Fractal

Εν περιλήψει…

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

 

 

 

Στρατής Δούκας: «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», Εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Στρατής Δούκας, το 1928 από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, έκανε περιοδεία σε προσφυγοχώρια της περιφέρειας Αικατερίνης. Πήγαινε σε καφενεία όπου έβρισκε πρόσφυγες και άκουγε τις ιστορίες τους, αλλά και τον πόνο τους σε σχέση με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στη νέα τους πατρίδα, όπως μακροπρόθεσμα δάνεια, εκχερσώσεις, εντάλματα εποικισμού, φόροι και άλλα παρόμοια κι αυτός κράταγε σημειώσεις. Κάποια στιγμή πήγε και στο καφενείο του προσφυγικού χωριού Στουπί, όπου συνάντησε έναν πρόσφυγα, που μόλις μπήκε στο καφενείο, όλοι με μια φωνή είπαν πως αυτός είχε κάνει τον Τούρκο για να γλιτώσει. Τότε αυτός άρχισε να διηγείται την ιστορία του, όπου ο Δούκας ακούγοντάς την κατάλαβε πως έπρεπε να την καταγράψει, οπότε αμέσως άρχισε να κρατά σημειώσεις. Όταν τελείωσε την αφήγησή του τον έβαλε και υπέγραψε αυτά που είχε πει και υπέγραψε ως Νικόλαος Καζάκογλου. Ο Δούκας όταν γύρισε στη Θεσσαλονίκη έκατσε κι έγραψε την ιστορία αυτή και την πήγε στην Αθήνα στον εκδότη Χ. Γανιάρη και το 1929 έδωσε στον Νικόλα ένα αντίτυπο της ιστορίας, που είχε τυπωθεί και αυτός ήταν πολύ ικανοποιημένος, που ήταν γραμμένη η ιστορία του, όπως την είπε. Ο σύντροφος όμως του Νικόλα, που διάβασε κι αυτός την ιστορία, δεν ήταν ευχαριστημένος, που ο Δούκας, στην ιστορία του, έγραψε ότι είχε κρεμαστεί, αφού ούτε ο Νικόλας ήξερε να πει τι είχε απογίνει. Αυτός λοιπόν τους είπε πως τελικά πιάστηκε από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στη Σμύρνη, επειδή ήταν τραυλός και δειλός, αλλά τελικά ελευθερώθηκε. Πριν φύγει ο Δούκας άφησε χαρτί στον Νικόλα να γράψει και μόνος του την ιστορία του και το χειρόγραφο του Νικόλα, ο Δούκας το κατέθεσε στη Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία του Νικόλα.

Στην καταστροφή της Σμύρνης ο Νικόλας βρισκόταν μαζί με τους γονείς του στο λιμάνι στην Πούντα και τον πήραν μέσα από τα χέρια των γονιών του και βρέθηκε αιχμάλωτος στην Τουρκία. Τον πήγαν σε στρατώνα, όπου ήταν κι άλλοι πολλοί. Όταν νύχτωσε μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να τους χτυπούν με ξύλα και να τους κλωτσούν. Τελικά πήραν κάποιους κι έφυγαν βλαστημώντας. Από τότε πήγαιναν κάθε νύχτα και έπαιρναν κάμποσους κι ακούγονταν απ’ έξω πυροβολισμοί. Μετά από κάμποσες ημέρες πήγε ένας αξιωματικός και πήρε τους υπόλοιπους, όπου  ανάμεσά τους ήταν και ο Νικόλας. Αφού τους έβγαλαν έξω ξεχώρισαν τους στρατιώτες από τους πολίτες και αφού τους έβαλαν σε τετράδες, τους διέταξαν να γονατίσουν για να τους μετρήσουν. Εκεί είδε ο Νικόλας και τον αδελφό του και υπολόγισε ότι ήταν εκεί περίπου δυο χιλιάδες άνθρωποι. Τους πέρασαν μέσα από την αγορά, όπου όσοι Τούρκοι υπήρχαν, τους πέταγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Κατά το μεσημέρι έφτασαν στο Χαλκά- Μπουνάρ και τους έκλεισαν σ’ έναν περιφραγμένο χώρο. Τα ξημερώματα πήγε ένας αξιωματικός και τους πήρε. Περπατούσαν ώρες, χωρίς να ξέρουν που πήγαιναν. Όσοι δεν μπορούσαν τους πήγαιναν μέσα στο δάσος και τους σκότωναν. Στις βρύσες ήταν σκοποί και τις φύλαγαν. Ο Νικόλας δεν άντεχε και πήρε χρήματα από τον αδελφό του και τα πρόσφερε στον Ασκέρ- αγά, οπότε ήπιε νερό και έδωσε και στον αδελφό του. Την άλλη μέρα τους πήγαν στο εσωτερικό της Μαγνησίας και τους έκλεισαν σ’ ένα νοσοκομείο. Μπορεί να μην ένιωθαν πείνα, όμως ένιωθαν δίψα και πολλοί πέθαιναν, γιατί δεν είχαν λεφτά, οπότε έπιναν το κάτουρό τους. Όσοι πέθαιναν τους πέταγαν μακριά με κάρα και όσοι βοηθούσαν να τους πετάξουν, έπιναν νερό. Υπήρχε ένα σιντριβάνι, όμως δεν τους άφηναν να πιούν από εκεί  και όσοι πήγαιναν τους πυροβολούσαν. Αλλά όταν τους επισκέφτηκε ο Χότζας, έδωσε μισή κουραμάνα στον καθένα και τους άφησε να πιούν νερό από το σιντριβάνι. Το βράδυ τους έγδυσαν και τους πήραν ό,τι πολύτιμο είχαν, ακόμα τους πήραν και τα χρυσά δόντια. Την άλλη μέρα τους πήγαν στον Κασαμπά, όπου εκεί ήταν τα πάντα μες στη στάχτη. Ο λοχαγός τους πήγε σ’ έναν ξερότοπο και τους άφησε μέσα στον ήλιο. Μετά το μεσημέρι χάρηκαν που έβρεξε γιατί ήπιαν νερό, αλλά και πλύθηκαν. Το πρωί ο λοχαγός τους χώρισε σε λόχους και φανερώθηκαν ομάδες τεχνιτών, όπως φουρνάρηδες, μαραγκοί, σιδεράδες, χτίστες και άλλοι και τους παρέδωσε στους στρατιώτες λέγοντας, πως αφού αυτοί τα χάλασαν, αυτοί να τα φτιάξουν. Ο αδελφός του Νικόλα ήταν μυλωνάς και τον έβγαλαν μαζί με άλλους, για να πάνε να αλέσουν τον καρπό. Βγήκαν  και οι ζυμωτήδες  για να πάνε   στο φούρνο κι έτσι έβγαλαν κουραμάνες, από κριθάρι. Από εκείνη την ημέρα μοίραζαν στον καθένα ένα τέταρτο. Δύο ζυμωτήδες που έκλεψαν ζυμάρι, τους εκτέλεσαν επιτόπου. Επίσης ο λοχαγός για να τιμωρήσει αυτήν την πράξη τους έβαλε όλους να καθαρίσουν τον σταθμό του τρένου, που ήταν μες στη βρώμα, χτυπώντας τους άσχημα.

 

Στρατής Δούκας (διά χειρός Φώτη Κόντογλου)

 

Ένα βράδυ ο λοχαγός έδωσε διαταγή στη φρουρά να ειδοποιήσει τα χωριά, πως εκεί υπάρχουν παραγιοί και να πάνε να πάρουν. Την επόμενη ημέρα πήγαν οι μουχτάρηδες κι   άρχισαν να διαλέγουν. Ένας δεκανέας, που  είχε συμπαθήσει τον Νικόλα και τον φίλο του, τους είπε πως εκεί κοντά υπάρχει ένα καλό χωριό το Μπουνάρ- Μπασί και αν πάνε εκεί θα περάσουν καλά. Σ’ αυτό το μέρος δούλεψαν είκοσι μέρες, όμως συνέχεια ο Νικόλας και ο σύντροφός του σκέφτονταν, πώς να  λιποταχτήσουν κι έτσι κάποια στιγμή  αποφάσισαν να φύγουν. Περπατώντας έξω από το χωριό συνάντησαν έναν γκρεμό. Ήταν ένα ρέμα βαθύ, γεμάτο απόκρημνες μεριές. Αποφάσισαν να το περάσουν και καθώς κατηφόριζαν συνάντησαν μια βραχοσπηλιά, όπου συμφώνησαν να μείνουν μέχρι να ξημερώσει. Πίσω από τον γκρεμό την άλλη μέρα άκουσαν φωνές και γαβγίσματα σκύλων, γιατί είχαν βγει να τους ψάξουν. Εκεί όμως, που είχαν κρυφτεί, δεν τους έβλεπαν, οπότε αυτοί που τους κυνηγούσαν απομακρύνθηκαν. Έτσι κατάφεραν να περάσουν το ρέμα και περπατώντας  σκυφτοί απ’ την πλευρά του γκρεμού έφτασαν στο Μποζ- Νταγ, που ήταν ερειπωμένο. Συνέχισαν να περπατούν και  την τέταρτη μέρα έφτασαν στο Οντεμίς και πήγαν στο δάσος να κρυφτούν. Το βράδυ όμως συνέχισαν την πορεία τους κι έφτασαν έξω από την πολιτεία Μπανός. Εκεί υπήρχαν ελαιόδεντρα, όπου εξαιτίας της πείνας τους έφαγαν τις άγουρες ελιές. Συνέχισαν το περπάτημα και μετά από δυσκολίες κατάφεραν κι έφτασαν έξω από το δικό τους χωριό. Χάρηκαν γιατί νόμιζαν πως έφτασαν στα σπίτια τους και ότι οι δικοί τους θα είναι εκεί και θα τους περιμένουν. Αποφάσισαν να χωριστούν και ο καθένας να πάει στο δικό του μαχαλά και στο δικό του σπίτι. Όπου όμως κι αν πήγαν τα πάντα ήταν ρημαγμένα. Τα σπίτια ανοιχτά, άδεια, οι πόρτες σπασμένες με τσεκούρια. Μονάχα στην αγορά έμεναν ακόμα λίγοι Τούρκοι και στην αστυνομία ήταν ο σκοπός. Το πρωί που αντάμωσαν τους πήραν τα κλάματα. Μην έχοντας τίποτα να φάνε ρίχτηκαν στις συκιές, οι οποίες μάλιστα είχαν χαλάσει από τη βροχή. Ήξεραν μία σπηλιά και πήγαν εκεί να μείνουν. Είχαν αρχίσει να ωριμάζουν τα κάστανα και οι ελιές και μάζεψαν αρκετούς καρπούς και τους πήγαν στη σπηλιά τους. Αντίκρυ τους ήταν ένας μύλος και πήγαν το βράδυ και πήραν ό,τι βρήκαν, όπως αλεύρι, τρόφιμα, λάδι, κεριά και από τους γύρω μπαξέδες πήραν μελιτζάνες και ντομάτες. Το βράδυ μαγείρευαν και το πρωί έπαιρναν το φαγητό τους και πήγαιναν στο δάσος. Το βράδυ δεν κοιμόντουσαν επειδή είχαν τις ψείρες, που δεν τους άφηναν να ησυχάσουν, αλλά και από τον φόβο, μην τους πιάσει κανείς στον ύπνο. Έτσι την άλλη μέρα αποφάσισαν να πάνε στο ρέμα να πλυθούν, να ξυριστούν, να κόψουν τα μαλλιά τους και να ανάψουν φωτιά για να ζεστάνουν νερό ώστε να πλύνουν τα ρούχα τους, για να φύγουν οι ψείρες.  Κάποια μέρα άκουσαν ομιλίες από άντρες και γυναίκες, που έλεγαν πως ακόμα εκεί υπάρχουν Γκιαούρηδες, κι έτσι αποφάσισαν να αλλάξουν κρυψώνα. Πήγαν σε μια άλλη σπηλιά, που ήξεραν, κι έμειναν τέσσερις μήνες. Όμως κι εκεί έβλεπαν γελαδάρηδες που κυκλοφορούσαν, γιατί έψαχναν τα βόδια τους, οπότε άλλαξαν σπηλιά, όπου έμειναν δέκα μέρες χωρίς να βγουν καθόλου. Τελικά οι τροφές άρχισαν να τελειώνουν κι αποφάσισαν να κάνουν τους Τούρκους και να κατέβουν στο χωριό, για να πιάσουν δουλειά. Όμως συμφώνησαν να χωριστούν, για να μην μπερδευτούν και μιλήσουν ελληνικά μεταξύ τους και προδοθούν. Έτσι ο Νικόλας είπε ότι θα πάει στα Θείρα και ο σύντροφός του στο Αϊντίν και θα συναντιόντουσαν σε δυο μήνες. Ο Νικόλας πηγαίνοντας προς τα Θείρα, συνάντησε βροχή και χώθηκε σε μια καλύβα.  Τον βρήκε όμως ο αγροφύλακας, που ήταν οπλισμένος και τον ρώτησε τι κάνει εκεί. Του εξήγησε πως πήγαινε στα Θείρα, γιατί είναι τσοπάνης και θέλει να βρει δουλειά, οπότε αυτός του είπε ότι είναι καλύτερα να πάει στον Χατζημεμέτη, που είναι εκεί κοντά, γιατί  είναι νοικοκύρης άνθρωπος και θα περάσει καλά. Πράγματι προχωρώντας συνάντησε τα πρόβατα του Χατζημεμέτη κι αμέσως άρχισε τη δουλειά βόσκοντας τα πρόβατα του αφεντικού, που έλειπε. Όταν γύρισε το αφεντικό βρήκε τα πρόβατά του καλοταϊσμένα και αποφάσισε να τον κρατήσει. Την άλλη μέρα το πρωί άρμεξε τα πρόβατα, όπως και το βράδυ και από  διακόσια πενήντα  πρόβατα, έβγαλαν σύνολο  ογδόντα έξι οκάδες γάλα. Το αφεντικό ευχαριστήθηκε πολύ και του είπε πως οι Ρωμιοί, που έμεναν εκεί έβγαζαν τόσο πολύ γάλα. Τον ρώτησε πώς τον λένε και από πού είναι κι εκείνος είπε πως τον λένε Μπεχτσέτ και είναι από το Κοσσυφοπέδιο. Κάποια μέρα το αφεντικό του είπε πως στα Θείρα έπιασαν έναν Έλληνα, που ήταν παραγιός σε Τούρκο κι έκανε τον μουσουλμάνο και ο Χότζας τον κατάλαβε, γιατί δεν ήξερε να πλυθεί, πριν μπει στο ναό και τον κρέμασαν στην αγορά. Ο Νικόλας φαντάστηκε πως ήταν ο σύντροφός του, αλλά ενώ στεναχωρήθηκε, δεν το έδειξε, για να μην προδοθεί.   Όταν έφτασε η σαρακοστή για τους Μωαμεθανούς, είπε πως ήθελε κι αυτός να συμμετέχει στη νηστεία. Τα μεσάνυχτα όταν χτύπησε ο γύφτος το νταούλι σηκώθηκαν όλοι και άρχισαν να σιγοτρώνε. Οι  τσοπάνηδες είχαν κάτσει πίσω από μία πέτρα και προσεύχονταν. Οπότε ο Νικόλας έκανε ό,τι έκαναν αυτοί. Κόντευε το Μπαϊράμι  και του είπε το αφεντικό να πάνε στην πόλη να του ψωνίσει. Όταν έφτασε η μέρα ευτυχώς όλοι είχαν φύγει και είχε μείνει ο Νικόλας μόνος για τα πρόβατα, οπότε γλίτωσε το τζαμί, γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει πριν μπει.

Ο καιρός περνούσε και ο αφέντης γινόταν όλο και πιο καλός απέναντί του και μάλιστα ήθελε να τον παντρέψει με την ανιψιά του. Τον πίεζε πάρα πολύ οπότε αναγκάστηκε να του πει πως έχει μια αδελφή στην Προύσα, που ζει μόνη της κι αυτός έχει πολλά χρόνια να την δει, οπότε θέλει να την φέρει κι αυτήν εκεί και μετά θα δει τι θα κάνει. Το αφεντικό δέχτηκε να τον αφήσει να πάει, όμως είπε στο αφεντικό ότι δεν έχει τα απαραίτητα χαρτιά, όπως ταυτότητα, για να μπορεί να ταξιδέψει, γιατί τα έχασε, όταν πολεμούσε τους Γιουνάνηδες. Οπότε το αφεντικό που είχε πολλές γνωριμίες, έδωσε στον Μουσταφά αφέντη ένα αρνί και την άλλη μέρα πήγε στα Θείρα και του έφερε την ταυτότητα. Του είπε ότι η πόρτα του σπιτιού του γι’ αυτόν είναι πάντα ανοιχτή και μπορεί να γυρίσει όποτε θέλει, οπότε και ο Νικόλας του απάντησε, ότι αν δεν γυρίσει σ’ αυτόν, σημαίνει πως θα έχει πεθάνει. Την επομένη το πρωί τους χαιρέτησε κι έφυγε. Το αφεντικό τον πήγε στα Θείρα και πήρε το τρένο κι έφτασε στη Σμύρνη. Από εκεί ήθελε να πάρει το πλοίο για να πάει στην Πόλη.  Μέσα στο πλοίο γνωρίστηκε μ’ έναν Έλληνα, ο οποίος τον σύστησε στον καμαρότο, που ήταν Έλληνας και υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Ο καμαρότος το είπε στον πλοίαρχο κι έτσι όταν έφτασαν στη Μυτιλήνη, το πλοίο έπιασε λιμάνι και όταν ανέβηκε ο Λιμενάρχης στο καράβι, ο καμαρότος του είπε ψιθυριστά για τον Έλληνα που είχαν στο καράβι. Έπρεπε όμως να ρωτηθεί και ο Φρούραρχος για να βγάλουν τον Έλληνα από το καράβι, γιατί είχε μόνο τούρκικα χαρτιά. Αφού δόθηκε η άδεια τον κατέβασαν και τον έστειλαν σε ένα ξενοδοχείο, όπου ο ξενοδόχος ήταν από τα Σώκια, προς αναγνώριση. Τελικά ο ξενοδόχος  με την απάντηση που πήρε, από την ερώτηση που του έκανε, είπε πως ο άνθρωπος αυτός δεν λέει ψέματα και ότι όντως ήταν Έλληνας. Κατόπιν τον πήγαν στη Νομαρχία κι έβγαλε πιστοποιητικό και τον έστειλαν με συνοδεία στον Πειραιά. Όταν το πλοίο έφτασε στη Χίο συνάντησε χωριανούς του, αλλά και τους δικούς του, που την ίδια μέρα έφευγαν για την Κοζάνη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top