό που στα αλήθεια θέλω να φωνάξω, και το θέλω και με μεγάλα γράμματα, σ’ εκείνο τον τάφο είναι «ΑΪ ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΣΑΣ»(σελ.17)

Η αφήγηση της Κλερ Μεσούντ αρχίζει μ’ ένα δυνατό χαστούκι στον αναγνώστη. Η οργισμένη πρωταγωνίστρια της είναι η Νόρα Έλντριτζ. Σαράντα δύο ετών, ανύπαντρη, χωρίς παιδιά, αγαπητή δασκάλα σε δημοτικό στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δραματοποιημένη βγάζει από μέσα της ,με απόλυτη ειλικρίνειά την οργή της. Την ίδια οργή  που νιώθουν πολλές γυναίκες…., ακόμη και αν οι περισσότερες δεν το συνειδητοποιούν. Ο λόγος της είναι άμεσος. Γροθιά στο στομάχι.

...δεν είμαι Γυναίκα του Υπογείου, και δεν θεωρώ ολόκληρο τον κόσμο υπεύθυνο για τη δυστυχία μου. Ή μάλλον, δεν θα έλεγα ότι από μια άποψη δεν ανήκω πράγματι στο Υπόγειο- στο κάτω- κάτω, όλες μας δεν ζούμε κατά κάποιο τρόπο υπογείως, αφού πρέπει να υποχωρούμε και να φεύγουμε από τη μέση και να κάνουμε στην άκρη, χωρίς κανένας να το αναγνωρίζει και να το θαυμάζει και να μας ευχαριστεί γι’ αυτό; Ήμασταν πολλές στα είκοσι και στα τριάντα μας, όμως τώρα στα σαράντα και στα πενήντα μας είμαστε σαφώς αναρίθμητες. Αλλά ο κόσμος θα έπρεπε να καταλάβει, αν του καιγόταν καρφί, ότι οι γυναίκες σας εμάς δεν ανήκουν στο Υπόγειο (σελ.21)

Είναι μια γυναίκα εξοργισμένη, μια μαινάδα. Μια γυναίκα που έχει πάρει τη ζωή στα χέρια της και συστήνεται με τόλμη.

Απαρνήθηκε τα όνειρα της ακούγοντας τη συμβουλή της μητέρας της να είναι οικονομικά ανεξάρτητη. Δεν θέλει πια να ζει στο «υπόγειο» αφού θεωρεί ότι δεν ανήκει εκεί. Ωστόσο πιστεύει ότι ζει «υπογείως» αφού έχει κάνει πολλές υποχωρήσεις χωρίς κανένας να το αναγνωρίζει.. Διδάσκει σε μαθητές της τρίτης τάξης. Τα παιδιά τη λατρεύουν. Τα Σαββατοκύριακα φροντίζει τον ηλικιωμένο πατέρα της. Δεν είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της. Την περιγράφει σαν έναν αυτοκινητόδρομο, χιλιόμετρα ολόκληρα στην ευθεία, σ’ ένα τοπίο επίπεδο, χωρίς ούτε ένα δέντρο».

Σε μια ζωή σιωπηλής απόγνωσης, η Γυναίκα του Επάνω Ορόφου είναι αυτή που είμαστε, με ή χωρίς ένα βρομοψιψίνι, ή ένα εκνευριστικό αμπλαούμπλικο λαμπραντόρ, και κανένας απολύτως δεν αντιλαμβάνεται ότι είμαστε έξαλλες.

Είμαστε  εντελώς αόρατες. Νόμιζα ότι δεν ήταν αλήθεια, ή δεν ήταν αλήθεια για μένα, αλλά έμαθα ότι δεν είμαι καθόλου διαφορετική. Το θέμα τώρα είναι πώς να το διαχειριστούμε αυτό, πώς να χρησιμοποιήσουμε αυτή την αορατότητα, να την κάνουμε να λάμψει….Όμως η αορατότητα κάνει τα πράγματα πιο αληθινά. Μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο στο οποίο δεν βρίσκεσαι και ακούς τι λένε οι άνθρωποι, χωρίς να φυλάγονται….Ίσως είναι οδυνηρό να μαθαίνεις τι συμβαίνει όταν είσαι πίσω από την κουρτίνα· τουλάχιστον όμως δόξα το θεό ξέρεις (σελ. 22)

Δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το νεανικό της όνειρο, το πάθος της για τη ζωγραφική. Ξαφνικά στα 40 της νιώθει ότι η ζωή είναι μικρή και όλα γύρω της ίδια. Είναι πεπεισμένη ότι δεν θα αλλάξει κάτι. Νιώθει αόρατη. Δεν είναι πλέον η γυναίκα με το λαμπερό χαμόγελο, με τα τακτοποιημένα σκουπίδια έξω από το διαμέρισμα της. Είναι έξαλλη και σε πολλά σημεία ο αναγνώστης νιώθει ότι η αφηγήτρια της Μεσούντ τον πυροβολεί.

Ωστόσο η οργή της έχει τόσο μικρή σημασία για τον ευρύτερο κόσμο όσο και η ευτυχία της. Και είναι κάτι που το γνωρίζει καλά και αυτό τη θυμώνει ακόμη περισσότερο.

Εκείνες τις μεθυστικές εβδομάδες μου φαινόταν σαφές ότι το χρωστούσα όχι μόνο στον εαυτό μου, αλλά και στη μητέρα μου- ότι ο φόβος μου (ο φόβος που με είχε εμποδίσει να ασχοληθώ με την τέχνη μου πιο σοβαρά, που με είχε κρατήσει στη Βοστόνη, που με είχε κρατήσει ανύπαντρη επίσης) ήταν στην πραγματικότητα απλώς ο δικός της φόβος, ότι είχα επωμιστεί όλα τα άγχη και τις απογοητεύσεις της, μαζί με τη νοοτροπία της καλής καθολικής, μια ανικανότητα, ειρωνικά να πιστεύω- να πιστεύω αληθινά- στην αξία των ίδιων μου των προσπαθειών, στη μοναδικότητα της ίδιας μου της ψυχής. Ω, μεγάλη περιπέτεια! Η ζωή εκεί, μπροστά μου, το ατελείωτο συμπόσιο που με περίμενε (σελ.280)

Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της μητέρας της μπαίνει στη ζωή της η οικογένεια Σαχίντ από το Παρίσι. Η απρόσμενη εμφάνιση τους δίνει στη Νόρα νέα ελπίδα. Ο γιος τους είναι μαθητής της. Θα γνωρίζει τη μητέρα του, τη Σιρένα, μετά από μια επίθεση που θα δεχτεί ο μικρός και οι δυο γυναίκες θα μοιραστούν την αγάπη τους για την τέχνη. Με τη γνωριμία αυτή θα  προσπαθήσει να αναγεννηθεί, να αλλάξει τη ζωή της. Η συνάντηση τους είναι κομβική, τουλάχιστον για εκείνη και θα αναζωπυρώσει την πείνα της για αγάπη και τέχνη, που αγνοούσε μέχρι πρότινος.

Όπως έχει παρατηρήσει πάνω από μια φορά η σοφή φίλη μου Ντίντι, στις αλλαγές της ζωής η κάθε αναχώρηση εμπεριέχει μια άφιξη κάπου αλλού, κάθε άφιξη προϋποθέτει μια αναχώρηση από κάποιο μακρινό μέρος. Η μητέρα μου έφυγε από δω για ένα άγνωστο αλλού κι έπειτα ο Ρεζά και η Σιρένα και ο Σκαντάρ ήρθαν σ΄εμένα (σελ.103)

Οι Σαχίντ της προσφέρουν την ελπίδα, μια δραστική στροφή στη ζωή της. Η μητέρα του Ρεζά είναι μια λαμπερή και ακαταμάχητη καλλιτέχνης. Μαγνητίζει με την προσωπικότητα της. Οι δύο γυναίκες γίνονται αμέσως φίλες. Στη Νόρα ξυπνούν οι  καλλιτεχνικές φιλοδοξίες που ήταν αδρανείς και ανθίζουν. Η Σιρένα ζητά από τη Νόρα να νοικιάσουν μαζί ένα στούντιο. Εκείνη πιστεύει ότι βρήκε την έμπνευση  που πάντα έψαχνε για να εργαστεί πάνω στη δική της τέχνη: Φτιάχει ένα μικροσκοπικό κουκλόσπιτο. Είναι το σπίτι της Έμιλι Ντίκινσον σε μέγεθος κουτιού παπουτσιών.

Το σεξουαλικό στοιχείο υπήρχε αναντίρρητα, τόσο με τη Σιρένα όσο και με τον Σκαντάρ. Αλλά δεν ήταν αυτό το κύριο νόημα.. Δεν ήταν ο πυρήνας αυτού που ένιωθα. Ήταν επιθυμία-η επιθυμία είναι καλύτερη λέξη από το πόθος: έχει την έννοια ότι ζητάς αλλά δεν αποκτάς, ότι λαχταράς, μια σωματική έλξη που είναι έντονη κι ωστόσο μελαγχολική, πάντα ήδη λίγο λυπημένη, διαυγής, ως ένα σημείο παθιασμένη και ως ένα σημείο καρτερική. Ο πόθος υπονοεί ένα κάψιμο, φλογερό, ασυλλόγιστο, κάτι που θέλει, πάνω απ’ όλα ικανοποίηση (σελ .386-387)

Η Νόρα παρασύρεται σε μια πιο δραστήρια ζωή, γεμάτη πάθος και αγάπη. Αρχίζει να φροντίζει τον Ρέζα, τις νύχτες γυρίζει σπίτι της περπατώντας με τον άντρα της Σιρένα, έναν Λιβανέζο ιστορικό, τον Σκαντάρ. Εκείνος της μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στον Λίβανο. Και μπορεί για λίγο ο αναγνώστης να  μπερδεύεται για τα συναισθήματα της, όμως οι δυο φίλες της Νόρας, το κάνουν ξεκάθαρο. Είναι ερωτευμένη με τη Σιρένα, ποθεί τον άντρα της και θέλει να κλέψει το παιδί της.

Πίστευα τόσο καιρό, για πάντα, ότι ήμουν αρκετά δυνατή- ή δεν κατάλαβα καλά τι ήταν δύναμη. Νόμιζα ότι θα έφτανα στο μεγαλείο, στο δικό μου μεγαλείο, δουλεύοντας σκληρά, ξεπερνώντας τη μια αναποδιά μετά την άλλη, όπως σε μαθαίνουν να τρως τα λαχανικά σου πριν σου δώσουν επιδόρπιο. Αλλά αποδεικνύεται ότι αυτός είναι ένας κανόνας για κορίτσια και μαμόθρεφτους, επειδή το βουνό των λαχανικών είναι ψηλό σαν το Έβερεστ, και το παγωτό στο μπολ στην άλλη άκρη του τραπεζιού λειώνει λίγο ακόμα με το κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Σύντομα θα γεμίσει μυρμήγκια. Κι έπειτα θα έρθουν να το πάρουν (σελ.37)

Αυτό που τελικά μένει από την αφήγηση της είναι ένα  οδυνηρό ουρλιαχτό. Δεν έχει σημασία αν ο αναγνώστης είναι άντρας ή γυναίκα. Είναι δύσκολο να μην ταυτιστείς, να μην νιώσεις τις ανησυχίες της πρωταγωνίστριας, τις ελπίδες της που ξεφτίζουν αργά και βασανιστικά, τον πόνο της από την τελική προδοσία…

[..] είμαι αρκετά οργισμένη, επιτέλους, ώστε να πάψω να φοβάμαι τη ζωή, και αρκετά οργισμένη, τελικά Θεού θέλοντος, κουβαλώντας και την οργή της μητέρας μου στους ώμους μου, ένα μεγάλο σπυρί οργής σαν τη φλόγα του ήλιου μέσα μου – ώστε πριν πεθάνω, γαμώτο, να ζήσω. 

Περιμένετε και θα δείτε! (σελ.437)

Η  γραφή της Μεσούντ δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα στον αναγνώστη. Συμπόνια αλλά και θαυμασμό για την πρωταγωνίστρια της. Και φυσικά δεν μπορεί να μη γίνει παραλληλισμός του ονόματος της Νόρας με την εύθραυστη και ταυτόχρονα δυναμική Ιψενική ηρωίδα. Περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, η Νόρα δραπετεύει από ένα διαφορετικό «κουκλόσπιτο» που φάνταζε κανονικό, όπως αυτό που επινόησε η Μεσούντ. Κάνοντας για μια και μοναδική φορά, την προσωπική της επανάσταση αλλάζοντας ριζικά τρόπο σκέψης και ζωή.

 

Claire Messud

 

Λίγα λόγια για την συγγραφέα:

Η Κλερ Μεσούντ (γεν. ΗΠΑ, 1966) σπούδασε στο Κέιμπριτζ και στο Γέιλ όπου διδάσκει σήμερα δημιουργική γραφή. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία που όλα τους αγαπήθηκαν από κοινό και κριτικούς, βρέθηκαν στη λίστα μεγάλων εφημερίδων με τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων και προτάθηκαν για σημαντικά βραβεία.

 

 


* Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top