Fractal

Μονόλογος δύο ερειπίων

Γράφει η Κατερίνα Παππά // *

 

Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη: ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ “Η Κάρμεν φορούσε μαύρα / Ο Άλλος εν λευκώ”, Εκδόσεις Εύμαρος

 

Στο τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Εμ.  Μαραγκουδάκη ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο ανθρώπινους χαρακτήρες, που σε μία οριακή στιγμή του βίου τους αποφασίζουν να μιλήσουν.

Στο πρώτο κείμενο, στον μονόλογο της Κάρμεν, μία γυναίκα περασμένης ηλικίας υπαγορεύει σε έναν άνδρα, που θεωρεί εγγράμματο, τις περιπέτειες της ζωής της, με στόχο από τη μία ο βίος της να ενδυθεί με λέξεις και να γίνει «ιστορία» και από την άλλη μέσω της αφήγησης να γνωρίσει η ίδια τον εαυτό της.

 

Να γράφεις τις ιστορίες που θα σου λέω. Γιατί αυτή είμαι. Είμαι οι πολλές ιστορίες μου. Αληθινές ιστορίες. Άλλες έχουν συμβεί, άλλες μπορεί να μην έχουν συμβεί, όμως όλες οι ιστορίες που θα σου πω έχουνε γραφτεί μέσα μου. Και να ξέρεις πως αληθινό είναι ό,τι γράφεται μέσα μας. (σελ. 10)

 

Από τις πρώτες γραμμές ο αναγνώστης πληροφορείται μία ήδη αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, την  παρούσα βαθιά μοναξιά της  και την αντικατάσταση του πραγματικού της ονόματος από το «Κάρμεν» μέσω του οποίου θέλησε οριστικά να διαγράψει εκείνο που της απέδωσε η οικογένεια και ό,τι αυτό σηματοδοτούσε, αλλά και να εγχαράξει τη ζωή της στις μυθικές διαστάσεις που υποσχόταν το νέο.

Με αφετηρία ένα παρόν βυθισμένο στην εγκατάλειψη, την ερημιά και το σκοτάδι αναψηλαφεί  το παρελθόν της σε ένα χωριό της ελληνικής επικράτειας τέλη της δεκαετίας του ’50, όπου το κρύο από κάθε είδους στέρηση και η αγριότητα άφησαν πάνω της το στίγμα τους.

Διωγμένη από την οικογένεια εξαιτίας μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης δεκαπενταετής μόλις φθάνει στην Αθήνα, όπου επιτήδειοι καλλιεργητές ονείρων δρέπουν εύκολα τα νιάτα και την ομορφιά της τάζοντάς της καριέρα ηθοποιού. Ο ένας εραστής διαδέχεται τον άλλον και κάθε νέα  ψυχική απώλεια προστίθεται στην προηγούμενη. Επικεντρωμένη η ηρωίδα στο σώμα και την ανάγκη της να είναι αρεστή και επιθυμητή εντάσσει τον εαυτό της στους νόμους της αγοράς.

 

Και ειν’ ωραίο να νιώθεις πως το κορμί σου αξίζει. Πουλούσα απόλαυση στα κρυφά. Και την πουλούσα ακριβά, όχι τόσο για τα λεφτά, που κι αυτά τα ήθελα, όσο για την ηδονή να πληρώνει ο άλλος για το κορμί σου. Ότι είσαι επιθυμητή. Ότι σ’ αγαπούν κι εσένα. Αυτό ήθελα πάντα, να μ’ αγαπούν. Ότι πληρώνουν για να τους αγαπάω κι εγώ, κι ότι η αγάπη μου αξίζει πολλά λεφτά. (σελ. 17)

 

Η Σταυρούλα, που στην Αθήνα του ’60 αποφάσισε να γίνει Κάρμεν υιοθετώντας το όνομα κινηματογραφικής ηρωίδας επειδή μαγεύτηκε από την ομορφιά και τον αισθησιασμό της, ενώ τοποθετούσε τον εαυτό της στην κατηγορία του εμπορεύματος, του πράγματος, του αντικειμένου, μετέτρεπε δηλαδή το υποκείμενο σε αντικείμενο, αδυνατούσε να συλλάβει ότι η αγάπη που είχε ανάγκη, αυτή η συναισθηματική αμοιβαιότητα,  ξέφευγε από τους κανόνες της αγοραπωλησίας. Δεν κατανοούσε αυτό που μια άλλη κοπέλα μισόν αιώνα νωρίτερα, η Ρήνη, ηρωίδα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είχε ήδη ενστερνιστεί. «”Και ξαγοράζεις” του ‘πε η Ρήνη πικρά “και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!”» (Η τιμή και το χρήμα). Η Κάρμεν συγχέει την επιθυμία για το σώμα του άλλου, όχι για τον άλλον ως σύνολο, με την αγάπη και εξισώνει την προσφορά χρημάτων με την προσφορά εαυτού.

Η Μαρία Μαραγκουδάκη με αφήγηση που δεν είναι γραμμική, αλλά κινείται άναρχα από το παρόν στο παρελθόν και τούμπαλιν, μας δίνει την εξομολόγηση μίας γυναίκας λίγο πριν από το τέλος, η οποία μέσω της αφήγησης επιθυμεί να δημιουργήσει εκ νέου την ιστορία της και τη ζωή της. Η συγγραφέας βάζει την ηρωίδα της να γνωρίζει ή να μαντεύει την ιαματική και μαγική λειτουργία των λέξεων. Με σύνταξη παρατακτική και σύντομες κοφτές προτάσεις καταθέτει έναν σπαρακτικό μονόλογο, που καμιά στιγμή δεν γλιστρά σε μελοδραματικούς συναισθηματισμούς. Με τη λιτότητα του ύφους κατορθώνει να μεταγγίσει τη συναισθηματική στέγνα του προσώπου.

Η Κάρμεν της, που δεν φορά κόκκινα αλλά μαύρα και που θεματικά  συνομιλεί με την ηρωίδα του Γιώργου Χρονά στον εξίσου σπαρακτικό μονόλογο Η γυναίκα της Πάτρας και ως ένα σημείο τουλάχιστον με την ταλαιπωρημένη φιγούρα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο έργο του Λα πουπέ, είναι μία ηλικιωμένη γυναίκα  που παρά τις διαψεύσεις και  ματαιώσεις της μένει αγκιστρωμένη στη δική της μυθολογία.

Το άλλο πρόσωπο, ένας άνδρας πενήντα επτά ετών του οποίου μας παρέχονται μόνο τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του και αυτά στο τέλος, σημειώνει στο ημερολόγιο τις σκέψεις του, ή για την ακρίβεια, καταγράφει το παραλήρημά του.

Με σπουδές και ποιητικό έργο, κάτοικος αστικού κέντρου, έγκλειστος κυριολεκτικά και μεταφορικά καταβάλλεται από την έλευση της νύχτας και ψάχνει εναγωνίως κάποια κλειδιά.

 

Έτσι κι αρχίζει να βραδιάζει, κάτι με πιάνει

ξέρω τι είναι

είναι που ακόμη

δεν έχω συνηθίσει τον κόσμο

ίσως να λείπει κάτι ελάχιστο

ίσως χρειάζεται να κάνω ένα βήμα

ένα μικρό βήμα

τι περιμένω;

και τα κλειδιά

πού είναι τα κλειδιά;

μα είμαι τσακισμένος

και είμαι τσακισμένος και θέλω να φύγω, έτσι απλά, χωρίς

λόγο

να πάω πού; (σελ. 43 – 44)

 

Οι σκέψεις του μοιράζονται ανάμεσα σε μία υπέργηρη πλέον μητέρα, μία σύζυγο, μία ερωμένη, η οποία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της  ζωής του, ένα φίλο, που πέθανε από ανίατη ασθένεια, και σε στιγμές της καθημερινότητας που επισφραγίζουν την αδιαφορία και το κενό που τον πλημμυρίζουν.

 

Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη

 

 Το παρελθόν και το παρόν εμπλέκονται, η παιδική και η νεανική ηλικία διεισδύουν η μία στην άλλη, τα ερωτήματα για τον σκοπό και τον προορισμό της ύπαρξης έρχονται και επανέρχονται με έμμεσο αλλά σταθερό τρόπο, οι τύψεις και η ενοχή συνωθούνται και τον πνίγουν, η μοναξιά και ο θάνατος καραδοκούν απειλητικά, αλλά η εικόνα της Ελμίρας τρυπώνει παντού.

 

…τινάζει τα μαλλιά, κάθεται σταυροπόδι στο παγκάκι σας στην Κλαυθμώνος, στριφογυρνάει μια τούφα μαλλιά ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα, αύριο φεύγουμε λέει με μια ασυνήθιστη σοβαρότητα, εγκαταλείπει τον άντρα της, την περιμένεις στην έξοδο του σταθμού να αναδυθεί με τις κυλιόμενες σκάλες, είναι χαρούμενη, της έρχονται στο νου τραγούδια, γιατί είναι μια ερωτευμένη γυναίκα, διπλώνει το εισιτήριο του μετρό στα δύο, στα τέσσερα, και τραγουδάει μέσα της, το μαύρο πλεχτό κασκόλ τής προσδίδει μια σοβαρότητα συγκινητική, σαν ηρωίδα του Τσέχωφ, τρομάζεις με τη σοβαρότητά της, πετάει τη βέρα της και σκάει εκείνο το μισό της δεξί χαμόγελο, είναι το χαμόγελο προπομπός ή επίλογος σε βαρύγδουπες δηλώσεις, λέει πως έκανε λάθος γάμο, πως σε αγαπάει μέχρι παραφροσύνης…(σελ. 61 – 62)

 

Το τέλος, μία είδηση από το αστυνομικό δελτίο εφημερίδας ρίχνει φως στον παραληρηματικό μονόλογο του Χ. Π. και παρά την απουσία σχολίων πλανιέται η αίσθηση ότι η αυτοχειρία βιώνεται ίσως ως λύτρωση από κάποιους δολοφόνους.

Με το δεξιοτεχνικό τέλος η συγγραφέας δίνει απάντηση στα ερωτηματικά που γεννιούνται στον αναγνώστη κατά την εξέλιξη του κειμένου. Υπαρξιακή αγωνία ή ενοχή οδηγούν τον ήρωα στη συγκεκριμένη επιλογή;  Και εδώ η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο εναλλασσόμενος από ευθύς σε πλάγιο λόγος, σε αντίθεση με αυτόν της Κάρμεν, μακροπερίοδος. Συναντάμε χωρία ολόκληρα χωρίς τελεία, επιλογή που υποδεικνύει την ψυχική ένταση και το αδιέξοδο του ήρωα, και ο στίχος Έτσι κι αρχίζει να βραδιάζει κάτι με πιάνει επανέρχεται σαν λάιτ μοτίβ  τέσσερις φορές στις  υπάρχουσες σελίδες.

Η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη με τους δύο μονολόγους της δημιουργεί δύο ανθρώπινους χαρακτήρες, δύο σύγχρονους αντιήρωες που πείθουν για την αλήθεια τους. Δεν είναι χάρτινοι οι ήρωές της. Είναι άνθρωποι που έζησαν, βασανίστηκαν και βασάνισαν, από τη θέση του θύματος πέρασαν σε αυτήν του θύτη και το αντίθετο. Η απόφαση της μίας να αφηγηθεί και του άλλου να γράψει ανοίγει ίσως ένα παράθυρο που δεν είναι και για τους δύο ελπιδοφόρο.  Αυτά τα δύο πρόσωπα βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σκοινί αντικρίζοντας γύρω τους το χάος. Είναι μόνοι και απελπισμένοι. Και οι δύο κάποια στιγμή ομολογούν ότι είναι άδειοι από επιθυμίες, βρίσκονται δηλαδή ένα βήμα πριν από το τέλος. Η Κάρμεν και ο Άλλος ανακαλούν τη θέση του Ερνστ Φίσερ:

 

«Όμως ως επί το πλείστο και βαθύτερα, πρωταρχικότερα η τέχνη συμπαθούσε τους πάσχοντες και τους κατατρεγμένους, τους νικημένους και αντιστεκόμενους, τους ηττημένους και εξεγειρόμενους – τον Έκτορα και τον Άμλετ, την Αντιγόνη και τον Προμηθέα, την Ελοϊζα και τον Δον Κιχώτη, τον Βαρνάβα και τη δούλα Γκρούσε.» [1]

 

Η συγγραφέας δεν κρίνει τα πρόσωπα, παρακολουθεί την εσωτερική τους θύελλα και άρρητα προτρέπει τον αναγνώστη να τα δει χωρίς ακαμψία και απολυτότητα. Παρούσα η ρεαλιστική της ματιά και στον μονόλογο του Άλλου παρά τα στοιχεία αφαιρετικότητας που τον διακρίνουν. Τόσο η γυναίκα όσο και ο άνδρας αρθρώνουν τη δική τους φωνή. Οι λέξεις, η σύνταξη, το ύφος, όλα είναι συμβατά με το φύλο, την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση και το μορφωτικό τους επίπεδο.

Ο τίτλος ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ εκτός από το ότι ενδεχομένως αναφέρεται στους δύο διαφορετικούς ήρωες, που κάπου εντός και εκτός κειμένου συναντιούνται, ίσως υπονοεί και τις δύο όψεις που φέρει ο καθένας μας, του θύτη και του θύματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου, του φωτός και του σκότους, της επιθυμίας για ζωή και της ενόρμησης του θανάτου.

Η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή, μία συλλογή διηγημάτων και έναν θεατρικό μονόλογο.

 

 

_____________________

[1] Ερνστ Φίσερ  Τέχνη και Ανθρωπισμός,  Ηριδανός, σελ. 306 – 307

 

 

 

* Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος επί τριάντα δύο χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top