Fractal

«Αυτοί που θα γράψουν την Ιστορία, θα είμαστε οι άπιστοι, οι ασεβείς, οι ειδωλολάτρες, οι πότες, οι λιμπερτίνοι. Εμείς».

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Leila Slimani «Η χώρα των άλλων», Μετάφραση: Κλαιρ Νεβέ, Μανώλης Πιμπλής, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Μόλις είκοσι ετών ήταν η Ματίλντ όταν ερωτεύτηκε τον Αμίν. Μια μικρή, φιλόδοξη Γαλλίδα που περιμένει να τελειώσει ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος για να ακολουθήσει στην πατρίδα του τον όμορφο Μαροκινό στρατιώτη που πολεμούσε στο πλευρό της δικής της πατρίδας.

Ο παθιασμένος μυθιστορηματικός έρωτας δεν ανασαίνει ωστόσο όπως εκείνη τον φανταζόταν σε τόπο εξωτικό. Στο χωριό του Αμίν, στην άγονη γη του αγροκτήματός του, η επικοινωνία τους μεταβάλλεται σε σιωπή. Η καινούρια της οικογένεια, άνθρωποι πληκτικοί, αδιάφοροι και τυπολάτρες. Η νοσταλγία της για την Γαλλία όλο και μεγαλώνει και η μικρή της κόρη, η Αϊσά, δεν καταφέρνει να στάξει βάλσαμο στην πονεμένη της ψυχή.

«Όταν πήγε στο Μαρόκο, ήταν ακόμα παιδί. Και είχε αναγκαστεί να μάθει, μέσα σε λίγους μήνες, να αντέχει τη μοναξιά και τη ζωή της νοικοκυράς, να υπομένει έναν τραχύ άντρα και μια ξένη χώρα. Είχε φύγει από το σπίτι του πατέρα της και είχε πάει στο σπίτι του συζύγου της, αλλά είχε το αίσθημα ότι ούτε πιο ανεξάρτητη είχε γίνει ούτε μεγαλύτερη εξουσία είχε αποκτήσει…. Επίσης, δεν ήταν καλή στην ανατροφή του παιδιού της, ούτε είχε υπομονή μαζί του. Κάποιες φορές, όπως κοιτούσε το κοριτσάκι της, της φαινόταν φριχτό, βάναυσο, απάνθρωπο. Πώς μπορούσε ένα παιδί να μεγαλώνει άλλα παιδιά; Είχαν ανοίξει αυτό το νεανικό σώμα και είχαν βγάλει από μέσα του ένα αθώο θύμα που εκείνη δεν ήξερε πώς να το υπερασπιστεί».

Μα και ο Αμίν αρχίζει να δυσφορεί με την επιπόλαιη γυναίκα του, που δεν είναι δυνατή, που δεν γίνεται όσο σκληρόπετση χρειάζεται, που χύνει δάκρυα ποτάμια με το παραμικρό. Κι αρχίζει να θυμάται όλο και λιγότερο την εποχή που:

 «Τον διασκέδαζε, εκείνον που δεν ήξερε να γελάει με την καρδιά του, που έβαζε πάντα τα χέρια του μπροστά στο στόμα, λες και η χαρά ήταν το πιο επονείδιστο και το πιο αισχρό πάθος».

Ο Αμίν, παλεύει καθημερινά να βαδίζει στα βήματα εκείνων των υπομονετικών και σοφών ανθρώπων που είχαν πραγματοποιήσει πειράματα σε άγονα εδάφη, εκπαιδεύει εργάτες, εκβραχίζει, σπέρνει, θερίζει, ανοίγει πηγάδια, δοκιμάζεται. Η Ματίλντ από την άλλη, αν και περήφανη γι’ αυτόν, θυμώνει με την διαρκή απουσία του, σέρνεται μέσα στο ζεστό σπίτι και εκτελεί τα καθημερινά της καθήκοντα με κινήσεις κοπιώδεις, αργές. Νιώθει μόνη, ανίκανη να παίξει σωστά τον δύσκολο ρόλο της μάνας για τα δύο – πλέον – παιδιά της, το ίδιο διάστημα που η κοινωνία γύρω της αρχίζει να βράζει μέσα στο εκρηκτικό καζάνι του ξεσηκωμού ενάντια στους αποικιοκράτες και δημιουργούνται μυστικές οργανώσεις οι οποίες καλούν σε ένοπλο αγώνα διεκδίκησης της ανεξαρτησίας.

Το ζευγάρι αρχίζει να καυγαδίζει, να απομακρύνεται όλο και περισσότερο, με την δυστυχία να τους χτυπάει δυνατά την πόρτα. Ο Αμίν δυσφορεί με την απόφαση της γυναίκας του να στείλει την κόρη τους σε χριστιανικό σχολείο, θυμώνει. Και η μικρή Αϊσά φοβάται, απομονώνεται. Από τους γονείς της που νιώθει ότι την εγκαταλείπουν, από τις συμμαθήτριές της που δεν την αποδέχονται.

«Όμως εκείνη τη νύχτα, καθώς η απογοήτευση την εμπόδιζε να κοιμηθεί, η Αϊσά είχε ακούσει τους γονείς της να τσακώνονται. Ο Αμίν ήταν θυμωμένος με αυτό το χριστιανικό σχολείο, όπου η κόρη τους δεν είχε καμία θέση. Η Ματίλντ, μέσα στους λυγμούς της, καταριόταν την απομόνωσή τους. Έτσι, από τότε, δεν έλεγε τίποτα. Δεν μιλούσε στον πατέρα της για τον Ιησού. Κρατούσε μυστική την αγάπη της γι’ αυτόν τον μισόγυμνο άντρα που της έδινε τη δύναμη να συγκρατεί την οργή της».

Η Ματίλντ, χωρίς δικά της χρήματα, χωρίς δική της ζωή ουσιαστικά, νιώθει εξαρτημένη, υποτελής και αυτό την σκοτώνει. Παρόλα αυτά, «μίσησε τον εαυτό της που δεν ήξερε τι σημαίνει παραίτηση, που δεν θυσίαζε τον εαυτό της σαν την πεθερά της, που ήταν τόσο ελαφριά και επιπόλαιη».

Το πάθος για εκσυγχρονισμό και η κοινή προσδοκία να έχουν όλοι οι άνθρωποι ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της προόδου, φέρνει και πάλι το παράξενο ζευγάρι κοντά. Ωστόσο, το υποτυπώδες ιατρείο στο οποίο η Ματίλντ μετατρέπει το σπίτι τους, αποτελεί αντικείμενο έριδας από την αρχή, χωρίς να μειώνεται η αποφασιστικότητα και των δύο στο ελάχιστο. Όλα μοιάζουν να κινούνται μέσα στον ατελείωτα φαύλο κύκλο της επανάληψης, με μοναδικό αρωγό την ειλικρινή αγάπη.

Με περιγραφικότατες εικόνες γεμάτες μελαγχολικό λυρισμό, με γλώσσα λιτή αλλά έως και ποιητική σε αρκετές σελίδες, η συγγραφέας στήνει την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, σε μια χώρα που όλοι μοιάζουν να ζουν σαν να είναι «η χώρα των άλλων». Οι γυναίκες στη χώρα των αντρών, οι Μαροκινοί στη χώρα των αποικιοκρατών και οι Γάλλοι στη χώρα των αλλόθρησκων. Ακριβώς όπως και οι κεντρικοί ήρωες: Ο Αμίν, που απωθείται από τους Γάλλους αλλά είναι παντρεμένος με Γαλλίδα της οποίας την άρνηση να υποταχθεί δεν κατανοεί αλλά ταυτόχρονα νιώθει περήφανος για την αποφασιστικότητά της. Και η Ματίλντ, που αγαπά τον άντρα της αλλά στερεύει διαρκώς από ζωντάνια και αισθάνεται να μην ανήκει πουθενά. Ένα πρόσωπο πολύπλοκα γοητευτικό η Ματίλντ, όχι πάντα αξιαγάπητο, όπως άλλωστε είναι όλοι οι άνθρωποι πολύ συχνά.

Πρόκειται εν κατακλείδει, για ένα δυνατό μυθιστόρημα, μια οικογενειακή σάγκα σκηνοθετημένη με μαεστρία, για να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη και να γεννά διαρκώς αντικρουόμενα συναισθήματα.

 

Leila Slimani

 

Εντυπωσιακοί δευτερεύοντες χαρακτήρες, αναδύουν τον ουσιώδη ρόλο τους σελίδα τη σελίδα. Σαν την χήρα μάνα Μουιλάλα με τα ροζιασμένα χέρια, την υποταγμένα βασανισμένη αλλά σε πλήρη σύμπνοια με τις συνθήκες της ζωής της. Ή, σαν τον Ομάρ, τον αδερφό του Αμίν, τον καταπιεσμένο επαναστάτη, τον παρορμητικό και ανυπόμονο για ένοπλο αγώνα:

«Ο Ομάρ καταριόταν αυτή την πόλη, αυτή την σάπια και συμβιβασμένη κοινωνία, αυτούς τους αποίκους και αυτούς τους στρατιώτες, αυτούς τους αγρότες και αυτούς τους λυκειόπαιδες, που ήταν πεπεισμένοι ότι ζουν στον παράδεισο. Για τον Ομάρ, η δίψα για ζωή πήγαινε μαζί με την επιθυμία να τα διαλύσει όλα: να διαλύσει τα ψέματα, να καταστρέψει τις εικόνες, να κονιορτοποιήσει τη γλώσσα, τα ρυπαρά σπίτια, ώστε να αναδυθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, στην οποία θα μπορούσε να είναι ένας από τους επικεφαλής».

Αν και η πλοκή δεν είναι ιδιαίτερα γοργή σε αυτό το πρώτο μέρος μιας τριλογίας η οποία διαφαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, η αφήγηση είναι συναρπαστικά ρέουσα, χωρίς περιττές φλυαρίες αλλά με απόλυτη σαφήνεια και γλαφυρότητα. Ένα βιβλίο που στην ουσία, αφορά τον οποιονδήποτε αισθάνεται ότι βρίσκεται – εκών άκων – πολυμορφικά «έτερος», αποκλεισμένος.

Η συγγραφέας, έχοντας στο αίμα της και τις δύο πατρίδες, και τους δύο πολιτισμούς, ανιχνεύει με ενάργεια το αγεφύρωτο χάος και την αναγκαία ενσωμάτωση, το αίσθημα της ξενότητας και την διαφορετικότητα ως φυσική άμυνα, αποφεύγοντας ωστόσο πολύ προσεκτικά τις απόλυτες θέσεις και τους διδακτισμούς, πλην της κάθετα ενάντιας στην αποικιοκρατία άποψης. Ο Σλιμανί γράφει Ιστορία μέσα σε αυτό το μυθιστόρημα, σύμφωνα και με δική της φράση:

«Αυτοί που θα γράψουν την Ιστορία, θα είμαστε οι άπιστοι, οι ασεβείς, οι ειδωλολάτρες, οι πότες, οι λιμπερτίνοι. Εμείς».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top