Fractal

Ο βίος και η πολιτεία του Χρυσοβαλάντη

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Μάκης Τσίτας: “Μάρτυς μου ο Θεός”, εκδ. Μεταίχμιο (Μυθιστόρημα)

 

Ο Μάκης Τσίτας, ως συγγραφέας βιβλίων για μικρά παιδιά, μπορεί να χαρακτηριστεί βάσιμα  επιτυχημένος, γιατί εκτός από ατόφιος και αυθεντικός -η γραφή του είναι απλή και άμεση- είναι  ιδιαίτερα αγαπητός από τα μικρά παιδιά. Ωστόσο, έχει κάνει μια υπολογίσιμη πορεία στον χώρο του βιβλίου και των γραμμάτων γενικά με διηγήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα, δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δύο από τα θεατρικά μονόπρακτά του παίχτηκαν στο θέατρο και μια συλλογή διηγημάτων έχουν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις Καστανιώτη.

Όμως το έργο με το οποίο εισέβαλε κυριολεκτικά στον χώρο της λογοτεχνίας και έγινε ευρύτερα γνωστός, που τον καθιέρωσε ως δυναμικό σύγχρονο μυθιστορηματικό συγγραφέα και του χάρισε το “Ευρωπαϊκό βραβείο” είναι το μυθιστόρημα «Μάρτυς μου ο Θεός», το οποίο λειτούργησε και ως διαβατήριο έκδοσής του στο εξωτερικό, στις Βαλκανικές πρωτεύουσες προς το παρόν, διασκευάστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα σε θεατρικό μονόλογο και έχει κάνει σημαντικές, εξαιρετικές παραστάσεις εδώ με ήρωα τον θαυμάσιο ηθοποιό Ιωσήφ Ιωσηφίδη στον ρόλο του αφηγητή Χρυσοβαλάντη. Το μυθιστόρημα επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε καινούρια πρώτη, αναθεωρημένη, πολύ προσεγμένη, επιμελημένη έκδοση με χαρακτηριστικό, εντυπωσιακό εξώφυλλο που δίνει κατά κάποιον τρόπο την ιδέα μιας νέας προοπτικής και θεώρησης του κόσμου από τον συγγραφέα μέσω του ήρωά του, κάνει έντονα αισθητή την παρουσία του στον εκδοτικό χώρο και δηλώνει δυναμικά τη διαχρονική του πορεία στα λογοτεχνικά δρώμενα του τόπου.

Ο Μάκης Τσίτας, έμπειρος πια συγγραφέας έρχεται ξανά στην επικαιρότητα με το έργο τούτο που δημιούργησε με περισσή τρυφερότητα και αξιοσύνη συναρμόζοντας τα κομμάτια του κατακερματισμένου διαχρονικού αντιήρωα, του Χρυσοβαλάντη, όπως τον έβγαλε μέσα από τα σπλάχνα της μια σύγχρονη ελληνική μεσοαστική οικογένεια και μια σύγχρονη κοινωνία.

Ο Χρυσοβαλάντης, γιος αυστηρού αξιωματικού, όχι κατ’ ανάγκην άστοργου, και αδύναμης ως ανύπαρκτης μητέρας, μεγάλωσε ανάμεσα σε δυο αδερφές και μέσα σ’ ένα μεσοαστικό, άρρωστο οικογενειακό περιβάλλον, γεμάτος φοβίες, αδυναμίες, αβουλία και ψυχικά τραύματα που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει. Παρέμεινε ένας ταλαίπωρος, ένας διαρκώς υποψήφιος ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος ίσαμε τα πενήντα του δεν κατάφερε να έχει μια σταθερή δουλειά κοντά σ’ έναν έντιμο, καλοπληρωτή, ανθρώπινο εργοδότη και να έχει εξασφαλίσει ένα κανονικό εισόδημα, που θα του έδινε τη δυνατότητα να ζει ο ίδιος αξιοπρεπώς και να βοηθάει και τις ανεπρόκοπες αδερφές του.

Πρόκειται, μήπως, για το τραγικό θύμα μιας οικογενειακής τραγωδίας και μιας οδυνηρής πραγματικότητας, για έναν επαγγελματικά άστεγο που αρέσκεται να μιλάει για τα ατελείωτα πάθη και τα παθήματά του στην παιδική ηλικία, για έναν αστείο ηθοποιό του οποίου οι μεταπτώσεις και οι μεταλλάξεις κινούνται μεταξύ σοβαρού και αστείου, παρελθόντος και παρόντος προκαλώντας άλλοτε τον οίκτο και άλλοτε τη θυμηδία;

Θα μπορούσε, ωστόσο, ο βίος και η πολιτεία του αντιφατικού κι απένταρου, κατ’ ευφημισμόν Χρυσοβαλάντη, να είναι ευφυές τέχνασμα, ένα καλοστημένο παιχνίδι του συγγραφέα προκειμένου να φέρει αντιμέτωπο τον αναγνώστη με τον εαυτό του και με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έτσι, ώστε μέσω αυτού του ανάπηρου ψυχικά ήρωα, μέσω αυτού του αθύρματος που θεωρεί πως για όλα τα στραβά και τα ανάποδα που του συμβαίνουν φταίνε εκ προοιμίου αποκλειστικά οι άλλοι, πως για την κακοδαιμονία που τον ακολουθεί είναι υπεύθυνοι εξωγενείς παράγοντες, για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης, (και όλοι εμείς, το ζωντανό περιεχόμενο της κοινωνίας), ότι με την παθητική του στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν γίνεται πιόνι, όργανο του όποιου κατεστημένου, μέτοχος, θύτης και θύμα του εαυτού του και του κατεστημένου.

Φαινομενικά, ο συγγραφέας, εκμεταλλευόμενος με ευστροφία και επιδεξιότητα τη δυναμική του  λόγου και την αμφισημία των λέξεων, παίζει ένα έξυπνο παιγνίδι φαντασίας δημιουργώντας, μέσω του ήρωά του, κωμικοτραγικά γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο. Δημιουργεί έτσι ένα κλίμα ιλαροτραγικό και ένα πεδίο «μάχης» που επιτρέπει στον ήρωά του να κινείται άνετα μεταξύ πραγματικότητας και με πραγματικά γεγονότα και, παράλληλα, φαντασίας με φαντασιώσεις και να τον παρουσιάζει μες από τα πολλά πρόσωπα και τα προσωπεία του και με διακριτικά περιπαικτική διάθεση, ικανό άλλοτε να επιβάλλει σιωπή για περισυλλογή και ενίοτε να δημιουργεί προϋποθέσεις για θλιβερές σκέψεις και εξαγωγή αμφιλεγόμενων συμπερασμάτων.

Η αφήγηση δεν ακολουθεί τη φυσική ροή των γεγονότων αλλά λειτουργεί με τις παλινδρομήσεις στην κατακερματισμένη ζωή και συμπεριφορά του ήρωα, ο οποίος, ωστόσο, κρατάει σταθερά το νήμα της εξέλιξης και γίνεται ο συνδετικός κρίκος των επιμέρους ενοτήτων που λειτουργούν και μεμονωμένα και ως μέρη ενιαίας ενότητας. Ο Χρυσοβαλάντης, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, είναι πανταχού παρών, γεμίζει με την παρουσία του τον μυθιστορηματικό του χώρο, είναι υπεύθυνος ο ίδιος για το περιεχόμενο της ζωής του και για τις κωμικοτραγικές καταστάσεις που δημιουργούνται και που τις αντιμετωπίζει πότε με αυτοσαρκαστικό και πότε με πικρό και μαύρο χιούμορ.

 

Μάκης Τσίτας

 

Ως τα πενήντα του ο άντρας αυτός δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο του, δεν έχει κατασταλάξει αισθηματικά, δεν έχει τακτοποιηθεί επαγγελματικά,  παραμένει αιώνιος κατά φαντασίαν εραστής και ανερμάτιστος έφηβος, δεν μπορεί να κάνει σωστές επιλογές, άγεται και φέρεται από το τυχαίο και το περιστασιακό. Οι ενοχές και οι φόβοι του είναι το άντρο που κρύβεται για να αποφεύγει τις ευθύνες που του αναλογούν.

Φοβάται να συνάψει ουσιαστική σχέση με γυναίκα γιατί θεωρεί όλες τις γυναίκες πόρνες. Τα βάζει με τις πόρνες ως υπεύθυνες για τα κακά του συμβαίνουν. Ξοδεύεται καθημερινά ηθικά και υλικά γιατί έχει χάσει τον προσανατολισμό του, είναι και παραμένει ένας ταλαίπωρος αισθηματίας άστεγος ηθικά και κοινωνικά, οικονομικά εξαρτημένος από άλλους, ψυχικά ασθενής, διανοητικά ελλειπτικός, ονειροπαρμένος, ένας φαντασιόπληκτος που καταντάει τρελός.

Είναι «πολυσυλλεκτικός», πολυσύνθετος αρνητικός ήρωας, οιονεί, η συνισταμένη όλων των χαρακτήρων που υποδύεται αλλάζοντας διαρκώς πρόσωπα και προσωπεία, ανάλογα με τις περιστάσεις, για να καλύπτει την ψυχική του ένδεια, την αδυναμία του να ενταχθεί στο σάπιο έστω κοινωνικό σύνολο και προτιμά (;) να γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος που σηκώνει στην κυρτωμένη ράχη του τα άγχη από τα προβλήματα που του δημιούργησε το οικογενειακό, το κοινωνικό, το οικονομικό, το ηθικό και το θρησκευτικό κατεστημένο: – μάρτυς μου ο Θεός, εγώ δεν φταίω σε τίποτα! Το άλλοθι και η ασπίδα του – και περιφέρει μια εγνωσμένη δυστυχία που τη συνιστούν συνεχείς ατυχίες και επαναλαμβανόμενες αποτυχίες. Η ζωή του θα μπορούσε να παραλληλισθεί με έναν πίνακα ζωγραφικής παρανοϊκού ζωγράφου και ν’ αποτελέσει σενάριο για κινηματογραφική ταινία.

Βυθισμένος σε μια κατάσταση απραξίας και αβουλίας αναπολεί τα περασμένα, όχι πάντα με λογική σειρά και διαδοχή, αλλά όπως έρχονται στο νου του και ζει πολλές φορές ξανά και ξανά την ίδια ή κάπως παραλλαγμένη ζοφερή πραγματικότητα που δεν έχει αρχή και τέλος. Τα πρόσωπα, σύμφωνα με την παράφρονα λογική του, αλλάζουν όχι μόνο προσωπείο αλλά και συμπεριφορά και χαρακτήρα, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία τα βλέπει.

Έτσι που είναι όλα μπερδεμένα στο μυαλό του, που πάνε κι έρχονται οι καταστάσεις και τα γεγονότα ενίοτε ελαφρώς, συνήθως παραλλαγμένα· που αν μπορούσε να δει κανείς εκεί που συμβαίνουν οι διάφορες διεργασίες, θα διαπίστωνε πόσο διαταραγμένη προσωπικότητα είναι, πόσο οδυνηρή είναι η ψυχική του κατάσταση από τον εσωτερικευμένο πόνο και τις αναμνήσεις της σκληρής παιδικής ηλικίας και πόσο εξαρτημένος είναι από άκαρπες αισθηματικές κρούσεις και ερωτικές φαντασιώσεις, δεν θα ήξερε αν πρέπει να τον λυπηθεί και να κλάψει μαζί του για την κατάντια του ή να γελάσει με τα κωμικοτραγικά που του συμβαίνουν, είτε τα προκαλεί ο ίδιος είτε τα φέρνουν οι συγκυρίες.

Σίγουρα, πίσω από το πορτρέτο του άβουλου και δειλού Χρυσοβαλάντη και στην προέκταση του ψυχικού τοπίου βλέπει κανείς την εικόνα της σύγχρονης διαλυμένης ελληνικής -και όχι μόνο- οικογένειας και αποτυπωμένη την ψυχογραφία της, και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αν και συμπληρώνει μια πεντηκονταετία ελεύθερου βίου, όχι μόνο δεν κατάφερε να μεγαλώσει, να σπάσει τα δεσμά της «προστατευτικής» δουλοσύνης, να βγει από τα άγχη, να ξεπεράσει τις δυσκολίες, να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την πραγματικότητα και να δώσει λύσεις στα οικονομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και ηθικά προβλήματά της, όπως και στα προβλήματα διακρατικών και διεθνών σχέσεων, αλλά παραπαίει και σκοντάφτει πάνω σε εμπόδια που η ίδια με την αβουλία και την ατολμία της δημιουργεί.

Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο και αξιοσημείωτο στοιχείο της ξεχωριστής από κάθε άποψη, συγγραφής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δίνει αφενός μια συγκλονιστική λύση του καθολικού δράματος του ταλαίπωρου ήρωα, αφετέρου, ωστόσο, αφήνει πολλά περιθώρια στον αναγνώστη να υποθέσει άλλη έκβαση και να προτείνει τη δική του  άποψη.

Η πολυεπίπεδη, κυκλική, ανακυκλούμενη αφήγηση ακολουθεί κλιμακωτή ανέλιξη, εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα στοιχεία και γεγονότα που έχουν προφανώς παραλειφθεί ή επαναλαμβάνονται για να θυμίζουν την αφετηρία, γίνεται συναρπαστική με τις αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις, πώς και γιατί ο ήρωας βίωσε διανοητικά διάφορες καταστάσεις ώστε να καταστεί συμπαθέστατος και αξιαγάπητος.

Παράλληλα κρατάει επιμελώς τη ζωντάνια και την αμεσότητα του προφορικού λόγου και συνοδεύεται από κάποιες λέξεις και φράσεις που συνδέουν τα επί μέρους συμβαίνοντα με τα τρέχοντα γεγονότα, κρατούν τη συνοχή του κειμένου και συντελούν στη ροή της αφήγησης που κυλάει απρόσκοπτα, παρά τις παλινδρομήσεις και αναδιπλώσεις, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και αξιαγάπητο ανθρώπινο τοπίο, πολύχρωμο, πολυπρόσωπο και αινιγματικό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top