Fractal

«Έχω μόνο παρόν»

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

Χλόη Κουτσουμπέλη «Ιερεμιάδα», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2023, σελ. 339

 

Μια τραγική ανάμνηση είναι πλέον ο κορονοϊός, με τις τόσες και τόσες άδικες απώλειες, τα δυο χρόνια περιορισμών και εγκλεισμού, αλλά ξαναβρίσκει τον βηματισμό της η ζωή, κοιτά μπροστά και προχωρά – δεν μπορεί εξάλλου να κάνει κι αλλιώς. Αν έχει μείνει κάτι πέρα απ’ την ανάγκη να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, είναι αυτό το αίσθημα της ευαλωτότητας, του πόσο εύθραυστοι, του πόσο αδύναμοι, του πόσο ανεπαρκείς είμαστε και ότι ανά πάσα στιγμή, δεδομένης της οικολογικής καταστροφής, των κλιματικών αλλαγών κτλ. κτλ. μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω.

Όθεν και το ενδιαφέρον που έτρεφε από παλιά η λογοτεχνία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τώρα πλέον εκδηλώνεται ολοένα και περισσότερο μέσα απ’ τη θεματική της οικολογικής δυστοπίας. Σχηματικά, αλλά μόνο σχηματικά, εδώ κείται το μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Η δράση τοποθετείται στα 2032-2035, όταν ο ιός «Κέρβερος» διαρρέει από επιστημονικό εργαστήριο προκαλώντας στους ανθρώπους αφωνία, αμνησία και εντέλει θάνατο. Οι κρατικές δομές διαλύονται, ο πολιτισμός καταρρέει κι ο ανθρώπινος πληθυσμός αποδεκατίζεται. Δυο ολιγάριθμες ομάδες καταφέρνουν να επιβιώσουν: μία που βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα νησί του Αιγαίου και τα περισσότερα μέλη της νοσούν αλλά με τόσο βραδεία εξέλιξη που στο τέλος ανακάμπτουν κι η άλλη που απαρτιζόμενη από εξειδικευμένους επιστήμονες και βοηθητικό προσωπικό πραγματοποιεί σ’ έναν υπόγειο σταθμό έρευνες και πειράματα για τη θεραπεία της ασθένειας.

Ο οικολογικός προβληματισμός της Κουτσουμπέλη υποβάλλεται μέσα απ’ την κατάρριψη των θετικιστικών ψευδαισθήσεων της προόδου και του συνακόλουθου αισθήματος της ανθρώπινης παντοδυναμίας. Η επιστήμη που ευθύνεται για την πρόκληση του προβλήματος, αδυνατεί να το επιλύσει, το δε μοντέλο οργάνωσης που επιβάλλει εντός της δεύτερης κοινότητας των επιστημόνων και του βοηθητικού προσωπικού της είναι αυστηρά εξουσιαστικό, στα όρια του φασιστικού. Η ουτοπία που υποσχέθηκε η επιστήμη εξελίσσεται στη χειρότερη δυστοπία: έρημες πόλεις που τις λυμαίνονται αγέλες λύκων και αλεπούδες, άδεια σπίτια και άταφα πτώματα παντού.

Υπάρχουν ποικίλες άλλες θεματικές γραμμές που διατρέχουν το σώμα της αφήγησης. Ακριβέστερα θα έλεγα ότι η δυστοπία δημιουργεί το φόντο, το πλαίσιο ώστε εντός του να εξεταστούν ζητήματα όπως η κρίση των ερωτικών σχέσεων, η έμφυλη βία, η έννοια της αλήθειας, η αξία του καλού και του κακού, ο ρόλος της μνήμης στη συγκρότηση του εγώ, η πολυπλοκότητα του ατόμου, η λειτουργία της  γραφής κτλ.

Το ότι οι δυο εναπομείνασες ομάδες τελούν σε κατάσταση εγκλεισμού ευνοεί τη λογοτεχνική χαρτογράφησή τους. Η εξάπλωση του ιού και η απειλή του θανάτου δημιουργούν για τους μετέχοντες οριακές συνθήκες, ώστε ό,τι λένε και ό,τι κάνουν, κάθε σκέψη και κάθε δράση να έχει την αξία του – τρόπον τινά, είναι τα λογοτεχνικά εργαστήρια που δημιουργεί η συγγραφέας ώστε να εξετάσει καλύτερα τους χαρακτήρες, τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, τις εντάσεις, τις πτώσεις, τα αποκούμπια που αναζητούν. Συμπληρώνοντας θα έλεγα ότι ο μικρόκοσμος αυτών των δύο ομάδων είναι η πύκνωση των σημερινών κοινωνικών συνθηκών. Ένα-ένα όμως τα σημαντικά ζητήματα που ανοίγει το βιβλίο:

Ζήτημα πρώτο: Σε συνθήκες κινδύνου υπάρχει η συσπείρωση στην ομάδα, το ακούμπισμα του ενός πάνω στον άλλο μ’ όλους τους περιορισμούς που κάτι τέτοιο σηματοδοτεί και οι οποίοι μπορούν να προσλάβουν είτε τη συνεργατική και εθελούσια μορφή του μοναστηριού είτε την κάθετη τεχνοκρατική και καταπιεστική ιεράρχηση της επιστημονικής κοινότητας. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης επικεντρώνεται στη λειτουργία των ομάδων και στις σχέσεις που αναπτύσσονται όσο εξαπλώνεται ο ιός, η δε λύση που έχει να κάνει με την εξασθένιση του ιού βρίσκει τις ομάδες σε κατάσταση αποσυσπείρωσης και τα πρόσωπα στην αναζήτηση πιο ελευθέριων και χαλαρών σχέσεων συνύπαρξης που προστατεύουν καλύτερα την ατομικότητά τους.

Ζήτημα δεύτερο: Η πίστη που τρέφει  ο φιλοσοφικός εμπειρισμός στη λειτουργία των αισθήσεων εγγυάται το βέβαιο της πλάνης, καθότι τα φαινόμενα δεν είναι τις πιο πολλές φορές όπως δείχνουν, έχοντας εκ προοιμίου ενσωματώσει στους μηχανισμούς της πρόσληψής τους ποικίλα στερεότυπα και σχέσεις εξουσίας. Ομοίως, η καντιανή απολυτότητά που διαχωρίζει άπαξ διά παντός την έννοια του καλού απ’ το κακό δεν είναι πλέον λειτουργική όχι μόνο γιατί υπάρχουν ποικίλες άλλες διαβαθμίσεις στο ενδιάμεσο αλλά και γιατί το κακό μπορεί πολύ εύκολα να μεταμφιεστεί σε καλό και αντίστροφα. Από κοινού οι δύο αυτές παρατηρήσεις υποστηρίζουν την ιδέα της πολυπλοκότητας των χαρακτήρων, της απρόβλεπτης και μη σύμφωνης πάντα με τους κοινωνικούς, ταξικούς, έμφυλους κτλ. προσδιορισμούς συμπεριφοράς τους.

Ζήτημα τρίτο: Η μνήμη στοιχειοθετεί την ανθρώπινη ταυτότητα και κατ’ αναλογία η γραφή συνιστά τη μνήμη, άρα και τη συνείδηση, τις αναμνήσεις, τις ενοχές, τα όνειρα, το μέλλον της ανθρωπότητας. Όταν υποχωρεί η μνήμη, το ανθρώπινο υποκείμενο γίνεται έρμαιο ενός κενού από αναμνήσεις παρόντος, αδύναμο να ορίσει τον εαυτό και τις επιλογές του. Οι έγκλειστοι του μοναστηριού καταφεύγουν στη γραφή όχι μόνο γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο εξαιτίας της αφωνίας τους για να επικοινωνήσουν, αλλά και για να διαφυλάξουν τις σκέψεις τους απ’ τη σκόνη του χρόνου. Η επανάκτηση της μνήμης ισοδυναμεί με έξοδο απ’ το μοναστήρι και με επάνοδο στην οδύνη, που σημαίνει κατ’ αναλογία ότι η γραφή εκπροσωπεί την ωρίμανση, τη σωτηρία και την οδύνη της ανθρωπότητας.

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

  Ζήτημα τέταρτο: Όπως πολύ καλά μας έδειξε ο Μιχαήλ Μπαχτίν, η γλώσσα, η γνώση και η αλήθεια δεν είναι μονολογικά αλλά διαλογικά κατακτημένες και πολυφωνικά εκπεφρασμένες, αρχή που διαπερνά το μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη σαν βασικός αφηγηματικός μηχανισμός, μια που η αφήγηση μ’ όλα τα στοιχεία της πλοκής και δέσης διασπείρεται σε επιμέρους αφηγήσεις των πιο πολλών απ’ τα πρόσωπα που μετέχουνε στη δράση. Ως αναγνώστες είμαστε στο κέντρο διασταυρούμενων φωνών και παρακολουθούμε την εξέλιξη από διαφορετικές πύλες εισόδου, πράγμα που εγείρει διαρκώς το ενδιαφέρον με τις αντικρουόμενες ερμηνείες που δίνονται για τα ίδια γεγονότα και τις διαφοροποιούμενες γλωσσικές ποικιλίες από φορέα σε φορέα της αφήγησης.

Ζήτημα πέμπτο: Στο πλαίσιο μιας ανδροκρατικής κοινωνίας, που, δεν αναπαράγεται μόνο απ’ τους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες, η αρρενωπότητα θα συγκροτείται, θα ταυτοποιείται και θα αναγνωρίζεται διαμέσου της επιβολής και της βίας που ασκεί σε βάρος της γυναίκας. Υπάρχουν μύριες όσες επιβεβαιώσεις τούτης της αρχής μέσα στο βιβλίο, απ’ την κλειτοριδεκτομή ως τον βιασμό των δύο κοριτσιών, όλες δε οι νέες μορφές συμβίωσης που οργανώνονται στο κλείσιμο του μυθιστορήματος περιέχουν το στοιχείο μια πιο δημοκρατικής και μη πατριαρχικής διευθέτησης  – στο βάθος της οποίας λανθάνει η αρχή ότι μόνο η αγάπη, η αληθινή και ως εκ τούτου ασύμβατη με τους προηγούμενους κανόνες, αλλάζει προς το καλύτερο τον άνθρωπο.

Έχω κάποιες ήσσονες ενστάσεις ανάμεσα στις οποίες να επισημάνω μόνο τούτη: Κρίνω αχρείαστη την απιθανότητα ενός προϋπάρχοντος έρωτα ανάμεσα σ’ ένα πρόσωπο που εγκαταβιοί στο μοναστήρι και ενός άλλου που ζει στην επιστημονική κοινότητα, όταν δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πέθαναν. Έχω την εντύπωση ότι εδώ η συγγραφέας εκβίασε την αληθοφανή και στέρεη εσωτερική συνοχή της αφήγησης, προκειμένου να έρθουν σε επικοινωνία οι δύο κοινότητες.

Κλείνοντας, όταν η αισθητική απόλαυση κινεί τον οικολογικό, υπαρξιακό και πολιτικό στοχασμό έτσι που διαδοχικά ηλεκτροσόκ να διαπερνούν την αναγνωστική πράξη, αυτό σημαίνει ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει εδώ.

 

 

* Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι  πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top