Fractal

Ο ανατόμος της ορατής και αόρατης ζωής

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Γιάννης Ευσταθιάδης: «Διηγήματα 1993-2020: Ανοιχτό μικρόφωνο. Κλεινόν. Μαύρο εκλεκτό. Άνθρωποι από λέξεις. Δωμάτιο παντού» εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2022

 

Το έχω ξαναπεί, στον Γιάννη Ευσταθιάδη χρωστάμε πολλά: ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και, με το ψευδώνυμο Απίκιος, γαστρονομικά κείμενα. Εξάλλου βραβεύτηκε το 2012 με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, καθώς και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τα μουσικά και λογοτεχνικά του δοκίμια. Ευφάνταστος και ευρηματικός, ποιητικά αισθαντικός και ιδιοφυής, έχει τον τρόπο του να χαιρετά και να αποχαιρετά ο ποιητής βυθιζόμενος στον Κόσμο του Άλλου. Γίνεται ο Άλλος αλλά με έναν τρόπο δικό του, γεμάτο ενσυναίσθηση, σοφία, γνήσιο αίσθημα και σεβασμό.

Στο μαγικό κουτί του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι, με τους δυο συγκεντρωτικούς τόμους των διηγημάτων και των ποιημάτων του και μικρών πεζών, συμπεριλαμβάνεται το ποιητικό και φιλοσοφικό σύμπαν του Γιάννη Ευσταθιάδη, η περίληψη του Κόσμου μας, ορατού και αόρατου μέσα από διαφορετικό άλεφ κάθε φορά. Τις λέξεις, το μαύρο εκλεκτό, το εκατό, την πόλη, το δωμάτιο, την ακριβή πορσελάνη, τον καθρέφτη, τη γεύση αλλά ας τα δούμε με τη σειρά [μια και έχω την χαρά να έχω διαβάσει όλα τα έργα του, να περιμένω ανυπόμονα την επόμενη εκδοτική του δουλειά, να συγκινούμαι έως δακρύων κάθε μα κάθε φορά.

Εν τάχει: Στα διηγήματα της συλλογής «Δωμάτιο παντού» καταγράφονται οι περιπέτειες της μνήμης και τα ημίφωτα ή διαυγή απομεινάρια της. Στο «Άνθρωποι από λέξεις» αφουγκραζόμαστε τις υγρές λέξεις ερωτικού παραληρήματος ή τις παγωμένες και σκληρές λέξεις για τη φθορά των ανθρωπίνων σχέσεων. Στο «Μαύρο εκλεκτό» εναλλάσσεται το κλασικότροπο με το αντισυμβατικό και ο ρεαλισμός με το παράλογο της ζωής. Στο «Κλεινόν» συντίθεται μια φανταστική μαρτυρία επιφανών Αθηναίων για την πόλη τους. Στο «Ανοιχτό μικρόφωνο» ο εξομολογητικός χαρακτήρας συνυπάρχει με την αποτίμηση της ζωής ζώντων και τεθνεώτων.

Και αναλυτικά:

Στο «Ανοιχτό Μικρόφωνο. Μονόλογοι και ομολογίες», μνήμη σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής:
Τρεις σκέψεις καρφώθηκαν κάρβουνα αναμμένα τελειώνοντας το βιβλίο: η ποιητική, μαθηματική, πυκνή σκέψη του Γιάννη Ευσταθιάδη, ο σκουπιδοφάγος με την μορφή της υπερπληροφόρησης- παραπληροφόρησης του διαδικτύου και «Ο Φούνες ο Μνήμων» του Μπόρχες.
Έχοντας ήδη συνείδηση ότι αυτό κάνει ο Ευσταθιάδης, ποίηση ακόμα και με τα πεζά, και ότι όλα κινούνται γύρω από τον ίδιο άξονα, εν προκειμένω την Μνήμη και τον Θάνατο, τα μικρά «παράδοξα» κατά κάποιον τρόπο αινιγματικά, αλληγορικά, γριφώδη προσωπικά και μυθοπλαστικά ποιητικά αφηγήματα είναι ένας κύκλος που ολοκληρώνεται, κονσέρτο που ακούγεται μουσικά και σχεδόν αυτοαναιρείται από τον ίδιο τον συγγραφέα του ειρωνικά:
«Όλη μου τη ζωή έκανα αυτό που κάνετε- καλή ώρα εσείς: ηχογραφούσα. Παλιά, με μαγνητόφωνο σε μαγνητοταινία. Αργότερα, με κασετόφωνο σε πλακουτσωτές κασέτες… Τα τελευταία χρόνια αποθήκευα τις ηχογραφήσεις μου σε CD, και πρόσφατα αρκέστηκα να κάνω τις συλλογές μου – γιατί όχι;- με το κινητό μου… Στις συλλογές μου, που τις διασώζω σε διαφανή δοχεία μνήμης, συντηρούνται το αυτονόητο και το εξαιρετικό, το κοινότοπο και το παρανοϊκό. Αν ήθελα, με διάθεση σκωπτική και λεξιπλαστική να σας απαντήσω, θα έλεγα πως στα αρχεία περιλαμβάνονται:

ήχοι φύλλων

ήχοι φίλων

ήχοι φυλών

ήχοι ανέμων

ήχοι ανεμώνων

ήχοι α, ναι, μόνων

ήχοι ψιθύρων

ήχοι θυρών

ήχοι αυτοκινήτων

ήχοι ακινήτων

ήχοι με μέτρο

ήχοι σε μετρό

ήχοι λαλίστατοι

ήχοι ύστατοι

ήχοι του Έθνους

ήχοι του πένθους…» [Συλλέκτης]

«Με ένα μηχάνημα του μέλλοντος καταργώ τα τεκμήρια του παρελθόντος, μ’ έναν ήχο του παρόντος αρνούμαι την ύπαρξη του συντελεσμένου.

Χάρη σε μια διαβολική συσκευή, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της μνήμης μετατρέπονται σε κάτι που μοιάζει με υγρή άμμο ή λάσπη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να θυμάμαι- κάθε άλλο. Όμως θέλω μια μνήμη χωρίς τέχνη- τα βοηθήματα, χωρίς εικονική υποστήριξη, χωρίς τεκμήρια. Θέλω μια μνήμη σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής, με κλειστά μάτια.

Αρνούμαι να γίνεται η μνήμη εύκολη υπόθεση» [Σκουπιδοφάγος]

Και όλες οι ιστορίες του βιβλίου, κατά έναν τρόπο, ήχοι του πένθους: Ο σεφ που αυτοπυροβολείται στο στόμα μετατρέποντας τον θύλακο της γαστρονομίας σε «οδό του θανάτου», συναρμόζοντας έτσι «την εφήμερη ευτυχία με τη μελαγχολία της διάρκειας». Ο πιανίστας που ονειρεύεται το δεξί του χέρι που έχασε στον πόλεμο να ενορχηστρώνει κονσέρτα στα πεδία των μαχών, σκεπάζοντας με θρηνητικές συγχορδίες την επικράτεια του θανάτου. Ο συνθέτης που οραματίζεται τον θάνατο σαν το μεγαλειωδέστερο έργο τέχνης του Εωσφόρου, αμφισβητεί το μεγαλείο αυτής της διαβολικής δημιουργίας, καθώς σκέφτεται πως ο θάνατος ήταν «ένα ασήμαντο, καθημερινό έργο ρουτίνας του Εωσφόρου». Ο Κορωνοϊός που γίνεται ένα παραμύθι θανάτου στα χείλη της θείας Λένας ξεκινώντας από την Κίνα και σκοτώνοντας πρώτα όλους τους ήρωες του παραμυθιού, απειλεί τα παιδιά.

Σε κάποιες ιστορίες κινδυνεύουν οι λέξεις. Σε άλλες, εκλιπαρεί ο συγγραφέας για λίγο χρόνο ή για μια τρυφερή λέξη στον τηλεφωνητή κι αλλού ξεφλουδίζει την ύπαρξη ως το κουκούτσι της, ανελέητα…

«”Ευσταθιάδη”

Κι ύστερα πάλι

“Ευσταθιάδηηη”

Ηχώ πάνω στην ηχώ και ο ήχος που εξασθενούσε, κράταγε μόνο καταλήξεις

“…άδει, άδειει”…..

Άλλωστε, σκέφτηκα, οι ήχοι, οι φωνές ορθογραφία δεν γνωρίζουν, και ίσως αυτό που άκουσα τότε, να είναι πια σήμερα.

“Ευσταθιάδη… άδη… Άδη…”»

Μικρές ιστορίες που θυμίζουν γοτθικούς γρίφους, μανιάτικα μοιρολόγια- τραγούδια και μαύρα παραμύθια με υλικά που γνωρίζει καλά κι αγαπά ο συγγραφέας (μουσική, ποίηση, λογοτεχνία, γαστρονομία) που αποτελούν μελέτη θανάτου κατά τον Σικελιανό άρα ακριβή φιλοσοφική στάση ζωής.

 

Γιάννης Ευσταθιάδης

 

Στο «Κλεινόν»:

Συνηθίζει ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης να μας δίνει με τους τίτλους του την «περίληψη του Κόσμου». Το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης που προκύπτει από μιαν ανάγνωση προσεκτική. Να μας προσφέρει γενναιόδωρα εξ αρχής την πρόθεση. «Πορσελάνη» [2008] και η θέαση του κόσμου μέσα από μικροαντικείμενα πορσελάνινα. «Καθρέφτης» [2010], οι πολλές εκδοχές, οι άπειρες εκδοχές, του ενός. «100» [2013] όλη η σοφία του κόσμου και όλες οι εκφάνσεις με επίκεντρο έναν αριθμό. «Μαύρο εκλεκτό» [2015], η συμφωνία του μαύρου, η θέαση του κόσμου μέσα από ένα χρώμα που είναι όλα τα χρώματα.

Με το «Κλεινόν» [2016] «βλέπει» από κάθε θέση την Αθήνα. Επιλέγοντας για «μάτια του» τα πιο εκλεκτά. Αγαπά με όλους τους τρόπους την Αθήνα. Αγαπώντας την μέσα από κάθε ύψιστη ματιά. Προσπαθεί και καταφέρνει να δει ή να αναδείξει την Αθήνα μέσα από τα μάτια του Δημήτρη Πικιώνη, του Γιάννη Τσαρούχη, της Ελένης Παπαδάκη, του Σπύρου Λούη, του Κώστα Λινοξυλάκη, του Γεώργιου Παπανδρέου, εξάλλου την Αθήνα κι ο ίδιος την αγάπησε και περιδιάβηκε παιδάκι κατεβαίνοντας τη Σταδίου με το ποδήλατο γνωρίζοντας τον κόσμο και τον έσω κόσμο, τον εαυτό.

Εξάλλου, διαθέτει την ικανότητα. Με την σπουδαία γνώση ποίησης, μουσικής, γαστρονομίας και ύψιστης αισθητικής, γνωρίζοντας όσο λίγοι την γοητεία της οικονομίας του λόγου, συγκεντρώνει το Σύμπαν σ’ αυτή την πόλη που υπήρξε η Πόλη του και τον ακολουθεί.

Για το χατίρι της κατορθώνει ένα βιβλίο σχεδόν ακατόρθωτο: μια συμφωνία πολυφωνική. Τριάντα πρόσωπα και μέσα από τις φανταστικές αφηγήσεις τους, «καταθέτουν την άποψή τους για την πόλη», ο Γιάννης Ευσταθιάδης με τις γνώσεις του και με την ευαισθησία του μπορεί να το κάνει, μπορεί να αντικρίσει και να αγαπήσει πολύ την ίδια πόλη, αναμειγνύοντας γεωγραφία, πολεοδομία, τέχνες, μουσική, αθλητισμό, πολιτική ζωή.

Όλοι χωράνε εδώ, σ’ αυτό το μικρό, πυκνό, μαγικό βιβλίο: γλύπτες, πολεοδόμοι, ζωγράφοι, μουσικοί, συγγραφείς, αθλητές, πολιτικοί, μαίες, ηθοποιοί. Με την ύψιστή τους στιγμή. Το συλημένο τους άγαλμα, την άδικη εκτέλεση, την νίκη τους ή την ήττα τους την θρυλική. Αποκαλύπτοντας ταυτοχρόνως εκτός από τους κρυφούς αρμούς της πόλης και τους μύχιους εαυτούς, τα μυστικά πρόσωπα της ζωής. Έτσι βλέπουμε τον Πικιώνη να πίνει καφέ στον Λουμπαρδιάρη, τον Σπύρο Λούη να τερματίζει, την Ελένη Παπαδάκη να μιλά για την εκτέλεσή της, τον Κώστα Χατζηχρήστο να εξηγεί τον Θύμιο του με προάγγελό τους μέσα από αποσπάσματά τους για το κλεινόν άστυ τον Τίτο Πατρίκιο, τον Παναγιώτη Σούτσο, τον Ροϊδη, τον Μένη Κουμανταρέα, την Μαρία Μήτσορα και τον Καβάφη.

Συνθέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ζεύγη απίθανα, σε μια πολυφωνική συμφωνία με επίκεντρο μια πόλη που είναι το άλεφ του: η γενέθλια πόλη, ο μοχλός κατανόησης της ζωής, εκείνο που είναι και το άλλο που βλέπει, σε ένα βιβλίο που διαθέτει ταυτοχρόνως την ιδιαίτερη ρυμοτομία του εσωτερική και εξωτερική. Τον καθορίζει, ετεροκαθορίζοντας την Πόλη του. Αυτοβιογραφείται τρόπον τινά, βιογραφώντας και υμνώντας κι αγαπώντας και κατηγορώντας αυτήν.
Είμαστε η πόλη μας, ο τόπος μας, εξάλλου, έτσι δεν γίνεται και στη ζωή;
Το αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μικρό βιβλίο που είναι όλα: η γεωγραφία και η ιστορία, η ποιητική και η αρχιτεκτονική, η ποίηση και η μουσική, η πολιτική και η υποκριτική, η γλυπτική και η φιλοσοφία μιας πόλης που είναι η άποψη και η θέαση, το μυστήριο και η ερμηνεία καθ’ αυτής της ζωής.
Ας μη ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι κατά βάσιν υπαρξιακός συγγραφέας και ποιητής.
Εν κατακλείδι, ένα καλειδοσκοπική συλλογή με τις πολλαπλές εκδοχές της ζωής.

Στο «Μαύρο εκλεκτό»: Το νουάρ της ζωής

14 νουάρ διηγήματα. Όπου ο έρωτας εκεί και η ψευδαίσθηση, η εξαπάτηση και η μοναξιά. Όπου η ανάμνηση εκεί και η επιλεκτική μνήμη. Όπου η ζωή εκεί και η κλεψύδρα που άδειασε. Η ταινία που ξετυλίγεται αντίστροφα εφόσον όπου η αρχή εκεί θα βρεθεί και το τέλος. Με όλους τους τρόπους: ζωή και μυθιστορία και όνειρο. Λογικά και παράλογα. Φυσικά και υπερφυσικά. Ωστόσο πάντα λεπταίσθητα, με μαθηματική ποιητική γλώσσα, ειρωνικά, με πλάγιο κοίταγμα, υπαινικτικά, αινιγματικά, ψύχραιμα μα ωστόσο φίνα και ανεπίστρεπτα μαύρα. Ο Γιάννης Ευσταθιάδης βραβευμένος για την αριστοτεχνική μικρή φόρμα του, σε διηγήματα και δοκίμια, παραμένοντας ωστόσο πάντοτε ποιητής, σε έναν κύκλο ζωής μουσικά και εικαστικά με εργαλεία τις λέξεις ερευνά το ανθρώπινο αίνιγμα, δράμα.

“«Σας ζητώ να γράψετε ένα κείμενο για τον θάνατό μου… ή, μάλλον, να περιγράψετε τον θάνατό μου. Μου έχουν πει πως έχετε ιδιαίτερη ικανότητα στην περιγραφή. Αναδεικνύεται λεπτομέρειες, καταγράφετε χρωματισμούς, γενικώς η πένα σας είναι ολοζώντανη».

«Και με μια ολοζώντανη πένα θέλετε να περιγράψω ένα θάνατο;» ρώτησα.”

Κι ωστόσο ναι, με μια ολοζώντανη πένα ο Γιάννης Ευσταθιάδης περιγράφει τον Θάνατο. Με γενναιότητα και ακρίβεια, με αισθησιασμό και ηρωϊκό βηματισμό, ηττημένος στο τέλος αλλά ο απόλυτος νικητής ωστόσο: αναποδογυρίζει τον χρόνο, κατορθώνοντας το ακατόρθωτο. Γυρίζει την κλεψύδρα ανάποδα και επιστρέφει εκεί απ’ όπου κανείς ξεκίνησε: στην αρχή.

Αυτός ο κύκλος ζωής, αρχίζει ανώδυνα και ανυποψίαστα, ωστόσο. Με μια οδοντόβουρτσα («Η οδοντόβουρτσα») στο διήγημα της αρχής. Η διαπίστωση του τέλους ενδεχομένως να σηματοδοτεί και το τέλος της σχέσης: «Αισθάνθηκε πως τα λόγια ήταν αλληγορικά, πως συγκάλυπταν άλλα νοήματα, σαν τρελαμένη πυξίδα που υποδεικνύει λάθος προσανατολισμό, ανατρέποντας την καθεστηκυία τάξη των συναισθημάτων». Κάτι που πραγματοποιεί σε όλα του τα διηγήματα ο ίδιος «ο ποιητής».

Ο «Δείκτης προστασίας» είναι η απότομη ερωτική ενηλικίωση όπως ο αφηγητής μας θυμάται.

Στο «Μαύρο κουτί» είναι το «μαύρο κουτί» μιας ζωής. Καταδικασμένης εκ των υστέρων σα να ήταν ατύχημα.

«Ο βελονισμός» είναι η μεγάλη διάσταση ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Το πώς μπορεί ένας ηλικιωμένος πίσω από το παραβάν να μας φανεί από τους ήχους μια θελκτική γυναίκα. Όπως εκείνο το φτερούγισμα που δεν ξέρουμε αν «αναγγέλλει ύπνο ή θάνατο».

Στο «Rewind» μια ερωτική απιστία θα προξενήσει εκ των υστέρων συναισθηματικό παροξυσμό.

Στο «Επ’ αμοιβή» το υπαρξιακό σασπένς καταλήγει σε αστυνομικό περιστατικό. Κάποιος παραγγέλλει σε συγγραφέα

έναν θάνατο: «Είστε κάτι σαν αστρολόγος που προβλέπει τα μελλούμενα- σημειώστε πως είμαι Τοξότης-, είστε οιωνοσκόπος που μελετά τα ανεξερεύνητα, κληρικός που δεν ψάλλει τα αναστάσιμα, στατιστικολόγος που κάνει αναγωγή στη μονάδα, δηλαδή σ’ εμένα. Πώς θα πεθάνω; Επινοήστε το. Κατονομάστε το. Περιγράψτε το. Έστω συμβολικά, μια και καθώς μου είπαν είστε συμβολιστής». Αλλά δυστυχώς για τον παραγγελιοδόχο, ο συγγραφέας μας είναι νατουραλιστής.

Ο «Σιωπηλός μάρτυρας» αποτελεί φόρο τιμής στον Χίτσκοκ. Η διακειμενικότητα των κειμένων είναι – οφείλουμε να πούμε- αριστοτεχνική. Καταλήγοντας σε εκείνο το ανυπέρβλητο «Όλα τ’ άλλα είναι αναμνήσεις, Άννα… Μόνο εσύ είσαι μνήμη». Διαχωρίζοντας μια για πάντα την ανάμνηση από τη μνήμη.

Με το «Μαύρο φόρεμα» μια γυναίκα πενθεί για τη ζωή της. Όλοι οι ήρωες των διηγημάτων, εξάλλου, κατά κάποιο τρόπο πενθούν για τη ζωή τους. Το οικογενειακό μυστικό ασήκωτα βαρύ.

«Η τρίλια του διαβόλου» είναι ένα σπουδαίο νουάρ αστυνομικό διήγημα. Καθώς και η ζωή που αντιγράφει την Τέχνη. Ένας συγγραφέας κατορθώνει το λογοτεχνικό έργο του να το κάνει και έργο ζωής. Εξάλλου «Η τέχνη έχει πάντα την δυνατότητα να επινοεί πράγματα που η πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, τα επιβεβαιώνει». Αποδεικνύει πως «η λογοτεχνία μπορεί ακόμα να κινητοποιεί».

Στο «Eros…», ο «Eros» «Error» με όλους τους τρόπους: αναμνήσεις, μαγνητοφωνημένα λόγια, φωτογραφίες και, τελικά, υπολογιστής.

«Ο παλαιός ήλιος» υποδεικνύει τις εκ των υστέρων συνέπειες. Επειδή ακόμα και το πρόσφατο «δεν πρόκειται για κάτι

πρόσφατο»: «Εννοώ πως μπορεί να είναι ένα συμβάν της νεανικής σας ηλικίας, ακόμα και της παιδικής, μπορεί να είναι οι ακτίνες ενός ήλιου πολύ παλιού που εμφανίζονται στο μέτωπό σας σήμερα». Ο θεραπευτής είναι σαφής. Και ο συγγραφέας σ’ αυτή τη συλλογή λειτουργεί ακριβώς ως «ο θεραπευτής».

Στο «Συμβάν» με σοκαριστικό τρόπο μας αποκαλύπτεται ακριβώς ό,τι απομένει.

«Η προσωπογραφία» είναι πιο σύνθετη και εντελώς παραβολική. Θυμίζει την περίφημη αυτοπροσωπογραφία του Μπόρχες και συνεχίζει πιο κάτω: «Κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ πως το πρόσωπο που ονειρεύτηκα, επινόησα ή θυμήθηκα, ήταν το δικό μου. Έφτιαξα την αυτοπροσωπογραφία μου. Με μόνη διαφορά: δεν ζωγράφισα αυτό που είμαι, αλλά αυτό που θα ήθελα να είμαι». Είναι αυτός καθ’ αυτός ο μηχανισμός της γραφής.

Το καταληκτικό «Μαύρο εκλεκτό» επιτυγχάνει, όπως προείπαμε το ανυπέρβλητο. Ο συγγραφέας και οι λέξεις: «Είναι μόνος. Με τα σημεία στίξεως προσπαθεί να δώσει την έμφαση που λείπει από το διαλυμένο συντακτικό των περασμένων του χρόνων». Επιχειρεί και το κατορθώνει «φεύγοντας» να επιστρέψει ακριβώς στην αρχή.

14 διηγήματα που θα μπορούσε να είναι το κατακερματισμένο σπονδυλωτό μυθιστόρημα της ζωής. Με όλους τους λογοτεχνικούς τρόπους, εξαντλώντας αισθήσεις, και παίζοντας με τον χρόνο. Πενθώντας για τη ζωή και τη ζωή τους οι ήρωες μα ωστόσο νηφάλιοι πρωταγωνιστές. Όπως ακριβώς και ο εξαιρετικός αφηγητής.

 

Στο «Άνθρωποι από λέξεις»

Με δάνειο τίτλο από ποίημα του Wallace Stevens, το βιβλίο “Άνθρωποι από λέξεις” απαρτίζεται από τρία διηγήματα μεγάλου μήκους – χαρακτηρισμός που αναφέρεται τόσο στην έκταση όσο και στην κινηματογραφική τους δομή.
Άνθρωποι φτιαγμένοι από υγρές λέξεις ερωτικού παραληρήματος (“Ο Έψιλον έρως”), άνθρωποι από δόλιες λέξεις ραδιουργίας και φενακισμού (“Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα”) ή άνθρωποι από λέξεις παγωμένες και σκληρές, για τη φθορά των ανθρωπίνων σχέσεων (“Δον Ιωάννης”).

 

Και στο «Δωμάτιο παντού»:

“Αισθάνεται ένοχος μνήμης, αισθάνεται άτομο με ειδικές ανάγκες λησμονιάς, θέλει να ξεχάσει και να ξεχαστεί, θέλει να βαδίσει μόνος σε σιωπηλούς νεκρότοπους.”
Στα 17 σύντομα, ως επί το πλείστον, διηγήματα αυτού του βιβλίου, περισσότερο και από τους ήρωες πρωταγωνιστεί η ροή του χρόνου και η τελεσίδικη μελαγχολία της. Το “Δωμάτιο παντού” αφηγείται -σαν σπουδή πάνω στο συντελεσμένο- τις περιπέτειες της μνήμης και τα ημίφωτα ή διαυγή απομεινάρια της

Μια μεγάλη δωρεά του Κόσμου του Ποιητή που δικαιώνει και «όσους τον έχουν χαρακτηρίσει «μάγο των λέξεων» και «ορκισμένο στιλίστα» της ελληνικής λογοτεχνίας».

Όσο για μένα, πάντα πάντα, με κάθε βιβλίο του, κάθε του κείμενο, μού ξεκλειδώνει κόσμους και την ίδια μου την ψυχή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top