Fractal

Λογοτεχνική γλώσσα και κοινωνικά στερεότυπα

Γράφει η Λίλια Τσούβα //

 

Κατερίνα Παπαδημητρίου «Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30», εκδ. Κομνηνός 2022

 

Η Κατερίνα Παπαδημητρίου στη μελέτη της Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30 (Κομνηνός 2022), πραγματεύεται ζητήματα έμφυλων στερεοτύπων και κριτικής στη λογοτεχνία. Διερευνά κατά πόσον οι άνδρες και γυναίκες συγγραφείς αναπαριστούν τα κοινωνικώς αποδεκτά μοντέλα και αναπαράγουν μηχανισμούς πατριαρχίας. Διά μέσου των σπουδών του φύλου επιχειρεί την κριτική προσέγγιση έξι διηγημάτων. Πρόκειται για τα διηγήματα Η κυρία Νίτσα του Μ. Καραγάτση, Η Μανταλένια του Ανδρέα Εμπειρίκου, Το Κατινάκι του Άγγελου Τερζάκη, Το γράμμα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Η Κυρά Μαριγώ της Γαλάτειας Καζαντζάκη και το διήγημα Κενές ώρες της Έλλης Αλεξίου. Οι δημιουργοί τους είναι όλοι βασικοί εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30.

Το βιβλίο περιέχει επίσης Πρόλογο, Παράρτημα (με τα διηγήματα που σχολιάζονται) και Βιβλιογραφία.

Κατανέμεται σε πέντε κεφάλαια:

Θεωρητικό και εννοιολογικό πλαίσιο.

Κριτική του φύλου.

Το διήγημα στον 20ό αιώνα.

Έξι Έλληνες διηγηματογράφοι της γενιάς του ’30.

Έξι διηγήματα ασκούν κριτική του φύλου στους δημιουργούς τους.

Στα δύο πρώτα κεφάλαια η συγγραφέας αναλύει τις κειμενοκεντρικές θεωρίες για τη λογοτεχνία, αρχής γενομένης από τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό που εδραιώθηκε στις δεκαετίες 1930-1950. Σύμφωνα με τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό, η μελέτη της λογοτεχνίας μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Η λέξη φιλελεύθερος στον όρο υποδηλώνει μη πολιτικά ριζοσπαστικός και η λέξη ανθρωπισμός μια σειρά αρνητικών προσδιορισμών, μη φεμινιστικός, μη μαρξιστικός, μη θεωρητικός. Στα δύο πρώτα κεφάλαια σχολιάζει επίσης την επίδραση της αγγλικής λογοτεχνίας, γιατί πρώτη έφερε στο προσκήνιο της θεωρίας τον όρο κριτική. Θα εστιάσουμε καταρχάς στα κεφάλαια αυτά.

Η αγγλική λογοτεχνία ως αντικείμενο διδασκαλίας εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου το 1831. Μέχρι τότε, η εκπαίδευση στην Αγγλία ήταν μονοπώλιο της Εκκλησίας. Υπήρχαν μόνο δύο Πανεπιστήμια, της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Αυτά χωρίζονταν σε μικρότερα αυτόνομα κολλέγια που λειτουργούσαν ως μοναστηριακά ιδρύματα. Μόνον άνδρες μπορούσαν να φοιτούν σε αυτά. Όφειλαν να είναι μέλη της αγγλικανικής εκκλησίας και να παρακολουθούν τις λειτουργίες στην εκκλησία του κολλεγίου. Μπορούσε κάποιος να σπουδάσει αποκλειστικά κλασικές σπουδές, δηλαδή αρχαία ελληνική και λατινική λογοτεχνία, θεολογία -για όσους θα χειροτονούνταν κληρικοί- και μαθηματικά. Καθολικοί, Εβραίοι, μεθοδιστές και άθεοι, αποκλείονταν από τις σπουδές και την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών.

Η μεγάλη αλλαγή επιτυγχάνεται το 1826, όταν ιδρύεται το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο (University College) το οποίο απονέμει πτυχία σε άτομα ανεξαρτήτως φύλου και θρησκείας. Καθηγητής στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου το 1840 διορίζεται ο Φ. Ντ. Μωρίς (Frederick Denison Maurice, 1805-1872), ο οποίος εισάγει για πρώτη φορά τη θεωρία του φιλελεύθερου ανθρωπισμού.

Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι κύριες εξελίξεις στην κριτική θεωρία προήλθαν από το έργο βικτωριανών συγγραφέων. Βικτωριανή ονομάζεται στη βρετανική ιστορία η μακρά περίοδος βασιλείας της βασίλισσας Βικτωρίας: 1837-1901. Περίοδος ευημερίας, επέκτασης των συνόρων, έκρηξης της Πρώτης Βιομηχανικής επανάστασης, ανάπτυξης γραμμάτων και τεχνών. Όμως και περίοδος μεγάλης ηθικής αυστηρότητας, υποκρισίας και πουριτανισμού. Η γυναίκα όφειλε να είναι η προσωποποίηση της αρετής: υποταγμένη στον άνδρα της, σεμνή, ψυχρή, ντυμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια, κλεισμένη στο σπίτι με την ανατροφή των παιδιών και τις οικιακές ασχολίες, με το κέντημα, τη χειροτεχνία και τη ραπτομηχανή -τη νέα εφεύρεση της βιομηχανικής επανάστασης.

Από τους βικτωριανούς συγγραφείς εμφανίζονται δύο τάσεις ως προς τη λογοτεχνική κριτική. Η μία είναι η οδός της «πρακτικής κριτικής», η οποία επικεντρώνεται στην εκ του σύνεγγυς μελέτη του λογοτεχνικού έργου. Το απομονώνει από την ιστορία και τα συμφραζόμενα και εμμένει στις τεχνικές και τις λέξεις πάνω στη σελίδα. Κριτική του λεμονοστύφτη ονομάστηκε από τον ποιητή Τόμας Έλιοτ (T. S. Eliot, 1888-1965).

Προήλθε από το έργο του βικτωριανού ποιητή Μάθιου Άρνολντ (Matthew Arnold, 1822-1888) κατά τη δεκαετία του 1850. Ο Άρνολντ, φοβούμενος πως η παρακμή της θρησκείας θα οδηγούσε σταδιακά σε μια κοινωνία χωρίς αξίες, υποστήριζε πως η λογοτεχνία έπρεπε να επωμιστεί τον ρόλο της θρησκείας: να παραμείνει ξεκομμένη από την πολιτική και με την τεχνική της Λυδίας Λίθου -τη χρήση δηλαδή όψεων της λογοτεχνίας του παρελθόντος- να κρίνει τη λογοτεχνία του σήμερα. Συμβούλευε με άλλα λόγια να «έχουμε πάντοτε στον νου μας στίχους και εκφράσεις σπουδαίων δασκάλων του παρελθόντος, ώστε να τα χρησιμοποιούμε ως «Λυδία λίθο» για τη σύγχρονη ποίηση. Ο λογοτεχνικός κριτικός έφερε, κατά τον Άρνολντ, τη βαριά ευθύνη να βοηθά το κοινό να προσεγγίσει «ό,τι καλύτερο γνώρισε και σκέφτηκε η ανθρωπότητα».

Πρωτοπόρος της «πρακτικής κριτικής» υπήρξε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Ι. Α. Ρίτσαρντς (Ιvon Armstrong Richards, 1893-1979), ο οποίος εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο Κριτική. Ένα από τα πειράματά του στη δεκαετία του 1920, ήταν να παρουσιάζει σε φοιτητές και διδάσκοντες ανώνυμα ποιήματα χωρίς καμία περαιτέρω πληροφορία, για να τα σχολιάσουν και να τα αναλύσουν. Με τον τρόπο αυτό, απομάκρυνε την προγενέστερη γνώση και βασιζόταν στην πρωτογενή άποψη του κάθε αναγνώστη.

Μαθητής του Ρίτσαρντς ήταν ο Γουίλιαμ Έμπσον (Sir William Empson, 1906-1984). Στο βιβλίο του «Εφτά τύποι αμφισημίας» αναφέρθηκε στην ολισθηρότητα της γλώσσας. Όταν τη χειριζόμαστε, έγραφε, πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι πιθανό να εκραγεί σε νοήματα που δεν είχαμε υποπτευθεί. Η αμφισημία της μπορεί να οδηγήσει σε κενό γλωσσικής απροσδιοριστίας. Όμως, από τη στιγμή που τοποθετείται σε συμφραζόμενα, η αμφισημία μειώνεται ή εξαφανίζεται. Για παράδειγμα η λέξη σωρός με ωμέγα· παρουσιάζει μια αμφισημία, καθώς υπάρχει και η λέξη σορός με όμικρον. Όμως, με βάση τις γειτονικές λέξεις, τα συσχετικά νοήματα, όπως θα τα ονομάσουν αργότερα οι δομιστές, η αμφισημία αίρεται.

Η άλλη οδός λογοτεχνικής κριτικής που προτάθηκε από τους Βικτωριανούς συγγραφείς είναι περισσότερο «ιδεοκεντρική». Ασχολείται με τα μεγάλα ζητήματα της λογοτεχνίας: την επίδραση των λογοτεχνικών κειμένων στο κοινό, τη φύση της λογοτεχνικής γλώσσας, τη σχέση της με τη σύγχρονη εποχή, με θέματα πολιτικής, φύλου, ταυτοτήτων, ενδιαφέροντα που συνάδουν με τις ενασχολήσεις από το 1960 και μετά.

 

Κατερίνα Παπαδημητρίου

 

Η Παπαδημητρίου προβαίνει στις ανωτέρω αναφορές και υπεισέρχεται εφεξής στη θεωρία του κοινωνικού ανθρωπισμού -διαδέχτηκε τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό-, στα γλωσσολογικά και φιλοσοφικά κινήματα που την επηρέασαν: τον δομισμό, [δεκαετία του 1950, Γαλλία, Κλωντ Λεβί Στρως (Claude Lévi-Strauss, 1908-1980), Ρολάν Μπαρτ (Roland Gérard Barthes, 1915-1980)], τον μεταδομισμό, [δεκαετία του 1960, Ρολάν Μπαρτ, Ζακ Ντερριντά (Jacques Derrida, 1930-2004)], την ψυχαναλυτική κριτική που βασίζεται στη θεωρία του Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856-1939), τις έννοιες ασυνείδητο, φαλλο(γο)κεντρισμός που εισήγαγε.

Αναφέρεται παράλληλα στον ψυχίατρο Ζακ Λακάν (Jacques Marie Émile Lacan, 1901-1981), τον γλωσσολόγο Ρόμαν Γιάκομπσον (Roman Jacobson, 1896-1982), τον φιλόσοφο και συγγραφέα Μισέλ Φουκώ (Michel Paul Foucault, 1926-1984), τον μαρξιστή Αλτουσέρ (Louis Pierre Althusser, 1918–1990), τον φιλόσοφο-μελετητή Μίκαελ Μπαχτίν (Michael Bakhtin, 1895-1975) και την έννοια του χωροχρόνου που εισήγαγε, στους εκπροσώπους της λεγόμενης Σχολής της Φρανκφούρτης, Αντόρνο (Theodor W. Adorno, 1903-1969), Χορκχάιμερ (Max Horkheimer, 1895-1973) και Μαρκούζε (Herbert Marcuse, 1898-1979). Αναλύει τη Μαρξιστική κριτική που εστιάζει στην ταξική προέλευση των λογοτεχνικών χαρακτήρων, τον ρωσικό φορμαλισμό που εισάγει στη λογοτεχνία την έννοια της ανοικείωσης.

Με τη θεωρία του δομισμού, εισέρχεται στις δυάδες των λέξεων: καλό-κακό, όμορφο-άσχημο, θερμό-ψυχρό, αρσενικό-θηλυκό, κλπ. Σύμφωνα με τον δομισμό, όλες οι λέξεις υπάρχουν σε διαφοροποιητικά δίκτυα και τις κατανοούμε βάσει των αντιθέτων τους. Δεν θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να αντιληφθούμε την έννοια της νύχτας, χωρίς την έννοια της ημέρας.

Με τον τρόπο αυτό και με τη δυάδα των αντιθέτων αρσενικό-θηλυκό, η συγγραφέας περνάει στις σπουδές φύλου (gender studies), στη φεμινιστική κριτική -η οποία ανέδειξε πρώτη τη σημασία της εικόνας που προωθούσε η λογοτεχνία για τη γυναίκα, στη θεωρία κουίρ (queer), τους όρους βιολογικό και κοινωνικό φύλο, την έννοια του Άλλου. Αναλύει την έννοια της διακειμενικότητας και τη σχέση της με την παρωδία και συζητά το ζήτημα της «γυναικείας γραφής», τη διαφορά της επιτελεστικής από τη διαπιστωτική γλώσσα. Επιτελεστικός είναι ο λόγος που ακολουθείται από πράξη. Για παράδειγμα: η φράση βαπτίζεται ο δούλος του Θεού.

Δεσπόζουν ονόματα, όπως της Ηλέιν Σοουώλτερ (Elaine Showalter, 1941) που μίλησε για γυνοκείμενα (gynotexts), βιβλία γραμμένα από γυναίκες, της Ελέν Σιξού (Helene Cixous, 1937), της Τζούλια Κρίστεβα (Julia Kristeva, 1941), της Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler, 1956): φεμινίστριες συγγραφείς οι οποίες ασχολούνται με τη γυναικεία γραφή και αμφισβητούν τις εικόνες των γυναικών στη λογοτεχνία ως Άλλου. Δίνουν επίσης έμφαση στον κοινωνικό προκαθορισμό, στην άποψη δηλαδή ότι η θηλυκότητα είναι μια κατασκευή.

Εκατό έξι σελίδες αφιερώνει η συγγραφέας στη διαμάχη ανάμεσα στον φιλελεύθερο ανθρωπισμό και τη «θεωρία». Στη συνέχεια αναλύει τη σχέση του διηγήματος με το μυθιστόρημα και εστιάζει στη γενιά του ’30 -γενιά κυρίως μυθιστορήματος- όπως και στις γυναίκες συγγραφείς τον εικοστό αιώνα, τις οποίες διερευνά με βάση τις έννοιες προοδευτικότητα και συντηρητισμός.

Το κεφάλαιο Έξι Έλληνες διηγηματογράφοι της γενιάς του ’30 περιέχει τις βιογραφίες των συγγραφέων Καραγάτση, Εμπειρίκου, Τερζάκη, Λαπαθιώτη, Γαλάτειας Καζαντζάκη, Έλλης Αλεξίου. Οι πηγές στην ενότητα, καθώς και η πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, αποτελούν βοήθημα για κάθε επίδοξο μελετητή ή μελετήτρια.

Στην τελευταία ενότητα, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική του φύλου στους δημιουργούς τους, η Παπαδημητρίου σχολιάζει κατά πόσον τα διηγήματα των συγγραφέων της γενιάς του ’30 που αναφέραμε, αναπαράγουν στερεότυπα. Με βάση τους κειμενικούς δείκτες και τη θεωρία που ανέφερε στα πρώτα κεφάλαια, κρίνει κατά πόσον μπόρεσαν να ξεφύγουν οι καταξιωμένοι αυτοί συγγραφείς από τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη για το γυναικείο φύλο, σε σύγκριση με τον προοδευτισμό που διέκρινε το έργο και τη μόρφωσή τους.

Τα στερεότυπα αναπαράγονται από τη λογοτεχνία και η Κατερίνα Παπαδημητρίου με το βιβλίο της, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30, φωτίζει το σημαντικό αυτό ζήτημα. Η μελέτη της είναι επίκαιρη. Τα στερεότυπα ενδημούν στην εποχή μας, παρά την τεράστια πνευματική και τεχνολογική πρόοδο. Εμείς οι ίδιοι τα μεταφέρουμε συχνά χωρίς περίσκεψη και, το πιο θλιβερό, εμείς οι γυναίκες αναπαράγουμε στερεότυπα για το φύλο μας.

Η συγγραφέας καταλήγει στη διαπίστωση πως «ακόμη και η γυναικεία ματιά αδυνατεί να απελευθερωθεί από την τυραννία των σημαινομένων. […] Στερεότυπα, όπως γυναίκα πόρνη, γυναίκα σε αναπαραγωγική αποστολή, γυναίκα πονηρό θηλυκό, καπάτσα, […] επανεγγράφονται διακειμενικά». Από την κοινωνία «εισάγεται ένα αναδομημένο συμβολικό σύστημα: γυναίκα μόνη ψάχνει. Ψάχνει να υπηρετήσει τον νέο της ρόλο. Της ανεξάρτητης οικονομικά και σκληρά εργαζόμενης γυναίκας η οποία αποτελεί παρία, παρότι σκεπτόμενη». «Η γενεαλογική, επομένως, κριτική είναι απαραίτητη» επισημαίνει η Κατερίνα Παπαδημητρίου και συμφωνούμε απόλυτα μαζί της.

 

 

Βιβλιογραφία

Barry, Peter. Γνωριμία με τη θεωρία. Μετάφραση: Α. Νάτσινα. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2013.

Χρυσίνα, Νότα. Κριτικοί πρόδρομοι της Λογοτεχνίας, Μέρος Τρίτο, Τετράδιο Πολιτισμού. Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.dailytvradio.gr (Τελευταία πρόσβαση 13.11.2022)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top