Fractal

Η άστικτη ποίηση του Κώστα Φρουζάκη

Του Βασίλη Βασιλειάδη // *

 

Κώστας Φρουζάκης «Πικρή γεωγραφία του Ζεσούς Σοζίνιο», εκδ. Άνω Τελεί

 

Κάθε φορά που απαντώ ανθρώπους που γράφουν λογοτεχνία, που ασχολούνται με αυτό που ονομάζουμε δημιουργικό γράψιμο, εκείνους που γράφουν διηγήματα ή μυθιστορήματα, που μπορεί να τα δημοσιεύουν ή όχι, ή να διαβάζουν αποσπάσματά τους σε φίλους, με απασχολεί το ίδιο ερώτημα: Γιατί γράφουν; Προσδοκούν ότι θα γίνουν κάποτε καταξιωμένοι συγγραφείς; Αποζητούν τη δημοσιότητα; Φιλοδοξία επί ματαίω, βασική συνιστώσα της ανθρώπινής μας φύσης; Φαντάζονται ότι είναι εξαιρετικοί συγγραφείς; Θέλουν απλώς να εκφράσουν ό,τι τους πιέζει, τους βασανίζει; Αναζητούν στο γράψιμο μια ψυχοθεραπευτική λειτουργία; Όλα αυτά μαζί και κάτι πέρα και πάνω από όλα αυτά; Μήπως αυτά και η επιθυμία της άσκησης σε μια ταπεινή τέχνη δεν έφεραν στο δρόμο της λογοτεχνίας με σοβαρές αισθητικές αξιώσεις τόσους διηγηματογράφους και μυθιστοριογράφους μας, παλαιότερους, νεότερους και σύγχρονους; Το ίδιο δεν μπορεί να πει κανείς πως ισχύει για την ποίηση;

Τέτοια ερωτήματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου από τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου τη συλλογή ή, ακριβέστερα, το έργο «Πικρή γεωγραφία του Ζεσούς Σοζίνιο» του Κώστα Φρουζάκη. Μια ακόμα συλλογή με την αγωνιώδη ανάγκη ενός ανθρώπου να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να ξεσπάσει, να διαμαρτυρηθεί, κτλ. μέσα από τους δρόμους της ποίησης; Και γιατί όχι, θα μου πείτε. Πού το κακό; Το αντίθετο μάλιστα, αυτό μόνο για καλό μπορεί κανείς να το μετρήσει. Σωστά και συμφωνώ. Όμως υπάρχει κάτι ακόμα, εκείνο που μεταμορφώνει τα πράγματα και τα κάνει τέχνη, ποιητική τέχνη, φτιαγμένη με λέξεις και εικόνες, με συναισθήματα και συγκινήσεις, με ιδέες. Η ποιητική κατάθεση του Φρουζάκη συστήνει ένα έργο τέχνης ή μένει στην καθόλα αξιέπαινη προσπάθεια της επιμελημένης προσωπικής δημιουργίας που μας έδωσε μια σειρά από όμορφα ποιήματα;

Όσα σημειώνω εδώ είναι για αυτό το κάτι ακόμα που εκτιμώ ότι κάνει τα ποιήματα αυτά ποιητική τέχνη, και αναδεικνύει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή Κώστα Φρουζάκη. Όπερ έδει δείξαι.

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα ποιήματα της «Πικρής Γεωγραφίας». Γιατί γεωγραφία; Τι είδους γεωγραφία είναι αυτή; Και γιατί πικρή; Και τίνος πάλι είναι αυτή η πικρή γεωγραφία; Του Ζεσούς Σοζίνιο; Τούτος πάλι ποιος είναι; Και άραγε είναι κάποιος; Κάποιο όνομα; Δεν έχει καν κεφαλαίο το πρώτο γράμμα στο όνομά του. Παρηχεί με τον Ιησού που σώζει, αλλά αυτό το μόνο που καταφέρνει είναι να πολλαπλασιάσει τα ερωτηματικά. Παράξενο βιβλίο, αλήθεια. Προσέξτε μάλιστα ότι απουσιάζει η σελίδα με τον πίνακα των περιεχομένων! Τι να υποθέσω; Ότι ο ποιητής ξέχασε να ετοιμάσει έναν πίνακα περιεχομένων; Όλο παραξενιές είναι αυτό το βιβλίο. Σίγουρα το φρόντισε έτσι ο ποιητής, και από δίπλα κι ο εκδότης, για να μας προκαλέσουν.

Πρέπει να ομολογήσω ότι τίποτε από όλα αυτά δεν με οδήγησε στη σκέψη ότι ο Φρουζάκης παίζει μαζί μας, ότι με φροντίδα περισσή, με στοχασμό, αξιοζήλευτα ισορροπημένο με το συναίσθημα και τη συγκίνηση, έχει προχωρήσει σε βάθος και αφήνει σημάδια στο μονοπάτι για να τον ακολουθήσουμε. Ο καθένας μέχρι εκεί που θα μπορέσει να φτάσει. Άλλωστε είναι ένα μονοπάτι χωρίς τέρμα. Το ότι όλες αυτές οι παραξενιές είναι κομμάτια μια καλοσχεδιασμένης τέχνης, γιατί περί αυτού πρόκειται, το κατάλαβα ξεκινώντας από μια άλλη παρατήρηση και έτσι άρχισα να ξετυλίγω το δικό μου κουβάρι νοηματοδότησης.

Διαβάζοντας το πρώτο και το δεύτερο ποίημα πρόσεξα ότι τους έλειπε η στίξη. Κυρίως απουσίαζε η τελεία. Αν είναι δυνατόν! Ένα ολόκληρο ποίημα χωρίς τελεία, ούτε καν στο τέλος του ποιήματος! Κι έπειτα, προχωρώντας στις επόμενες σελίδες, και το τρίτο και το τέταρτο ποίημα, και το επόμενο, και το μεθεπόμενο, κανένα δεν είχε καμιά τελεία. Έστω μία, σαν τυπογραφικό λάθος. Ολόκληρη συλλογή ποιημάτων χωρίς τελεία! Και να ’ταν μόνο αυτό; Μην περιμένετε να βρείτε και πολλά άλλα σημεία στίξης. Ούτε το πιο συνηθισμένο απ’ όλα τα σημεία στίξης, το κόμμα, το τόσο απαραίτητο και τόσο συχνό. Αν συγκεντρώσετε την προσοχή σας στα σημεία στίξης και ψάξετε συστηματικά τους στίχους, θα βρείτε κάπου κάπου καμιά παύλα, μια παρένθεση. Φτωχή, ελάχιστη συγκομιδή (τόσο ειρωνικά παράδοξο αν σκεφτεί κανείς, χαριτολογώντας, ότι το έργο εκδίδεται από τις εκδόσεις Άνω Τελεία!).

Μόνο τα πεζά της τρίτης ενότητας, αυτές οι εξαιρετικές μικρομυθοπλασίες, με τον τίτλο «Κάτι έχει μείνει» διατηρούν τον γραπτό λόγο έν-στικτο, έτσι όπως τον ξέρουμε και μπορούμε να τον διαβάσουμε. Αν και εδώ, πάλι, εξαιρείται το τελευταίο, η «Επίσκεψη στο σπίτι του ποιητή». Το κείμενο στεγάζει το σπίτι του ποιητή και αφήνει εκτός τη στίξη. Με έναν τρόπο προκλητικό, παραγραφοποιεί την αφήγηση, χωρίς τελείες, χωρίς αρχικά κεφαλαία γράμματα.

Δεν έχουμε καμιά βοήθεια για να βάλουμε εμείς στα ποιήματα νοερά λίγες, τις βασικές έστω, τελείες. Λείπουν ακόμα και τα αρχικά κεφαλαία γράμματα που τοποθετημένα σε ορισμένες λέξεις θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν να εννοήσουμε τελείες πριν από αυτά. Ποιήματα χωρίς στίξη, ποίηση χωρίς στίξη.

Ποίηση που κατάφερε να μην χρειάζεται τη βοήθεια της στίξης. Ποίηση που βγήκε πέρα από τη στίξη. Ποίηση που εξοβέλισε τη στίξη για να κερδίσει την ελευθερία της έκφρασης και να δαμάσει τον λόγο της με πιο δύσκολο και γι’ αυτό πιο όμορφο τρόπο. Γιατί η στίξη μας βοηθά στον γραπτό μας λόγο και μας βοηθά πολύ. Η στίξη είναι ένα σύνολο σημαδιών, ένα σύστημα σημαδιών που προσθέτουν νόημα πέρα από όσα λένε οι λέξεις και η σύνταξή τους. Διακοπή, παύση, θαυμασμός, παρένθετος λόγος, αποσιώπηση, κτλ. Πετώντας έξω τη στίξη από τον ποιητικό λόγο, αναλαμβάνεις ένα ρίσκο. Πρέπει τώρα να δημιουργήσεις έναν λόγο τόσο άξιο που να μπορεί να μιλήσει χωρίς να χρειάζεται τη στίξη.

Ας σκεφτούμε πως η στίξη είναι ένας οδηγός πλοήγησης που μας καθοδηγεί, όπως οι σκηνοθετικές οδηγίες στο θεατρικό κείμενο που θέλουμε να παραστήσουμε ζωντανό στο κοινό. Η στίξη μας ειδοποιεί πώς να διαβάσουμε φωναχτά, να κάνουμε ένα κείμενο να ακουστεί, να γίνει λόγος ζων, προφορικός, γεμάτος αναπνοή, ανθρώπινη φωνή, άκουσμα. Πού θα σταθούμε λίγο, πού θα σταματήσουμε περισσότερο, πόσο θα χρωματίσουμε τη φωνή μας με απορία ή με θαυμασμό. Τα σημεία στίξης ορίζουν την προφορική επιτέλεση του γραπτού κειμένου. Πρώτα μας βοηθούν στην κατανόηση αυτού που διαβάζουμε σιωπηλά, από μέσα μας, και έπειτα, και κυρίως, μας λένε πώς να διαβάσουμε φωναχτά, να κάνουμε το ποίημα να αποκτήσει φωνή, να γίνει άκουσμα.

Για αιώνες στην ανθρώπινη ιστορία και τον πολιτισμό η ποίηση, ρυθμική, έμμετρη, προοριζόταν για να ακούγεται. Γιατί αν η ποίηση αποκτά το νόημά της όταν διαβάζεται από έναν αναγνώστη, πραγματώνεται όταν ακούγεται. Και σήμερα ακόμα, που έχουμε διανύσει αιώνες γραπτού πολιτισμού, η ποίηση δεν παύει να είναι (και) ένας επιτελεστικός λόγος.

 

Κώστας Φρουζάκης

 

Σκεφτείτε τις μουσικές παρτιτούρες που με ένα σύστημα συμβόλων γράφουν στο χαρτί ένα μουσικό κομμάτι. Έτσι μπορούμε να δούμε και το τυπωμένο ποίημα. Και όπως η παρτιτούρα είναι άφωνη, μουγκή, και περιμένει τον μουσικό να εκτελέσει τη μουσική, έτσι και το τυπωμένο ποίημα είναι κι αυτό άφωνο, μουγκό, και περιμένει την εκτέλεσή του για να ολοκληρωθεί, να ακουστεί, να αποκτήσει τη φωνή του, να ζωντανέψουν οι εικόνες του, οι ήχοι των λέξεων, ο ρυθμός του στίχου, ομοηχίες και παρηχήσεις, και τόσα άλλα σχήματα λόγου και ήχου.

Αυτή η εκφώνηση της ποίησης είναι μια δύσκολη διαδικασία που προϋποθέτει κατανόηση του ποιήματος και ερμηνεία του. Και αυτός ο βαθμός δυσκολίας, εδώ, στην περίπτωση των ποιημάτων της Πικρής γεωγραφίας, αυξάνεται κατακόρυφα, επειδή απουσιάζει η στίξη. Πώς θα διαβάσω φωναχτά, για παράδειγμα, το αγαπημένο μου ποίημα στη συλλογή, το δεύτερο στη σειρά, με τον τίτλο «Δράμα μιας πόλης», χωρίς στίξη;

Ο λόγος ρέει και η πρόσκληση-πρόκληση είναι μεγάλη. Ο ποιητής, και εδώ πια ερμηνεύω κατά βούληση, αίρει τις προδιαγεγραμμένες χρήσεις της στίξης. Θα μπορούσε βέβαια να την αξιοποιήσει με ειρωνικό ή ανατρεπτικό τρόπο. Προτιμά όμως τη σκολιοτέρα οδό: η ποιητική έκφραση, ακριβής, επεξεργασμένη με μόχθο, δείχνει από μόνη της την εκφώνησή της. Γυμνώνεται εντελώς. Δεν θέλει, δεν χρειάζεται ακόμη και το πιο δικό της, το πιο πάγια ενσωματωμένο, τη στίξη της.

Η επιλογή αυτή συμβάλλει πολύ στην κατανόηση κάθε εκφώνησης, κάθε φωναχτής ανάγνωσης ενός ποιήματος ως όλον, χωρίς κατανομές και εσωτερικές τομές. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, μπορούμε να αναχθούμε από το ποίημα στο έργο ολόκληρο, τη συλλογή. Ίσως κακώς αναφέρομαι σε συλλογή. Είναι μάλλον μια ποιητική σύνθεση, γερά και προσεκτικά αρχιτεκτονημένη. Και στο σύνολο αυτό, είναι σαν μη θέλει ο δημιουργός της διασπάσεις, κάτι που η στίξη δηλοί. Και την πετυχαίνει αυτή την ενότητα, ενότητα αισθητική. Προσέξτε πόσο ανεπαίσθητα γλιστράει ο στίχος από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο, αλλάζει φωνές, αλλάζει πρόσωπα (ή προσωπεία), στο τρίτο και πέμπτο από τα ποιήματα του Σοζίνιο στην ενότητα «Lisboa, anno 1526», χωρίς τα προσκόμματα της στίξης, εξασφαλίζοντας ένα αδιαίρετο σύνολο για τις διαφορετικές φωνές του ποιήματος.

Επιμένω σε αυτό, επιμένουν οι διαπιστώσεις που κάνω δηλαδή. Ο Φρουζάκης πετυχαίνει την ολότητα στην αισθητική ποιητική έκφραση. Γράφει μια ποίηση, συνθέτει ένα ποιητικό έργο με στοχασμό, με στοχασμό δραματικό και λυρικό. Ένα άτμητο όλον που «γεωγραφεί» ή «γεωγραφίζει» τον άνθρωπο και «ωκεανογραφεί» ή «ωκεανογραφίζει» την ψυχή και τα παθήματά της. Αυτή η γεωγραφία, σαν τη γεωγραφία του Σεζούς Σοζίνιο, είναι πικρή. Η πίκρα δεν είναι απλώς μια γεύση, είναι μια επίγευση, δηλαδή αισθητιστική απόδοση της επίγνωσης. Με αυτή την επίγνωση πορεύεται η ποίηση του Φρουζάκη. Μάλλον με την ίδια επίγνωση πορεύεται και ο ίδιος ο ποιητής στον βίο του και στην τέχνη του. Και από αυτήν αρδεύεται ο στοχασμός του.

Στον ίδιον αυτό στοχασμό και την επίγνωση της ζωής που τον γεννά θα οδηγηθούμε, εάν αναλογιστούμε την τονικότητα των ποιημάτων, το φάσμα των συναισθηματικών καταστάσεων, τις εικόνες, τα σύμβολα. Τόνος θλιμμένος αλλά όχι θλιβερός.

Επιτρέψτε μου μια ακόμα επισήμανση σχετικά με τα εκφραστικά λεκτικά σχήματα που δημιουργεί ο ποιητής και τα οποία ενισχύουν τη σταθερή εντύπωση της ολότητας στα ποιήματά του, στην ποίησή του. Με στίχους όπως «τόσα σπίτια γυναίκες μόνες / τόσες γυναίκες άδεια σπίτια» από το ποίημα «Δράμα μιας πόλης», ή όπως «μαύρο το χώμα / μαύρο το χρώμα» από το ποίημα «Τόπος δακρύων», δημιουργείται ένας κύκλος, σχεδόν ένας φασματικός, φαύλος κύκλος, με νοηματικές/σημασιολογικές επαναφορές, λειτουργικές και ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα του ποιήματος και ως προς την εγκαθίδρυση της ολότητάς του. Σαν να μας αναποδογυρίζει τον κόσμο, το μέσα έξω του, και είναι αυτό πολύ σοβαρή υπόθεση για έναν ποιητή και την τέχνη του, όπως, τρίτο παράδειγμα, στους στίχους του ποιήματος «Όξινη βροχή»: «πως και συ ένιωσες / παρόμοια τη διάβρωση / από την όξινη βροχή / της απουσίας μου / από την όξινη σιωπή / της μοναξιάς σου / κι έξω βρέχει ακόμη».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και με πολλά άλλα που παραλείπω, ο Φρουζάκης πήγαινε να εκφράσει δημιουργικά τον εαυτό του όπως λέγεται συνήθως, αλλά του ξέφυγε, έγινε ποιητής και μας χαρίζει ένα ολοκληρωμένο ποιητικό έργο, παρακαταθήκη για να επιστρέφουμε σε αυτήν κάποτε κάποτε και να αναμετριόμαστε με τον εαυτό μας διαβάζοντάς την. Είναι απλώς ωραίο να δημιουργείς τέχνη σχεδόν από το μηδέν. Οι αναγνώστες ευχαριστούμε πολύ.

 

 

* Ο Βασίλης Βασιλειάδης είναι επίκουρος καθηγητής του τμ. Φιλολογίας ΑΠΘ. Διδάσκει επίσης Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΕΑΠ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top