Fractal

Διήγημα: “Memento mori”

Της Αμαλίας Ρούβαλη // *

 

 

 

 

 

“Memento mori”

 

Το σόι μου είναι:

κείνο το τετραγωνισμένο τραπέζι, σε ανοιχτό φτηνό ξύλο, λέω εγώ, μπορεί και ακριβό, τι να ξέρω κι εγώ, ανθεκτικό, μπορεί πεύκο, μπορεί οξιά Καναδά, το στήναμε κάθε που όριζε να φάμε, είχε ένα μάνταλο που κλείδωνε τα τέσσερα πόδια, μας κλείδωνε τους τέσσερις εμάς, βάζαμε μαζί και τις δυο μας κοπέλες, ανά καιρούς τον παππού και την γιαγιά. Κλειδωνόμασταν όλοι ένα γύρο στον κόλπο τ’ Αναπλιού. Έπρεπε, λέει, να φάμε, κάθε μεσημέρι, όταν κλείδωνε το ιατρείο της μαμάς. Έπρεπε, λέει, να φάμε, φασολάκια, μελιτζάνες –μπλιάχ!!!- φασολάδα του μπαμπά, μόνος μου, μπορώ και μόνος μου, ψάρι με χόρτα, το καλλιτερότερο: κολοκυθοκορφάδες από τα χεράκια της μαμάς, βουτυρωμένα χορταράκια με φέτα πλέουσα σαν φάλαινα στον Κόλπο. Τα γεμιστά σε Ρουμανική συνταγή της γιαγιάς κάθε Τετάρτη-Πέμπτη και συμπλήρωμα στο ψητό της Κυριακής, παγωμένα, ως κι οι μαύρες σταφίδες διαμαρτύρονταν για το κρύο. Το σόι μου είναι η μεταφορά τού ψητού της Κυριακής στον γωνιακό φούρνο του Κοτσοβού, φαλακρού και στάζοντα τον ιδρώ της πυροστιάς, στρογγυλό το κτίσμα, μυθικό στα παιδικά όμματα, πριν να πάμε η κοπέλα μας κι εγώ γωνία, στην εκκλησία μας, την Παναγία, να βάλουμε το κερί που είπε η μάνα μας, το σόι μου είναι η μεταφορά του ψητού μαζί με την κοπέλα μας, να «κλέβουμε» πατατούλα κριτσανιστή. Το σόι μου είναι κείνη η μισή μπύρα στις εξαιρετικές περιπτώσεις, των γονιών, το κέικ σοκολάτας κάθε τ’ Άγιωργιού, του αδερφού, κι αν τύχει κι ήταν κι ο παππούς, τούρτα καφετί για τα γενέθλιά του, του ίδιου Άι Γιωργιού, ύστερα, κοκτέιλ πάρτι στο σαλόνι μας, μέχρι πολύ αργά, σαμπάνιες γαλλικές-πάντα θύουμε στις δύο Χήρες- και χαρτιά, εμάς, μας είχαν στείλει για τον ύπνο της γιορτής, αγκαλιαστά, με μία κούπα παγωτό σοκολάτα, μαμικής κατασκευής κι υφής στην μεγάλη παγωτιέρα της εποχής.

Το σόι μας είναι η δική μου τούρτα πάντα φρουτώδης λόγω ανοιξιάτικης εποχής, και του Γιωργή, καφετί, λόγω του αρχομένου θλιμμένου φθινοπώρου. Τελικά, έχω τύψεις διότι τα δικά γενέθλια ήσαν πολυπληθή και του Γιωργή ολιγομελή, πάντως, στο σόι μας, όρθιοι όλοι εμείς, διαφέντευαν οι δύο Χήρες, αγέρωχες, ό, τι κι αν λέγαμε, εμείς-

Το σόι μου είναι αυτό το τραπέζι που το έπνιξε η λάσπη στην μεγάλη πλημμύρα, μέρες μετά, μου έμεινε το μάνταλο στο χέρι που κλείδωνε κείνο που υπήρξαμε οι 4 εμείς, ξεκλείδωσα και χυθήκαμε, χαθήκαμε-

Το σόι μου είναι κείνη η ξυλόσομπα που έκαιγε μες στην πελώρια κρεβατοκάμαρα, τα μολυβένια στρατιωτάκια του αζιρφού, τα έβαλε να λειώνουν και μας σηκώσαν οι γιατροί-καήκαμε, για πρώτη μας φορά, παρηγοριά μαζί, οι σοκολατίτσες του πατέρα , υγείας, με την κυρία με τσεμπέρι, κανείς δεν μάλωσε τον αζιρφό, κοιμήθηκε αγκαλιά με την κυρία με το τσεμπέρι-, εμέναν, μικρό, μου είχαν βάλει αυτή την πιτζαμούλα κίτρινη με μεγάλες νυχτερίδες και είχε αρχίσει ήδη το παραμύθι, κάθε 8 το βράδυ αυστηρά: να κάνω την προσευχή μου-σιγά μην ήθελα:- «άγιος ο Θεός, ‘Αγιος ισχυρός, Άγιος Αθάνατος…. τθίθα μου…»

Το σόι μου είναι ‘

Να περνάω μπρος από το πατρικό.στ’Ανάπλι και να βλέπω μέσα από την καγκελόπορτα το γιασεμί, φυτεμένο το 1925, πληγωμένο, σερνάμενο καταγής, διότι του τύχαν χαμένα… οι φωτογραφίες το απεθανάτησαν θαλερό, ως την σκεπή, όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, πεθαίνουν και τα φυτά τους, κάθε που το βλέπω, να σέρνεται κατάγαια, το σόι μου κι εγώ, πεθαίνουμε σαν λουλούδια που δεν υπήρξαν ποτές-

 

 

 

* Η Αμαλία Ρούβαλη είναι μεταφράστρια, ποιήτρια.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top