Fractal

Μια ανατομία της σκιάς που είμαστε

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Γιάννης Ευσταθιάδης: «Μικρά πεζά 2002-2013: Εκατό. Καθρέφτης. Πορσελάνη. Γραμμένα φιλιά. Με γεμάτο στόμα» εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2022

 

Το συνηθίζει ο Γιάννης Ευσταθιάδης να μας δίνει με τους τίτλους του την «περίληψη του Κόσμου». Το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης που προκύπτει από μιαν ανάγνωση προσεκτική. Να μας προσφέρει γενναιόδωρα εξ αρχής την πρόθεση. «Πορσελάνη» [2008] και η θέαση του κόσμου μέσα από μικροαντικείμενα πορσελάνινα. «Καθρέφτης» [2010], οι πολλές εκδοχές, οι άπειρες εκδοχές, του ενός. «100» [2013] όλη η σοφία του κόσμου και όλες οι εκφάνσεις με επίκεντρο έναν αριθμό. «Γραμμένα φιλιά» [2007] όλοι οι τρόποι αποχαιρετώντας τον αγαπημένο νεκρό, αν και τα γραμμένα φιλιά ποτέ δεν ξέρουμε αν φτάνουν, τελικά, στον προορισμό. «Με γεμάτο στόμα» [2002] μια ολόκληρη διαδρομή μέσα από την τροφή. Όλα μικρά πεζά που μοιάζουν με αστραπές. Εξάλλου, διαθέτει την ικανότητα. Με την σπουδαία γνώση ποίησης, μουσικής, γαστρονομίας και ύψιστης αισθητικής, γνωρίζοντας όσο λίγοι την γοητεία της οικονομίας του λόγου, συγκεντρώνει το Σύμπαν στο ελάχιστο επάνω στο οποίο ως άλεφ του θα εστιάζει στην εκάστοτε συγγραφική του εποχή, εκδοχή.

Αλλά πάμε σε ένα ένα στα επί μέρους βιβλία που απαρτίζουν όλα μαζί τον τόμο με τα μικρά πεζά του, τα οποία και είναι εξάλλου ποίηση καθαρή;

Στο «Εκατό»: 100%

«Τώρα, για πρώτη φορά, αξιώθηκα το ανήκουστο: να συγκεράσω την ποίηση του αμέτρητου με τον ορθολογισμό του αριθμού!» φώναξε δυνατά, κι η φωνή του κυμάτισε στον έρημο αυτοκινητόδρομο» [«Φωτογραφική λήψη»]

Και το κατόρθωσε. Ακριβώς όπως αναγράφεται στην «Φωτογραφική λήψη» και του χαρίστηκε απ’ το «τυχαίο», ο ποιητής και συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης έγραψε κάποια κείμενα για τα εκατό χρόνια του Εντευκτηρίου [το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό]. Κι αμέσως ο καθόλου τυχαίος αριθμός επιδίωξε τα δικά του: εκατό μικροιστορίες που καταλύουν χώρο και χρόνο με βάση αυτό τον ιδιαίτερο αριθμό:

Με το εκατό να μετρά τον χώρο οριζοντίως και καθέτως, με το εκατό στον κύβο και στο τετράφωνο, στην ταχύτητα, στον θόρυβο, στον χρόνο, με το εκατό περιπολικό. Με το εκατό ψαλμό του Δαβίδ, άρθρο του Ποινικού Κώδικα, γενέθλια ευχή και διάσταση. Με το εκατό πρώτο συνθετικό στα εκατόμβη, εκατόνταρχος, εκατόγχειρος και εκατονταπυλιανή. Με το εκατό να απλώνεται μουσικά από τους δίσκους 78 στροφών μέχρι την μέτζο σοπράνο Ράισι Στίβενς, να συνενώνει τους δόκτορ Τζέκυλ και Χάιντ με τα γεφύρια και το δημοτικό, την μυθολογία με την επιστήμη, το τραγικό με το κωμικό, το εφήμερο με το αιώνιο.

Μ’ εφαλτήριο αυτό τον αλλόκοτο αριθμό οι λέξεις πηγαινοέρχονται σε παρελθόν και παρόν αποδεικνύοντας ότι αλλάζουν οι χρόνοι, αναλόγως με την αφετηρία:

«… και μ’ ένα άθροισμα ανάποδων λέξεων θα αποταμίευε τον παρελθόντα καιρό. Αποκαμωμένος από την ειλωτεία του χρόνου, ψιθύρισε: «Ας πούμε ότι το τέλος προηγείται της αρχής, και το τέλος και η αρχή βρίσκονται πάντοτε εκεί, πριν από την αρχή και μετά το τέλος» [«Rewind»]

Αποταμιεύεται αλλιώς η νοσταλγία και το παρελθόν και η μνήμη επαναφέρει το ποιητικό παρόν [αν είναι ποιητικό] στην χρησμική του ικανότητα και αποκαλυπτική σημασία:

«Τι συμβαίνει εδώ;» είπε έκπληκτος στον χαρτοπώλη. «Ζήτησα εκατό φωτοκόπιες και παίρνω εκατό διαφορετικές εικόνες!»

«Είδατε, κύριε» απάντησε εκείνος, «πώς μια φωτογραφία κινητοποιεί τη μνήμη; Είδατε πόσα θυμόμαστε με μια εικόνα;»

«Μα εδώ βλέπω και μετά το θάνατό του! Βλέπω τα συμφραζόμενα του μέλλοντος» απάντησε.

«Ποιος σας λέει πως η μνήμη είναι μόνο παρελθόν;» είπε ο γηραιός χαρτοπώλης [«Φωτοκόπιες»]

Η συγγραφική απόπειρα, ακόμα κι αυτή, ειδικά αυτή, θα γίνει αφήγημα:

«Τι σε ώθησε να γράψεις τόσα κείμενα με θέμα το 100;» […]

«… Με γοήτευσε εν πρώτοις η αριστοκρατικότητα του αριθμού. Η υψηλή αισθητική και στο νόημα και στη γραφή. Νομίζεις ότι οι άλλοι αριθμοί 44, 67, 92, 136 είναι για το καθημερινό δούναι και λαβείν. Ενώ το 100, κοιτάζει τον κόσμο αφ’ υψηλού’ σαν να μην καταδέχεται την τριβή των αυξομειώσεων» […]

»Με έθελξε επίσης το γεγονός ότι κινητοποιεί, πραγματεύεται τη μνήμη, το χρόνο, ορίζει επετείους, προκαλεί εορτασμούς, δίνει πανηγυρικό τον τόνο. Κοντολογίς, είναι ένας αριθμός ωραιοπαθής, ραφινάτος, αποσταγμένος, ίσως και αποστειρωμένος, αλλά πάντως αισιόδοξος» […]

«.. Εγώ έχω εντελώς διαφορετική άποψη. Διερεύνησα την απαισιόδοξη πλευρά του: όταν ο αριθμός γίνεται όριο, ήττα, αποτυχία’ όταν συμμαχεί με τα στοιχεία της φύσης’ όταν λυσσομανά πάνω απ’ τη δυστυχία. Γι’ αυτό άφησα σε σένα τα αινίγματα του κόσμου, τα μυστήρια της ύπαρξης, σου παραχώρησα τον αστεισμό, σου κατέλιπα την ειρωνεία, τα πειράγματά σου και το παράλογο» [«Συνομιλία» ανάμεσα σε δόκτορ Χένρι Τζέκιλ και κύριο Έντουαρντ Χάιντ]

Έτσι, ο αριθμός εκατό θα κινηθεί με άνεση από την νίκη στην ήττα, απ’ τη ζωή στον θάνατο, από την ιστορία στην καθημερινότητα, από την ποίηση στο πεζό, απ’ τις τέχνες και την λογοτεχνία στις εφευρέσεις και στην επιστήμη. Από την φήμη και τη μυθολογία στο ιστορικό, από εκείνο που φαίνεται σε εκείνο που είναι, από την ύπαρξη στην ανυπαρξία:

«Ακούστε, νεαρέ. Αυτή η γυναίκα – που σε άλλη εκδοχή έχει και το όνομα Λένη- είναι το πρόσχημα. Αν το γεφύρι είχε κτιστεί, αυτή δεν θα υπήρχε. Η υστεροφημία της είναι ταυτισμένη με το θάνατό της. Με την ένστασή σας, την καταδικάζετε στην ανυπαρξία, της στερείτε την δια των στίχων αθανασία. Αυτό  επιθυμείτε;»

«Δεν ξέρω» απάντησε ο νέος. «Δεν ξέρω αν ο θάνατος ανταλλάσσεται με μια υποθετική αθανασία. Δεν ξέρω καν αν η ζωή εξαργυρώνεται μ’ ένα ποίημα. Ειλικρινά δεν ξέρω…»

Και η διαπίστωση στο φινάλε, αμείλικτη: «Βλέπετε, φίλε μου, στο θάνατό μας ερχόμαστε όπως είμαστε» [«Δημοτικό»]

Το αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, και το αίνιγμα του χρόνου που δένεται κόμπος και λύνεται ακριβώς στον ίδιο αριθμό. Χαριτολογώντας δεν λέμε ότι όταν κάποιος φτάσει τα εκτατό, ο Θεός μηδενίζει;

Ένα βιβλίο που αποτελεί ενσταντανέ ζωής, διαβάζεται αγραμμικά, παιγνιώδες και αποκαλυπτικό, τραγικό και ειρωνικό, ποιητικό – και γι’ αυτό χρησμικό- απ’ την αρχή έως το τέλος.

 

Γιάννης Ευσταθιάδης

Στους «ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ»: σωσίες της μοναξιάς

«Ο καθρέφτης είπε αυτό που έπρεπε να πει… Απλώς εσείς δεν μπορέσατε να τον ακούσετε… Εγώ είδα τον άνθρωπο που ψάχνετε, και μπορώ με λεπτομέρειες να σας τον περιγράψω»…

Αναζητώντας την απάντηση σε μια ερώτηση που δεν τολμήσαμε, ο Γιάννης Ευσταθιάδης, μετά τις αριστουργηματικές «Πορσελάνες» του όπου αναδείκνυε την ψυχή των πραγμάτων, αναζητά την ουσία του εαυτού. Σε μια ενδιαφέρουσα συλλογή με τον δικό του τρόπο, ακόμα ακατάταχτο. «Καθρέφτες» ο τίτλος του βιβλίου και στις 94 σελίδες του, το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός, της αλήθειας και του ψεύδους, του εαυτού και της αντανάκλασης, της ζωής και του θανάτου, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ατμοσφαιρικά, πρωτοπρόσωπα ή τριτοπρόσωπα, με διαλόγους ή μονολόγους, με αστυνομικό μανδύα, θεατρικό ή ποιητικό, άκρως υπαρξιακά, με καλοζυγισμένες λέξεις, στίξεις, παύσεις, υπαινιγμούς, σιωπές, αναζητούν την πεμπτουσία της ύπαρξης και της τέχνης και το μεγάλο τελικά αίνιγμά της.

Υπηρετώντας με “ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα”, κρυστάλλινη δεινότητα την γλώσσα, ο ποιητής – συγγραφέας χαρίζει χρόνο και χώρο στο αδιευκρίνιστο ανύπαρκτο, φωτίζοντας με γλωσσικές διαστάσεις το ανείπωτο και φευγαλέο: “Τα αορίστου χρόνου βλέμματα, τα παρατατικά του χαμόγελα, οι υπερσυνέλικες τύψεις του, έχουν αποθηκευτεί – σαν διαδοχικές επιστρώσεις παρελθόντος- πάνω στην ψυχρή γυάλινη επιφάνεια του καθρέφτη”.

Με μότο, φράση του Ίταλο Καλβίνο για του καθρέφτη τη μη βεβαιότητα, το βιβλίο ξεκινά τριτοπρόσωπα αναγνωρίζοντας στον καθρέφτη το “ανακλώμενο παρόν” και την ειλικρίνειά του σε σχέση με την φωτογραφική απεικόνιση. Ο καθρέφτης, σωσίας της μοναξιάς, αλλά και σκοτεινός, αινιγματικός, μπορχεσικός σωσίας, ως το τέλος.

Εξάλλου, ο συγγραφέας του ακολουθώντας φίνες εμμονές των προκατόχων του, στη συνέχεια συνομιλεί και μέσω κινηματογραφικού “Καθρέφτη” με τον Ταρκόφσκι, σε έναν πρωτοπρόσωπο μονόλογο. Η “Επάνοδος” τριτοπρόσωπη σου επιτρέπει “να δεις άζωστο τον εμφύλιο εαυτό” σου.

Κομβικά σημεία, εκτός τη μουσική που είναι πανταχού παρούσα (ως αναφορά, στη γλώσσα και στο κείμενο) και την διακειμενικότητα των κειμένων (Καθρέφτης του Ταρκόφσκι και “Το ρόδο του Παράκελσου” καθώς και τον καθρέφτη αυτόν καθ’ εαυτόν του Μπόρχες), το αίνιγμα του χρόνου (κηροσβέστης, ο χρόνος του Καφάβη αλλά και ο νηπενθής χρόνος του ανθρώπου και ο αρμονικός του συντακτικού και της γραμματικής), ο γρίφος της ύπαρξης, η μοναξιά, η πραγματικότητα και το όνειρο, η πίστη, η ψευδαίσθηση και ο λαβύρινθος (ακόμα μια αναφορά στον Μπόρχες).

Κινηματογραφικός ενίοτε (περιγράφοντας ξενοδοχεία, τόπους χρόνους), ψυχαναλυτικός και σπαρακτικά ειλικρινής “ζητά την εχεμύθεια του αόρατου” την ίδια στιγμή που αμφισβητείται ως η εικόνα και το είδωλο, ο ίδιος ο συγγραφέας την προσεγγίζει και την υπονομεύει.

Τρυφερός, ειρωνικός, εσωστρεφής ωστόσο και κινούμενος ανεπαισθήτως, αναδεικνύει όλες τις πιθανές δυνατότητες ενός καθρέφτη. Ψευδείς, κάποιες φορές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κηροσβέστη (Εσπερινοί Αντικατοπτρισμοί) και παραμορφωτικοί στην περίπτωση του καθαριστή στο “Mi nocke triste”: “νομίζεις πως δυο άνθρωποι χορεύουν ρυθμικά, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό”. Με την ψευδαίσθηση της συντροφιάς: “Δεν είναι μόνος πια.

Χιλιόμετρα χορού με έναν συνοδό της ζωής του που τον γνώρισε καλά, που τον συνήθισε, σχεδόν τον έχει συμπαθήσει” και με “Οδηγίες χρήσεως” ή ζωής, αμέσως παρακάτω.

Ο χώρος, είτε ξενοδοχείο ημιδιαμονής εφήμερος, είτε ανακριτικό γραφείο με δύο όψεις, είτε καθρέφτης σκοτεινός σαν την Κασσάνδρα ή τον μάντη Κάλχα, επιτρέπει να δεις ταυτόχρονα την βεβαιότητα και την ψευδαίσθηση. Ζητώντας αυτογνωσιακά τα… ρέστα: “Γιατί κατακερματίζεις τα αινίγματά μου;” Εξάλλου “Μια ανατομία της σκιάς που είμαστε”, δεν μας στερεί το ενδεχόμενο του θαύματος. Όλα είναι θέμα προσωπικής προσέγγισης:

“Βλέπετε, δεν μπορέσατε δυστυχώς να τον δείτε” είπε ο αλχημιστής στον αστυνόμο: “γιατί δεν ξέρετε να κοιτάτε έναν καθρέφτη… Είστε εγωιστής… αυτάρεσκος… νάρκισσος… Διακατέχεστε από ιδιοτέλεια του βλέμματος. Ήρθατε για να παρατηρήσετε, αλλά τόσο επηρμένος, που στην ουσία θέλατε να δείτε μόνο τον εαυτό σας… κι αυτό κάνατε… Διακατέχεστε από κατάφωρη επιθυμία για επιτυχία… Ενώ ο καθρέφτης επιβάλλει σεμνότητα, απαιτεί ταπεινοφροσύνη… Χρειάζεται να τον προσεγγίσουμε με άκρα γενναιοδωρία και αφιλοκέρδεια για να μας αποκαλύψει τα αινίγματά του…” Αποκαλύπτοντάς μας ταυτοχρόνως και τον τρόπο που προσεγγίζουμε αληθινά την τέχνη. Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που αντανακλά το πρόσωπό μας. Ο καθένας, όπως αντέχει και έως ότου ανέχεται τον καθρέφτη του. Άκρως ποιητικό και φιλοσοφικό, πυκνό, μελωδικό, αινιγματικά φωτεινό και ιαματικό σαν φάρμακο.

Η “Πορσελάνη” περιλαμβάνει 44 διηγήματα για νεκρές φύσεις όπως μας τις δίδαξε η ζωγραφική. Ισάριθμα αντικείμενα ή συνθέσεις αντικειμένων αφηγούνται ιστορίες, συμβάντα, περιστατικά και αποκωδικοποιούν τη ζωή. Ένα διαρκές παιχνίδι με τον παρελθόντα χρόνο και την πανταχού παρούσα μνήμη.

 

Για τα «Γραμμένα φιλιά», όλα είναι μνήμη και τρόποι συγγραφικοί.

«Πώς γέμισαν οι χώροι με εκατοντάδες προτομές σου; Πώς χαράχτηκες ξαφνικά σε κάθε τοίχο, σε κάθε επιγραφή, σε κάθε υλικό;
Αντικατοπτρίζεσαι σε όλες τις βιτρίνες που περνάω, ανασυντίθεσαι από τα σχήματα των πιδάκων. Είσαι σε όλες τις διαφημίσεις των δρόμων, καταναλώνοντας αναψυκτικά, δοκιμάζοντας ρούχα. Είσαι στις φωτεινές επιγραφές, επιστρέφοντας τη λάμψη στη διαρκή σκοτεινότητα. Ενσωματώνεσαι στο φωσφόριζαν ένδυμα νυκτόβιων τροχονόμων.
Σε περιέχουν όλοι οι καθρέφτες, σε κρατούν όλοι οι αντικατοπτρισμοί, σε ξαναπλάθει ο ατμός που βγαίνει από τις σχάρες των δρόμων, τα ξημερώματα.» 32 σύντομα πεζά, που ερωτοτροπούν με την επιστολική λογοτεχνία και αποτελούν “ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες”.

Και το 2002 «Με το Στόμα γεμάτο»: «Μικρές διηγήσεις ημερολογιακού χαρακτήρα, που χρησιμοποιούν σαν εύοσμο πρόσχημα την ανάμνηση της τροφής και διανύουν εύγευστα τη ζωή του συγγραφέα, από τη γέννησή του ως σήμερα, καθώς φαγητά και αποφάγια συμπλέουν με προσωπικά και κοινωνικά γεγονότα πέντε δεκαετιών.
Γλυκιά ή αλμυρή, πικρή ή όξινη, η αναδρομή στον άδειο χρόνο γίνεται πάντα με γεμάτο στόμα.»

Άπαντα τα ποιητικά πεζά του που θα μπορούσαν να είναι και ανοιχτή πληγή αν η γραφή του δεν ήταν τόσο πνευματική, υπερβατική.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top