Fractal

Λίγες στροφές ακόμα κι όλοι μαζί θα έχουμε νικήσει

Γράφει η Ασημένια Σαράφη // *

 

Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Αντάμη, «Μηδέν όλα», εκδ. Χαραμάδα 2021

 

Η συλλογή μικροδιηγημάτων Μηδέν όλα του Γιάννη Αντάμη (Χαραμάδα 2021) απαρτίζεται από πενήντα εννέα μικροδιηγήματα, η έκταση των οποίων κυμαίνεται από τη μία παράγραφο έως και τις δυόμισι σελίδες. Πρόκειται για στιγμιότυπα ανθρώπινων σχέσεων, για μικρές καθημερινές σκηνές, που συγκροτούν ένα ευρύτερο, απροσδόκητο στην τεχνοτροπία και στην ύφανσή του κάδρο. Οι αφηγήσεις είναι αυτοαναφορικές και βιωματικές.  Τόσο βιωματικές και τόσο αυτοαναφορικές, που να αναρωτιέται κανείς αν ο Γιάννης Αντάμης βάλθηκε να αποδομήσει το στοιχειώδες εκείνο αξίωμα της αφηγηματολογίας, που επιβεβαιώνει με τρόπο απόλυτο πως ουδέποτε πρέπει να συγχέουμε και ουδέποτε συμπίπτει το ιστορικό πρόσωπο του συγγραφέα με εκείνο του αφηγητή. Γιατί ο –στις περισσότερες περιπτώσεις – πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ακριβώς όπως και ο συγγραφέας, έχει σπουδάσει Νομική στην Αθήνα, όπου και διέμεινε σε διαμέρισμα στα Εξάρχεια, επί της οδού Τοσίτσα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο, στον οποίο και πάντα επιστρέφει και τη ρυμοτομία και νοοτροπία του οποίου γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού του, πηγαίνει για μπάνια στο Νότιο Πήλιο, την επαρχιακή οδό του οποίου συχνά πυκνά επιχειρούν να διασχίσουν χελώνες, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και είναι άνθρωπος στοχαστικός, εσωστρεφής, με φιλοσοφική διάθεση και φίλους κοινωνικούς που κανονίζουν ημερησίως συναντήσεις για τσίπουρα και λοιπές εξόδους. Ο συγγραφέας, επομένως, δεν αισθάνεται την ανάγκη να μεταμφιέσει τον αφηγητή του, αλλά και πάλι δεν είναι ο αφηγητής του. Επιχειρώντας μία υπερβατική αντιστροφή, σαν αυτές που προκρίνει ο Γιάννης Αντάμης στην πλοκή των ιστοριών του, θα τολμούσε κανείς να πει πως οι αφηγητές των ιστοριών του επιχειρούν εν γένει να μεταμφιεστούν σε Γιάννη Αντάμη, ο συγγραφέας όμως Γιάννης Αντάμης διαρκώς και επιδέξια τους ξεφεύγει, διαφυλάσσοντας αλώβητο και απρόσιτο τον βαθύτερο πυρήνα του.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές, δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσει στο συγγραφικό σύμπαν που προτείνουν τα μικροδιηγήματα του Μηδέν όλα τον κόσμο στον οποίο και ο ίδιος μεγάλωσε και ζει, φωτισμένον από γωνίες απροσδόκητες. Κι αυτό, καθώς οι αφηγητές των μικροϊστοριών αυτών δεν αποτελούν παρά εκπροσώπους της γενιάς που διαδέχτηκε τη γενιά της Μεταπολίτευσης, που απαλλαγμένη από τις μετεμφυλιακές δυσκολίες και αγκυλώσεις που ταλάνισαν τους γονείς της, υπήρξε η δυνατότητα και το όραμα να πορευτεί με αυτοπεποίθηση και επάρκεια, να γίνει, με άλλα λόγια, η χρυσή γενιά, με τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές της, την ανεμελιά και τις άπειρες δυνατότητες που διάνοιγε ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας, η εισδοχή στο όνειρο της Ενωμένης Ευρώπης και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Και πράγματι, η δεκαετία του 1990, όπως και εκείνη του 2000, στο μεγαλύτερο μέρος της, έδιναν τη φαινομενική εικόνα πως όλα πάνε ρολόι, και πως οι γονεϊκές αυτές προσδοκίες ασφαλώς και θα επαληθευτούν. Το σημίτειο όμως όνειρο της οικονομικής ευρωστίας ήταν βασισμένο σε γυάλινα ποδάρια. Όταν αυτά σωριάστηκαν, σωριάστηκε και ολόκληρο το οικοδόμημα, πάνω στο οποίο οι αφηγητές των μικροϊστοριών αυτών κινούνταν ελπιδοφόροι και οραματικοί. Η συνέχεια είναι σε όλους γνωστή.

Η προσγείωση στο κακοτράχαλο έδαφος μιας πραγματικότητας που τείνει να δια(παρα)μορφώνεται από επάλληλες κρίσεις (οικονομική, ηθική, υγειονομική, ενεργειακή, επισιτιστική) επιβάλλει την ανάγκη όλοι (αφηγητής – συγγραφέας – αναγνώστες) να αναμετρηθούμε με τις όψεις ενός δύσκολου κόσμου, που δείχνει να διαμορφώνεται ερήμην μας. Οι όψεις αυτές είναι που αξιοποιούνται ως υλικό των μικροϊστοριών του Μηδέν όλα, από έναν αφηγητή ευαίσθητο, έκπληκτο, κάπου κάπου ευάλωτο, σαρκαστικό και προβληματισμένο για τους δυσοίωνους, τις περισσότερες φορές, τρόπους με τους οποίους αυτές επηρεάζουν τις ζωές μας. Όσο, λοιπόν, χιούμορ κι αν έχει ο αφηγητής αυτός (και, πιστέψτε με, έχει πολύ) δεν μπορεί παρά να ανησυχήσει και να γράψει για τις δυσκολίες και τις παθογένειες, και όποτε αυτές γίνουν ασφυκτικές να τις υπερκεράσει, επινοώντας τις υπερβατικές αποδράσεις / ανατροπές, που θα τον βγάλουν σε κάποιος παράλληλο σύμπαν, μακριά από την διόλου ελκυστική πραγματικότητα, εντός της οποίας διανύουμε αναγκαστικά τα χρόνια της ωριμότητάς μας.

Στον θεματικό πυρήνα πολλών εκ των ιστοριών αυτών τίθενται η μοναξιά, η αδιαφορία και η περιθωριοποίηση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος στη μεγάλη πόλη. Πρόσωπα που ζητιανεύουν μία κουβέντα, μια χειρονομία, λίγο ανθρώπινο ενδιαφέρον, εισβάλλουν στο αφηγηματικό σύμπαν. Σε πολλές από αυτές θεματοποιείται η εριστικότητα και η επιθετικότητα, που καταντούν τις αστικές γειτονιές πεδία καβγάδων μεταξύ εντελώς άγνωστων ανθρώπων, δυστοπικούς δηλαδή χώρους, όπου κυριαρχεί η ασυνεννοησία, η ενόχληση, τα αρνητικά συναισθήματα. Πίσω από αυτές τις συμπεριφορές κρύβονται ασφαλώς τα κοινωνικά προβλήματα αλλά και η αδυναμία αντίδρασης απέναντι σε αυτά και αντιμετώπισής τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος της μεγαλούπολης, διατελώντας εν συγχύσει και λόγω της εισβολής των νέων τεχνολογιών και των εφαρμογών τους στην καθημερινή του ζωή, δυσκολεύεται να ορίσει την ταυτότητά του και τη θέση του στον κόσμο και νιώθει διαρκώς ότι απειλείται από κάθε τι που ξεφεύγει της σφαίρας των άμεσων εμπειριών του. Ως συνέπεια αυτού, οι ξένοι που έχουν κατακλύσει τις πλατείες και τις συνοικίες της πόλης του γίνονται αφορμή για δυσφορία και στόχοι επίθεσης από μεριάς των γηγενών, οι οποίοι αρνούνται να επιδείξουν ανθρωπιστική διάθεση αλλά και, πολύ περισσότερο, να αντιληφθούν πως βράζουν στο ίδιο βασανιστικό και κοχλάζον καζάνι με τους εξωτικούς παρίες. Τα υπαίθρια καρτοτηλέφωνα, που αποτέλεσαν τα μέσα της τηλεφωνικής μας διασύνδεσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, πολύ πριν την έλευση και κυριαρχία των κινητών, αναδεικνύονται ως τοπόσημα διενέξεων και ξεδιπλώματος της ρατσιστικής διάθεσης ημών των Ελλήνων, που μόλις λίγα χρόνια πριν διατηρούσαμε την ψευδαίσθηση πως αποτελούμε μέλη μιας εξόχως ανεκτικής, ανοικτής και καλλιεργημένης κοινωνίας.

 

Γιάννης Αντάμης

 

Εντωμεταξύ, η πόλη φωτίζεται, μόνο σε κάποιες λίγες περιπτώσεις, από τον έρωτα των άλλων, και  όχι του αφηγητή, ο οποίος αντλεί ανακούφιση από το να ρίχνει κρυφές ματιές σε σκηνές αρχόμενων ή εξελισσόμενων ερωτικών ειδυλλίων από το μπαλκόνι του ή εντός του ηλεκτρικού ή και στις γωνίες των δρόμων, ως υπενθύμιση του ότι ίσως και να υπάρχει μια κάποια ελπίδα στον κόσμο, από την οποία δυστυχώς ο ίδιος εξαιρείται, καθώς δεν έκανε οικογένεια, μήτε και μεγάλη καριέρα, σε αντίθεση με τα όνειρα των γονέων του, που είχαν προεξοφλήσει για κείνον την πλέον επιτυχημένη ζωή.

Όλα αυτά τα δύσκολα και ιλαρά, παράλληλα με μια φιλοσοφική διάθεση και την τόλμη σε πολλές περιπτώσεις το ρούχο της καθημερινότητας να γυρίσει ανάποδα, προκειμένου να φανερωθούν οι κρυφές και κρυμμένες από τον κατασκευαστή ραφές του. Καθώς ίσως και ο κόσμος να πρέπει να πάψει να γίνεται αποκλειστικά αντιληπτός ως ένα δεδομένο και ασφαλές σημαίνον, καθώς το άδηλο σημαινόμενο και οι εναλλακτικοί τρόποι αντίληψης και πρόσληψής του έχουν τη δύναμη να επανανοηματοδοτήσουν τη ζωή μας, να την εμπλουτίσουν και να μας επιτρέψουν να καταβυθιστούμε με έμπνευση, χάρη και ευρύτητα πνεύματος και αισθήσεων στην ανθρώπινη κατάσταση, την οποία είχαμε την τύχη να περιβληθούμε. Ακόμη κι αν η κατάσταση αυτή μας έχει καταδικάσει να κυνηγούμε το νόημα της ζωής και των πράξεων και της ύπαρξής μας σαν τον σκύλο που κυνηγά την ουρά του, την οποία και δεν έχει καμία ελπίδα να πιάσει. Και είναι αυτή η κυκλωτική κίνηση ένα τανυσμένο μηδέν, που δεν πρόκειται ποτέ να κλείσει, ένα μηδέν όλα, σε ένα ματς στο οποίο κανείς δεν αναδεικνύεται νικητής, γιατί αυτό το κυνηγητό της ουράς μας, καταλήγει ο αφηγητής στο τελευταίο του τόμου διήγημα, είναι η ίδια η ζωή μας, συνεχής και σισύφεια προσπάθεια να δαγκώσουμε την ουρά μας και, άρα, να τελειοποιήσουμε επιτέλους τον κύκλο μας:

[…] Αλλά τα μάρμαρα της εισόδου είναι τόσο δροσερά. Το φως του ήλιου δεν τα έχει ακόμη ακουμπήσει. Τα βλέφαρα του σκύλου κλείνουνε. Ο ύπνος έρχεται ξανά κι αυτή τη φορά φέρνει μαζί του κι ένα ωραίο όνειρο. Μέσα στο όνειρο ο σκύλος στριφογυρνά κι αυτός γύρω από τον εαυτό του, παλεύοντας να πιάσει την ουρά του, να τη δαγκώσει δυνατά, να φτάσει ως το τέλος. Σε κάθε στροφή έρχεται όλο και πιο κοντά. Δεν μπορεί, σε λίγο θα τα καταφέρει. Τριγύρω του, και πάντα μες στο όνειρο, ολόκληρος ο κόσμος, και φυσικά μέσα σ’ αυτόν, όλης της πόλης τα αδέσποτα, ακίνητα, αμίλητα, στέκουν και τον κοιτάζουν. Όλο το σύμπαν κρατάει την ανάσα του. Δεν μπορεί, αν όχι αυτός, τότε κανείς. Λίγες στροφές ακόμα και την έφτασε. Λίγες στροφές ακόμα κι όλοι μαζί θα έχουμε νικήσει. (λίγες στροφές ακόμα, σελ. 98)

 

 

* Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε το 1973. Μεγάλωσε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η μεταπτυχιακή διατριβή της εστιάζεται στη διαπλοκή μύθου και Ιστορίας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Μπακόλα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της: Το παράδοξο ταξίδι της εφηβείας της (νουβέλα, Καστανώτης 1998), Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας (μυθιστόρημα, Πατάκης 2003), Φεγγαράδα στο δέρμα (διηγήματα, Πατάκης 2007), Αρόδο (μυθιστόρημα, Πατάκης 2011), Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος (μυθιστόρημα, Κλειδάριθμος 2022).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top