Fractal

Διήγημα: “Περιπλανώμενος τσιγγάνος”

Του Νίκου Τσούλια //

 

http://www.melwdos.net/2012/06/2o.html

 

Εμφανίζονταν κατά κύματα εκεί στην τελευταία στροφή του δρόμου προς το διάσελο άλλοτε πολλοί μαζί και άλλοτε μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Μας είχαν ορμηνεύσει οι μεγάλοι καλά, γιατί έκλεβαν – μας έλεγαν – με τον πιο έξυπνο τρόπο. «Αν καταλάβετε ότι είναι αρκουδόγυφτοι, τα μάτια σας δεκατέσσερα, μην τους αφήσετε να πλησιάσουν στο σπίτι, να προσέχετε και τα πουλερικά κι’ όλα τα ζωντανά, να έχετε αμολητά και τα άγρια σκυλιά». Είχαμε ψιλακούσει ότι είχαν βοηθήσει και στην Σταύρωση του Χριστού φτιάχνοντας κάτι πολύ μεγάλα καρφιά και ο φόβος μας είχε αποκτήσει και κάποια περίεργη μορφή.

      Αλλά η παρέα του γυφτο – Δημητράκη δεν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Εμφανίστηκε χωρίς να το καταλάβουμε καλά – καλά. Είχε εγκατασταθεί με ένα τσούρμο παιδιά και με τη γυναίκα του δίπλα στη δημοσιά στη στάση του λεωφορείου κοντά στα πιο μεγάλα κυπαρίσσια του χωριού μας. Για το πότε έφτιαξαν τα τσαντίρια τους δεν προλάβαμε να το δούμε. Από την πρώτη στιγμή στρώθηκαν στη δουλειά. Ήταν καλαθόγυφτοι˙ αυτούς δεν τους φοβόμασταν. Ζούσαν από τη δουλειά τους. Τα σπίτια μας ήταν γεμάτα από τα δικά τους προϊόντα: κάθε λογής καλάθια, χεροκάλαθα για μικρομεταφορές, κοφίνια μικρά για τον τρύγο και μεγάλα για την αποθήκευση του σταριού, της βρώμης και του καλαμποκιού, πανέρια για τα μικρά ρούχα του σπιτιού και για τους γάμους, μαλάθες για το ψωμί.

      Καθισμένοι όλοι κατά γης, μικροί και μεγάλοι, χρησιμοποιώντας χέρια και γυμνά πόδια – τα δάκτυλά τους – ξεδίπλωναν την τέχνη τους με θαυμαστή δεξιότητα και ζηλευτή σβελτάδα. Δεν αγόραζαν τίποτα˙ καλάμια και λυγαριά ήταν το φυσικό υλικό τους. Έφτιαχναν τον πάτο πάντα με πλέξιμο λυγαριάς, πυκνό – πυκνό για να είναι στέρεος, έσκιζαν τα καλάμια λεπτά – λεπτά κατά μήκος πλέκοντάς τα με μαεστρία και ανάλογα με το μέγεθος του καλαθιού έβαζαν και σχετικές κάθετες σειρές ξανά με λυγαριά για να αντέξει στο βάρος και στο χρόνο.

      Τότε η φτώχεια δεν πείραζε την φτώχεια. Δεν ξέραμε τη λέξη «ρατσισμός». Μα ήταν και κάτι άλλο. Έκανε πολύ καλή δουλειά ο γυφτο – Δημητράκης. Τον αγαπούσε όλο το χωριό. Και αυτός τους αποζημίωνε και με το παραπάνω˙ είχε την καραμούτζα του και έπαιζε τα δημοτικά τραγούδια υπήρχε δεν υπήρχε γλέντι. Αν δεν δούλευε, θα άκουγες τη μουσική του˙ ποτέ δεν χασομερούσε. Αν καταλάβαινε ότι υπήρχε κάπου γιορτή, έτρεχε να βοηθήσει. Τότε τραγουδιστάδες ήταν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι και τα γλέντια ήταν πραγματική απόλαυση. Ίσως γιατί στα χρόνια της στέρησης να τα είχαν περισσότερο ανάγκη, ίσως γιατί δεν περίμεναν και πολλά – πολλά από τη ζωή και τους αρκούσε μια γιορτινή μέρα κάθε τόσο για να παίρνουν ανάσα από τη σκληρή δουλειά.

      Σιγά – σιγά ο γυφτο – Δημητράκης έγινε γνωστός σ’ όλη την περιοχή και δεν προλάβαινε τις παραγγελίες. Τα παιδιά του, μικρά και μεγάλα, είχαν μπει για καλά στη δουλειά. Όλη η πιτσιρικαρία της μικρής γειτονιάς που ήταν έξω από το χωριό είχαμε γίνει ένα με τα γυφτόπουλα. Όταν άρχιζε να νυχτώνει και οι δουλειές των σπιτιών με το μάζεμα των ζώων έκλεινε τον κύκλο της ημέρας, μαζευόμαστε με την ψυχή στο στόμα για να κλέψουμε χρόνο και φως από τα απομεινάρια του δειλινού και να του δώσουμε να καταλάβει από τα παιχνίδια και τα ξεφωνητά.

      Ήλθε κάποια στιγμή η Χούντα. Δεν ξέραμε τι είναι αυτή η Χούντα και οι μεγάλοι δεν μας έλεγαν τίποτα γι’ αυτή, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι είναι κάτι κακό. Τότε πολλά πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και κάποιοι κάτοικοι του μικρού χωριού μας γίνηκαν φόβητρο γι’ όλους. Ο χωροφύλακας από το σταθμό Χωροφυλακής στο διπλανό χωριό ερχόταν τώρα με πολύ αυστηρό ύφος και κανένας δεν τολμούσε να τον πει με το μικρό του όνομα, όπως γινόταν μέχρι τότε.

      Και …καλά όλα αυτά. Αλλά ο γυφτο – Δημητράκης τι έφταιγε; Ο χωροφύλακας άρχισε να του κάνει παρατηρήσεις, ότι ήταν σε ξένο χωράφι και δεν είχε καμιά σημασία που τον άφηνε ο ιδιοκτήτης και καλό θα ήταν να του δίνει… Και μετά τις παρατηρήσεις ήρθαν οι προειδοποιήσεις και οι απειλές. «Να τα μαζέψεις, τέρμα η ασυδοσία», ήταν η τελευταία κουβέντα του χωροφύλακα. Δεν χάθηκε μόνο ο γυφτο -Δημητράκης αλλά και ένα σύμβολο του καλοκαιριού μας και της παιδικότητάς μας. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα από όσα γίνονταν. Γιατί άλλαξε τόσο πολύ ο κυρ – Αντώνης, ο χωροφύλακας; Γιατί τον διώχνουν σαν κακό σκυλί το γυφτο – Δημητράκη; Τι κακό έχει κάνει, αφού όλοι τον αγαπάνε; Πώς θα ζήσει τώρα την οικογένειά του;

      Τα παιδικά ερωτήματα είναι αυτά που μένουν και βαστάνε μια ζωή. Και όταν συνδέονται και με κάποιο παράπονο, τότε είναι ολοζώντανα όχι μόνο ως εικόνες της μνήμης, γενικές και αόριστες, αλλά ως ενεργά στοιχεία συνείδησης για να ερμηνεύεις τον κόσμο και τον παραλογισμό του.

http://www.melwdos.net/2012/06/2o.html

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top