Fractal

Διαρκής διάλογος με τον αναγνώστη

Γράφει η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη //

 

Λέανδρος Πολενάκης «Λιλήθ ή το φτύσιμο και το φίλημα», εκδ. Εύμαρος

 

Και το πλοίο φεύγει. Όχι, δεν αναφερόμαστε στη γνωστή ταινία του Φεντερίκο Φελίνι – εδώ το πλοίο είναι ένα τεχνούργημα διαφορετικό, ένα βιβλίο. Το πλοίο φεύγει· κινά από το πλούσιο λογοτεχνικό λιμάνι του συγγραφέα του, και γλιστρά απαλά πάνω στο κύμα του πολυπράγμονα νου του, περνώντας αλληλοδιάδοχα τον αναγνώστη μέσα από τις σφαίρες του πραγματικού και του φανταστικού, τις οποίες και αναμειγνύει με ξεχωριστή μαεστρία. Το βιβλίο για το οποίο μιλάμε, τιτλοφορείται «Λιλήθ ή το φτύσιμο και το φίλημα» (εκδόσεις Εύμαρος 2021), και συγγραφέας του είναι ο καταξιωμένος και πολυτάλαντος συγγραφέας και θεατρικός κριτικός Λέανδρος Πολενάκης.

Ο ίδιος, στην προμετωπίδα του βιβλίου του, το προσδιορίζει ως «χρονικό, μαρτυρία, μυθοπλασία», και πράγματι πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο, πολιτικο-ιστορικό έργο. Η «Λιλήθ» του Πολενάκη, σε ταξιδεύει τόσο στα καθοριστικά προσωπικά του βιώματα, όσο και, παράλληλα, μέσα απ’ αυτά, στα «βιώματα» της Ελλάδας μιας άλλης εποχής, όχι (ακόμα) τόσο μακρινής, της Ελλάδας της δικτατορίας του 1967, την οποία καλό θα ήταν οι παλιότεροι να μην ξεχνούν, και οι νεότεροι να μαθαίνουν πάντα: διότι, πέρα και πάνω από τα κλασικά βιβλία ιστορίας, είναι γεγονός, ότι στις ζωές πολλών Ελλήνων, γνωστών και μη, διανοουμένων (όπως είναι ο Πολενάκης) αλλά και μη, των παλαιότερων γενεών, υπάρχει ένα σημείο όπου η συλλογική Ιστορία (γενικά) διασταυρώνεται με την προσωπική. Και όταν αυτοί οι άνθρωποι αποφασίζουν να σκιαγραφήσουν τις εμπειρίες τους με οποιονδήποτε τρόπο, τότε θα πρέπει να παρεμβαίνει και η (εκ των πραγμάτων δημιουργική) μάθηση και η μνήμη: δυστυχώς, η «χώρα της άφαντης δικαιοσύνης», όπως την ονομάζει ο Λέανδρος Πολενάκης, δεν παύει, εν πολλοίς, να υπάρχει ακόμα.

Η πρώτη, φαινομενικά ασήμαντη παρατήρηση την οποία θα πραγματοποιήσει ο αναγνώστης, είναι το ότι ο τίτλος του βιβλίου εμπεριέχει μια διάζευξη. Δεδομένου όμως ότι αυτή η διάζευξη παρακολουθεί με επιμονή και την πλειονότητα των τίτλων των επιμέρους κεφαλαίων, ο αναγνώστης μπορεί να συμπεράνει ότι η επιλογή της μόνο τυχαία δεν είναι. Το πρώτο διακείμενο μάλιστα που μου έρχεται στο νου, είναι οι Διάλογοι του Πλάτωνα, οι τίτλοι των οποίων εμπεριέχουν, σχεδόν όλοι, παρόμοια διάζευξη (εξαιρείται η «Απολογία Σωκράτους»). Οπότε πρόκειται για μια διακειμενικότητα που υπερτονίζει, προφανώς, τόσο την ευρυμάθεια του συγγραφέα, όσο και την δεδηλωμένη αγάπη του για την αρχαία ελληνική γραμματεία.

Η «πλεξούδα» των τριών στοιχείων του βιβλίου, χρονικού – μαρτυρίας – μυθοπλασίας, είναι, όπως είπαμε και παραπάνω, αριστοτεχνικά πλεγμένη. Έτσι, σχηματίζει έναν γοητευτικό, λογοτεχνικό ποταμό, που με όχημα την καθημερινή γλώσσα, ρέει αβίαστα, λιτά μα και περιγραφικά ταυτόχρονα, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι το τέλος. Κύριο στοιχείο της γραφής του είναι το ανεξάντλητο, ανατρεπτικό χιούμορ του Πολενάκη, ενώ στα σημεία όπου παρεμβαίνει με βιαιότητα η πρόσφατη ιστορία της χώρας μας, (με αιχμή του δόρατος πάντα το πρόσωπό του), ο λόγος του συγγραφέα δεν χαρίζεται. Σοβαρεύει, χωρίς να χάνει την χρυσή κειμενική ισορροπία η οποία επιτυγχάνεται σε όλο το έργο, και καταγράφει τα γεγονότα απερίφραστα, χωρίς καμιά ωραιοποίηση. Χαρακτηριστικό, και ίσως κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί η συγκλονιστική μαρτυρία του, ως κρατούμενου, στα υπόγεια της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας.

Ωστόσο υπάρχουν και άλλα παρόμοια, ενδιαφέροντα παραδείγματα-μαρτυρίες, τις οποίες μας καταθέτει ο συγγραφέας, και αφορούν, λόγου χάρη, την αντιδικτατορική δράση των αυτοεξόριστων Ελλήνων στο εξωτερικό και δη στη Γαλλία, ή την κόλαση της στρατιωτικής θητείας την εποχή της χούντας, για όσους ήταν αριστεροί.

Η πλοκή εμπλουτίζεται μάλιστα από ένα αμάλγαμα λογοτεχνικών κι επιστημονικών γνώσεων από το γνωστικό «οπλοστάσιο» του Λέανδρου Πολενάκη, το οποίο παρεμβαίνει δημιουργικά στο κείμενο, μέσα τόσο από τον κυριολεκτικό, όσο και από τον μεταφορικό λόγο, μεγαλώνοντας την ελκυστικότητά του αναγνώσματος, και υπερτονίζοντας, ξανά και πάλι την πολυμάθεια του συγγραφέα.

 

Λέανδρος Πολενάκης

 

Το τελευταίο κεφάλαιο προσφέρει στον Πολενάκη και την έμπνευση για τον παράξενο τίτλο του βιβλίου, και αποτελεί μια «εξωτική» έκπληξη: είναι αφιερωμένο σε μια μυστηριώδη, γοητευτική, όσο και γνήσια, αντιστασιακή γυναικεία φιγούρα: την νεαρή Λιλήθ, η οποία θα’ λεγε κανείς ότι μοιάζει με ξωτικό, και η οποία, όπως μας λέει ο Πολενάκης, εκτελέστηκε από στρατιώτη-οδηγό τανκ την επομένη του χουντικού πραξικοπήματος, στις 22 Απριλίου του 1967, όταν τον έβρισε επειδή την πρόσβαλε…

Και βέβαια, σε όλο αυτό το ταξίδι του, ο συγγραφέας δεν είναι μόνος. Το κείμενό του, αποτελεί τμήμα ενός διαρκούς διαλόγου του με τον αναγνώστη, με τον οποίο επιθυμεί να μοιραστεί εμπειρίες και συναισθήματα. «Αγαπώ την χειρωναξία της γραφής», μας δηλώνει απερίφραστα ο Πολενάκης. «Το χέρι μου ξέρει να γράφει πριν από εμένα για εμένα, καλύτερα από εμένα… Γράφω ετούτη τη στιγμή όσα γράφω, για εσένα νοήμονα και απερινόητε μαζί, αλλά πάντοτε πιστέ μου αναγνώστη!».

Όπως εξομολογείται, η συγγραφή αποτελούσε ανέκαθεν το «χαμένο κλειδί των αληθινών προσδοκιών και πόθων μου. Χρειάστηκε να αναστατώσω τη ζωή μου, και άλλων ζωές, μέχρι να το βρω, κρυμμένο εκεί όπου δεν το έψαχνα πια: στη λησμονημένη γραφή… που ήταν εξαρχής η μοίρα μου».

Μια γραφή, απαύγασμα της οποίας αποτελεί αυτό το μικρό, αλλά παράλληλα τόσο πλούσιο βιβλίο-κομψοτέχνημα, που το διαβάζει κανείς απνευστί μέχρι και την τελευταία σελίδα…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top