Fractal

«Σε τι λοιπόν χρησιμεύει η ουτοπία; Για να προχωράμε»

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού //

 

Ευστράτιος Τζαμπαλάτης, «Εκεί που ανθίζουν οι φτωχοί», εκδ. Νησίδες

 

Εκεί που ανθίζουν οι φτωχοί υπάρχει μεγαλύτερη ανθρωπιά και αγάπη. Εκεί που ανθίζουν οι φτωχοί, ανάμεσα στα ερείπια και στα γεμάτα μούχλα και υγρασία σπίτια, υπάρχει ακόμη ομορφιά και οι άνθρωποι έχουν το σθένος να αγωνιστούν για μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο αύριο. Γιατί η ζωή είναι ένας αέναος αγώνας, από τη στιγμή της γέννησής μας μέχρι και τον θάνατο. Οι φτωχοί άνθρωποι, οι παραμελημένοι, οι κακοποιημένοι στα παιδικά τους χρόνια, οι εργάτες που αγωνίζονται καθημερινά για το μεροκάματο, πάντοτε θα αγωνίζονται για μία καλύτερη ζωή.

Αυτό είναι το απόσταγμα των εβδομήντα πέντε-περίπου-σύντομων κειμένων που συγγράφει ο Ευστράτιος Τζαμπαλάτης στο βιβλίο του με τίτλο “Εκεί που ανθίζουν οι φτωχοί“.

Το βιβλίο αυτό είναι πολλά πράγματα. Οπωσδήποτε δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι τόσο ένα επαναστατικό μανιφέστο, όσο και ένα εγχειρίδιο με οδηγίες για μία καλύτερη ζωή, αλλά και μία μερική αυτοβιογραφία του Τζαμπαλάτη, του ρομαντικού αυτού αναρχικού ιδεαλιστή.

Το “Εκεί που ανθίζουν οι φτωχοί” είναι ένα απάνθισμα κειμένων που περιέχουν αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα, εικόνες από τη Θεσσαλονίκη των παιδικών και των νεανικών του χρόνων και, κυρίως, σκέψεις. Σκέψεις για τον κόσμο που μας περιβάλλει, για τη φτώχεια και τη δυστυχία που βιώνουν οι απλοί προλετάριοι, για τις γυναίκες που υποτάσσονται στην πατριαρχία και για τα παιδιά που κακοποιούνται καθημερινά.

Ο Τζαμπαλάτης είναι ένα ανήσυχο και ευαισθητοποιημένο στα κοινωνικά προβλήματα του καιρού του πνεύμα που όμως δεν κουράζεται να αγωνίζεται καθημερινά για έναν καλύτερο κόσμο χωρίς ταξικά στεγανά και χωρίς δυστυχία. Από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του, αναμφίβολα τα πιο “δυνατά”, εκείνα στα οποία υψώνει με μεγαλύτερο ανάστημα την κραυγή αγωνίας του είναι τα “Βούλωσ’ το”, “Υπερασπίζομαι” και “Δεν χωράω“.

Αν αξίζει να αγωνιστούμε για κάτι ρισκάροντας ακόμη και την ίδια τη ζωή μας, αυτό είναι για την αναρχική ουτοπία στην οποία κανένα παιδί δεν θα είναι ρακένδυτο και πεινασμένο, φοβισμένο και παγωμένο“.

Ο Τζαμπαλάτης, αξιοποιώντας τις αρχιτεκτονικές και γραφιστικές σπουδές του, σχεδιάζει στο βιβλίο του τις κατόψεις των διαφόρων σπιτιών όπου κατοίκησε και προσφέρει στον αναγνώστη και από μία ιστορία για καθένα από αυτά, κατά κύριο λόγο αυτοβιογραφική. Δίνει επίσης μεγάλη σημασία στην τοπογραφία της γειτονιάς όπου μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και μας περιγράφει όλα εκείνα τα παιχνίδια που έκανε μικρός σε εκείνες τις γειτονιές, πάντοτε όμως σε αναλογία με τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Ο Τζαμπαλάτης φαίνεται να πιστεύει ότι τα ερείπια που αντικρίζουμε γύρω μας αντικατοπτρίζουν και τα ερείπια της ψυχής μας. Έτσι τα ερείπια της πόλης μετατρέπονται και σε ερείπια της κοινωνίας. Η σημερινή παρακμή, επομένως, είναι κάτι που μπορούμε να το δούμε παντού γύρω μας-και μέσα μας.

Οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν ξεχωριστή θέση στο έργο του, αφού ο συγγραφέας φαίνεται να τα εκτιμά ιδιαίτερα. Πιστεύει στη θηλυκή αναζωογονητική δύναμη της φύσης που ο άνθρωπος των μεγαλουπόλεων έχει λησμονήσει σήμερα. Ιδού τι γράφει για τις γυναίκες:

Οι γυναίκες είναι τα λουλούδια μας, είναι η βλάστηση της ανθρωπότητας, και χωρίς βλάστηση δεν μπορεί να υπάρξει οξυγόνο“.

Πάνω απ’ όλα, με τα κείμενά του, ο Τζαμπαλάτης φιλοδοξεί να ξυπνήσει τον ανθρωπισμό μας. Διότι δεν είναι κακό, όπως μας λέει, να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε.

Σε τι λοιπόν χρησιμεύει η ουτοπία; Για να προχωράμε“.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top