Fractal

Η Αθηνά Τσακάλου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

Αθηνά Τσακάλου: «Τι χορούς να χορέψω», εκδ. Τόπος, σελ. 189

 

Κι αυτή η ιστορία δεν ειπώθηκε ποτέ στο φως της μέρας. Λένε πως είναι από κείνες τις ιστορίες που έφτιαχναν οι άνθρωποι όταν οι νύχτες ήταν μεγάλες και σκοτεινές, όταν έπρεπε να δουλεύουν μέχρι τα ξημερώματα στο μικρό φως από τις λάμπες πετρελαίου στα κατώγια των σπιτιών για να προλάβουν πριν μπει ο χειμώνας να αλέσουν το καλαμπόκι. Ακόμα λένε πως ο σπόρος του καλαμποκιού έτσι λείος σαν κεχριμπάρι που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών, έτσι που ακουμπούσε στα πόδια των γυναικών (μερικές στα κρυφά έβγαζαν τις κάλτσες τους κι έχωναν τα πόδια τους στον κεχριμπαρένιο σωρό), έφερνε τέτοια μεγάλη ηδονή που ούρλιαζε ο λύκος της καρδιάς τους…

Ο Βασίλης εξαφανίζεται επειδή καταζητείται για συμμετοχή σε παράνομη επαναστατική ομάδα. Οι γονείς του, η Ήρα και ο Μιχάλης, ξαφνιάζονται. Προσπαθώντας να τον καταλάβουν, έρχονται σε ρήξη. Η Ήρα, μόνη της, ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης του γιου της που θα αποβεί ταξίδι αυτογνωσίας.

Ψάχνοντας τα ίχνη του συγχέει την πραγματικότητα με το όνειρο και με θρύλους παλιούς. Ανακαλώντας εικόνες από το παρελθόν, αναζητά σημάδια του γιου της που θα την οδηγήσουν στον δικό του κόσμο. Ένα μήνυμά του ξαναφέρνει κοντά τους δύο γονείς. Περιμένουν να τον ξαναδούν…

 

 

Απόσπασμα:

Το φονικό είχε γίνει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και όσο πιο πολλά χρόνια μεσολαβούν σε τέτοια γεγονότα, τόσο πιο παράξενες, τόσο πιο άρρωστες γίνονται οι ιστορίες. Ιστορίες που λέγονται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά μπορεί κάποια στιγμή η μόνη τους αλήθεια να είναι ο τόπος.

– Λένε πως ήταν γείτονες. Τα σπίτια τους δίπλα δίπλα. Άνθρωποι νέοι με τρία τέσσερα παιδιά η κάθε οικογένεια. Ο ένας άντρας έβοσκε γουρούνια, όλη του τη ζωή χοιροβοσκός που λέμε. Ο άλλος ήταν μαραγκός, όλη τη μέρα στο εργαστήρι του, εκεί λίγο πιο έξω από το χωριό κοντά στον νερόμυλο. Όλα τα τραπέζια, τα κασόνια, τα σεντούκια και τα φέρετρα αυτός τα ’φτιαχνε. Αυτός είχε τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Ήταν άντρας λεβέντης, όμορφος κι όλη μέρα στο εργαστήρι του ακουγόταν το τραγούδι του και το σφύριγμά του. Πολλοί τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά να, η φύση τού τα έδωσε όλα απλόχερα. Κι ήταν και μια γυναίκα εκεί στο χωριό, που γυναίκα δεν μπορούσες να την πεις, πλάσμα παράξενο ήταν. Τα πόδια της ήταν σαν της κατσίκας, δεν είχε δάχτυλα έλεγαν, και τα σκέπαζε με μακριά φουστάνια, τα μάτια της ήταν στρογγυλά χωρίς τσίνορα και φοβόσουν και που την έβλεπες. Αυτή όμως δεν το έβαζε κάτω, δεν κρυβόταν, τριγύρναγε όλη μέρα στο χωριό, στα χωράφια. Πήγαινε κρυφά έξω από τις πόρτες των σπιτιών και όλα τα ήξερε. Εκείνη τη μέρα είχε κατεβεί στο ποτάμι. Είδε τα γουρούνια να πλατσουρίζουν στα ρηχά του ποταμού και τον γουρουνά να είναι ξαπλωμένος στον ίσκιο των δέντρων αμέριμνος. Τον πλησίασε και να μη σου τα πολυλέω του είπε για τη γυναίκα του: «Αχ, εσύ καημένε όλη τη μέρα με τα γουρούνια και η γυναίκα σου… καλοπερνάει με τον γείτονα». Κι ήταν ικανή να πλάθει ιστορίες και του ’λεγε λεπτομέρειες κι κείνος την πίστεψε.

«Μην τη βλέπεις έτσι αχαμνούλα που είναι, έχει τις χάρες της. Αυτή τη μυρωδιά που έχει, το ξέρεις έτσι που μυρίζει σαν τριαντάφυλλο, κάνει τους άντρες να λιγοθυμούν». Κι αυτός δεν σκέφτηκε πως ο ίδιος δεν το είχε ποτέ αντιληφθεί ότι η γυναίκα του μύριζε σαν τριαντάφυλλο. Όλα τα πίστεψε και για μέρες σκεφτόταν την εκδίκηση. Ήθελε αυτόν τον μαραγκό να τον δει να διπλώνεται στα δύο, ήθελε να τον δει να κλαίει, έτσι χάνουν την ομορφιά τους, τη λεβεντιά τους οι δυνατοί. Δεν θα τον σκότωνε, δεν θα σκότωνε αυτόν.

Εκείνη την άνοιξη, έτσι λένε, ήταν μια άνοιξη δυνατή, ο τόπος έσφυζε από λουλούδια, από φορτωμένα με καρπούς δέντρα. Όλα τα ρέματα ήταν σαν μικροί ορμητικοί χείμαρροι και αντηχούσε ο τόπος από τα κελαρύσματα των νερών. Είχε χιονίσει πολύ εκείνον τον χειμώνα κι είχαν γεμίσει τα βουνά και τα κούφια της γης νερά, βούιζε ο τόπος από τα ζουζουνάρια και τις μέλισσες. Το παιδί του γείτονα, βλέπεις δεν σώθηκαν τα ονόματά τους, το παιδί του γείτονα, παλικαράκι 15 χρονών, έβοσκε στα λιβάδια ένα μικρό κοπαδάκι αρνάκια, γεννημένα τον χειμώνα.

Άσπρο κι αυτό, ξανθό με γαλανά μάτια, χοροπήδαγε μαζί τους κι έπαιζε φλογέρα και τραγούδαγε κι όσοι άκουγαν τη φλογέρα, όσοι άκουγαν το τραγούδι του ένιωθαν αγαλλίαση κι έβγαινε από τα στήθη τους αναστεναγμός κι έλεγαν, «Αχ, αυτή η ομορφιά», και δεν εννοούσαν μόνο την ομορφιά της φωνής του, ούτε μόνο την ομορφιά της φλογέρας, ήταν αναστεναγμός για την αγγελική του ομορφιά, κι είχε φόβο και λύπη αυτός ο αναστεναγμός. «Αχ, αλίμονο στη μάνα που γέννησε τόσο όμορφο αρσενικό παιδί».

Και ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε και ο μικρός στάλιαζε τα αρνάκια του κάτω από έναν πλάτανο, εκεί σ’ εκείνα τα χωράφια που ήταν σπαρμένα με στάρι, πράσινο ψωμωμένο που λύγιζε στο ελαφρύ αεράκι και κυμάτιζε σαν βαριά πράσινη θάλασσα. Κι ήταν τ’ αρνάκια μαζεμένα δίπλα του κι αναμασούσαν τραγανά το βοσκημένο χορτάρι κι ήταν ο ήχος του νερού δυνατός και όλα τα σκέπαζε κι ήταν κι εκείνη η γλυκιά νύστα που έπεσε στα μάτια του παιδιού κι έγειρε το χρυσό κεφάλι του στη ρίζα του πλάτανου. Κι όταν έπεσε στον τρυφερό λαιμό του το τσεκούρι του γουρουνά, τίποτα δεν ακούστηκε, παρά μόνο το χχχχρρρααατς από τη φρέσκια σάρκα κάτω από το τροχισμένο λεπίδι, φωνή δεν πρόλαβε να βγάλει ο μικρός και σηκώθηκε το τσεκούρι δυο τρεις φορές ακόμα κι έκοψε τα κεφάλια των μικρών αρνιών που δεν πρόλαβαν να τρέξουν μακριά. Και είδε ο φονιάς το αίμα να τρέχει και είδε στο πρόσωπο του παιδιού κάτι σαν απορία, κάτι σαν χαμόγελο κι έφυγε και κρύφτηκε στις φυλλωσιές στο ρέμα. Και περίμενε ώρες πολλές ώσπου να μαθευτεί το φονικό στο χωριό και είδε τον πατέρα του νεκρού παιδιού, αυτόν τον όμορφο, τον δυνατό, τον εραστή της γυναίκας του να πέφτει στο χώμα, να σπαράζει, κι άκουσε τις κατάρες της μάνας να καταριέται όχι μόνο τον φονιά, να καταριέται την άνοιξη, κι αυτά τα στάρια, κι αυτόν τον πλάτανο που είδαν να σκοτώνουν τον γιο της κι έμειναν δέντρα κι έμειναν στάρια και δεν πλάκωσαν τον φονιά, δεν τον έπνιξαν, και καταράστηκε κι αυτόν τον τόπο που είδε το τσεκούρι να πέφτει στον λαιμό του παιδιού της και δεν σείστηκε, δεν ράγισε, λάκκο ν’ ανοίξει να πάρει στα τάρταρα τον φονιά.

 

 

Η Αθηνά Τσακάλου γεννήθηκε το 1955 στην Τρυγόνα Καλαμπάκας στη Θεσσαλία. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top