Fractal

Διήγημα: “Κυρά και αρχόντισσα”

Της Χριστίνας Μιχαηλίδου // *

 

 

 

 

 

Κυρά και αρχόντισσα

 

 

Το θυμάμαι καλά το Σοφάκι. Ήμασταν συμμαθήτριες στο Λύκειο. Ήταν από τα κορίτσια που ήθελες να τους μοιάσεις έτσι ντελικάτη και μικροκαμωμένη που την έβλεπες, ενώ οι υπόλοιπες τσαλαβουτούσαμε άχαρα μέσα στην εφηβεία μας. Το Σοφάκι διέθετε ακόμη ένα πλεονέκτημα, τα είχε με τον Κώστα. Ερχόταν και την έπαιρνε από το σχολείο με ένα δανεικό μηχανάκι που γκάζωνε για να κάνει σαματά και με το Σοφάκι κολλημένο στην πλάτη του, εξαφανίζονταν μέσα στα στενά. Όλες την ζηλεύαμε τότε. Παλλήκαρος ο Κώστας με κάτι αμυγδαλωτά, γαλάζια μάτια που όταν έπεφταν πάνω σου, νόμιζες ότι σε πλάκωνε ο ουρανός. Τις τελευταίες ώρες έκανε κοπάνα για φραπεδάκι στο Πασαλιμάνι και βέβαια για Πανελλήνιες ούτε κουβέντα. Τι τα ήθελε τα Πανεπιστήμια και τις σχολές λέγαμε τότε, αφού είχε τον Κώστα.

Ο Κώστας ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος. Παράτησε το σχολείο στα δεκαπέντε. Δεν τα έπαιρνε που δεν τα έπαιρνε τα γράμματα, έμπλεκε συνεχώς και σε καβγάδες και έτσι τον σταμάτησαν οι δικοί του και τον έστειλαν κοντά στο θείο του που είχε συνεργείο αυτοκινήτων να μάθει τη δουλειά. Μόλις γύριζε από φαντάρος θα αρραβωνιαζόντουσαν.

Κυρά και αρχόντισσα θα την έκανε, της το είχε ορκιστεί εκείνο το βράδυ που τρελός από ζήλεια επειδή είχε πάει για καφέ με μια φίλη της την είχε στήσει έξω από το σπίτι της και την άρχισε στις κλωτσιές. Όταν συνήλθε, έπεσε στα τέσσερα και φίλαγε τις μελανιές της και τότε ήταν που της έκανε την πρόταση γάμου, εκεί γονατιστός στο πεζοδρόμιο κλαίγοντας. Έτσι που τον έβλεπε σκυμμένο μπροστά της δυό μέτρα άντρα να κλαψουρίζει «να πέσει φωτιά να με κάψει αν το ξανακάνω» και «ο μεγάλος μου έρωτας φταίει για όλα», τον λυπήθηκε και μαζί με συγχώρεση του έδωσε και την συγκατάθεση της.

Τέλειωσε το φανταρικό κακήν κακώς γιατί από τα πειθαρχικά μάζεψε έξι μήνες επιπλέον, αλλά βρέθηκε κάποιος γνωστός του πατέρα του, διοικητής, τα κουκούλωσε και του έσβησαν τη μισή φυλακή. Ο Κώστας βγήκε φουριόζος να κάνει τους αρραβώνες με το Σοφάκι που μόλις είχε κλείσει τα δεκαοχτώ και είχε πιάσει δουλειά πωλήτρια σε ένα κατάστημα με λευκά είδη. Δεν του άρεσε και πήγε κατευθείαν στο αφεντικό και την σχόλασε, χωρίς να την ρωτήσει. «Δεν είναι δουλειά αυτή για σένα πριγκηπέσα μου» της είπε. «Κυρά και αρχόντισσα θα σε κάνω, στο έταξα».

Αχ βρε Σοφάκι τι τράβηξες στα χέρια του δέκα ολόκληρα χρόνια, μόνο κυρά και αρχόντισσα δεν σε έκανε. Και κουβέντα σε κανέναν, στράγγιξες από το φόβο. Κλειδαμπάρωνες το στόμα, φόραγες και ένα χαμόγελο για να μην καταλάβει τίποτα ο μικρός και από πάνω πούδρες και γυαλιά ηλίου για να καλύψεις τα σημάδια. Δεν πήρε χαμπάρι ούτε το παιδί, ούτε φίλος, ούτε γνωστός. Για αυτό όταν σε είδαν να φεγγοβολάς με το χαρτί του διαζυγίου στα χέρια, ξίνισαν. Ούτε γιορτή να είχες λέγανε οι κακές γλώσσες.

Όμως εσύ χαμογελούσες διάπλατα για πρώτη φορά μετά από χρόνια χωρίς φτιασίδια και ψέματα. «Φιλενάδα σώθηκα, παραλίγο να με βλέπατε κρεμασμένη στα μανταλάκια με μεγάλους τίτλους και να με κλαίγατε» μου είπες τελειώνοντας την ιστορία σου με μία ανάσα.

Και όπως την άκουγα, έβλεπα μπροστά μου το ίδιο ντελικάτο κορίτσι του σχολείου, μα όχι πια μικροκαμωμένο, είχε πάρει τώρα μπόι η Σοφία.

 

 

* Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Σπούδασα Διοίκηση επιχειρήσεων. Από μικρό παιδί αγαπούσα την ποίηση και την λογοτεχνία. Η γραφή είναι για εμένα ένα θεραπευτικό ταξίδι ψυχής. Σπουδάζω στο Μεταπτυχιακό τμήμα «Δημιουργική Γραφή και Λογοτεχνία», του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το παραμύθι μου «Ο Σκοταδούλης και ο Μανδύας της νύχτας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top