Fractal

Για τον Επίκουρο: Μαθήματα Ευτυχίας

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Χρήστος Γιαπιτζάκης: «Ένας ευτυχισμένος Έλληνας- Η ζωή και το έργο του Επίκουρου», εκδόσεις 24 γράμματα, 2019

 

Το βιβλίο του Χρήστου Γιαπιτζάκη «Ένας ευτυχισμένος Έλληνας» ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη. Όχι βέβαια για το γεγονός της έκδοσης ούτε για το ότι αντικείμενό του ήταν ο Επίκουρος, αφού ο συγγραφέας έχει γράψει κι άλλα βιβλία για τον Επίκουρο ειδικά, πέρα από τα δεκάδες σχετικά δοκίμια. Η έκπληξη έγκειτο στο είδος με το οποίο καταπιάστηκε και με το οποίο επέλεξε να εκφράσει τις απόψεις του αγαπημένου του φιλοσόφου. Δηλαδή, το θεατρικό είδος αφενός και ο φιλοσοφικός διάλογος αφετέρου.

Ο φιλοσοφικός διάλογος ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό και γραμματειακό είδος είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του αναφέρεται στους Σωκρατικούς διαλόγους ως ένα ξεχωριστό είδος (ποιητικής) μίμησης, μολονότι είναι γραμμένοι σε πεζό. Γενικά, τους κατατάσσει ανάμεσα στην ποίηση και τον πεζό λόγο. Ο ίδιος σε απόσπασμα από χαμένο έργο αποδίδει την εύρεσή τους σε έναν, άγνωστο από αλλού, Αλεξαμενόν από την Τέω της Μ. Ασίας. Σωκρατικούς διαλόγους έγραψαν πολλοί Σωκρατικοί (Ξενοφών, Αισχίνης, Αντισθένης κ.ά.), αλλά ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του είδους είναι βέβαια ο Πλάτωνας, με τον οποίον καθιερώθηκε τρόπον τινά και το είδος τον 4ο αιώνα π.Χ. Άλλωστε, κυρίως οι πλατωνικοί διάλογοι έχουν σωθεί και έφθασαν μέχρι τις μέρες μας, μολονότι σήμερα το είδος δεν είναι στις δόξες του.

Ο Χρήστος Γιαπιτζάκης, λοιπόν, επιλέγει ένα είδος σπάνιο και ταυτόχρονα ένα είδος αξιώσεων, που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες για να υπηρετηθεί, ακολουθώντας σε έναν βαθμό την πλατωνική παράδοση, αλλά και διαφοροποιούμενος από αυτήν (αναφέρομαι σε στοιχεία που δεν αφορούν φυσικά τις φιλοσοφικές θέσεις – αυτές είναι εμφανώς και υπογραμμισμένα διαφορετικές).

Κατ’ αρχάς, τα πλατωνικά κείμενα δεν είναι θεατρικά, παρότι ασφαλώς θυμίζουν θέατρο, αφού στηρίζονται στον διάλογο και εκτυλίσσονται σε έναν χώρο, σε ένα τρόπον τινά σκηνικό και μοιάζουν ως μεταφερμένες σκηνές πραγματικής ζωής. Στην περίπτωση του Γιαπιτζάκη, όμως, τονίζεται ότι πρόκειται για θεατρικό και έχει, πράγματι, όλα τα χαρακτηριστικά του είδους και μάλιστα ιδιαίτερα επιμελημένα.

Επίσης, τα πλατωνικά κείμενα αναπτύσσουν τον διάλογο ανάμεσα σε δύο κύρια πρόσωπα, τον Σωκράτη και έναν βασικό συνομιλητή, ενώ άλλα πρόσωπα, που μπορεί να βρίσκονται γύρω, είτε παραμένουν βουβά είτε παίρνουν κάποια στιγμή με τη σειρά τους τον λόγο, για να γίνουν οι (δευτερεύοντες) συνομιλητές του βασικού προσώπου, χωρίς όμως να υπάρχει διαπλεκόμενος διάλογος. Ο Γιαπιτζάκης, αντίθετα, διαπλέκει τον λόγο και οι συμμετέχοντες στη συντροφιά συμμετέχουν από κοινού και στον διάλογο.

Επιπλέον, ο βασικός πρωταγωνιστής των πλατωνικών διαλόγων, ο Σωκράτης, αντιμετωπίζει έναν (φιλοσοφικά) αντίπαλο, για να τον νικήσει, κατά κανόνα στο τέλος (με κάποιες εξαιρέσεις όπου κυριαρχεί η απορία), όπου επικρατεί η άποψη του δασκάλου, που ξεχωρίζει ανάμεσα στους συνομιλητές, χρησιμοποιώντας μάλιστα τη μαιευτική μέθοδο, ένα είδος έντεχνης υπονόμευσης του συνομιλητή, που τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Άλλωστε, για τον Πλάτωνα η φιλοσοφική μύηση προκύπτει από μια ουσιαστική αλλά ανισότιμη σχέση δασκάλου – μαθητή. Ενώ στον Γιαπιτζάκη πρόκειται για μια φιλοσοφική μεν αλλά ταυτόχρονα φιλική συζήτηση, χωρίς εριστικό χαρακτήρα. Η συνομιλία δεν στήνεται σε βάση αντιθετική, αλλά κατά κύριο λόγο, με μικρές περιθωριακές διαφοροποιήσεις, σε βάση διατύπωσης αποριών και εντέλει ισοτιμίας. Δηλαδή, τόσο ο Επίκουρος όσο και ο Διογένης ο Οινοανδεύς, οι δύο κύριοι εκπρόσωποι της επικούρειας φιλοσοφίας στο έργο, συνομιλούν με τους νεότερους αντιμετωπίζοντάς τους ως φίλους και όχι βέβαια ως αντιπάλους. Σ’ αυτή τη βασική διαφορά από τους πλατωνικούς διαλόγους έγκειται και μια ουσιώδης διαφορά σε φιλοσοφικό επίπεδο και επίπεδο ιδεών. Δηλαδή, αναδεικνύεται και μέσω της φόρμας, τρόπον τινά, η έννοια της επικούρειας φιλίας και της ισότιμης αποδοχής όλων. Η εκτύλιξη ενός κατά βάση ήρεμου και μη ανταγωνιστικού λόγου / διαλόγου εξεικονίζει, αντανακλά την ουσία της επικούρειας προσωπικής στάσης, τον ήπιο τρόπο ομιλίας και ζωής. Η απουσία ανταγωνιστικού διαλόγου, μάλιστα, όπως και η απουσία της αυστηρά ανά δύο συζήτησης, είναι αξιοσημείωτη, αφού αυτός ήταν ο τύπος που επικρατούσε σε όλα τα πεδία της δημόσιας ζωής, αλλά και της μίμησης, π.χ. στο αρχαίο δράμα. Με την καθιέρωση της ρητορικής, γενικά, κυριάρχησε ο ανταγωνιστικός λόγος. Στην αρχαία Αθήνα, μάλιστα, συνηθιζόταν ο δημόσιος φιλοσοφικός – και όχι μόνο – διάλογος με  ανταγωνιστικό χαρακτήρα, όπως είχαν όλοι οι «αγώνες», πράγμα που συμβαίνει και με τον φιλοσοφικό διάλογο του Πλάτωνα.

Η αλήθεια είναι πως αν στο έργο αναπτύσσεται κάποια εχθρότητα αυτή είναι κυρίως προς τη ρητορική, που καταγγέλλεται για παραπλάνηση και σοφιστεία, άσχετα αν η αντίκρουσή της χρησιμοποιεί τα μέσα της – τα επιχειρήματα, αν και όχι στο πλαίσιο ενός διαξιφισμού. Ο ήρωας ρήτορας είναι εμφανώς αντιπαθής και στρεψόδικος.

Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως (Πλάτωνα, Γιαπιτζάκη), πρόκειται για φιλοσοφικό μάθημα, για ανταλλαγή φιλοσοφικών προβληματισμών. Στην περίπτωσή μας επιβάλλεται ομαλά η γνώμη του δασκάλου, που μάλιστα αρνείται την προσφώνηση «δάσκαλος», προτιμώντας τη λέξη «φίλος». Από την άλλη, και εδώ όπως και στον Πλάτωνα, κυριαρχεί στον διάλογο ο τύπος «ερώτηση – απάντηση», που εν τοιαύτη περιπτώσει σημαίνει πρόοδο στην πορεία του «μαθήματος».

Τέλος, ο συγκεκριμένος διάλογος, σε αντίθεση με του Πλάτωνα, δεν διαδραματίζεται σε μια μέρα (και μάλιστα σε φυσικό χρόνο), αλλά σε περισσότερες. Έτσι, προκύπτει και μια διάσταση δράσης, καθώς τα διάφορα εμπλεκόμενα πρόσωπα τα παρακολουθούμε σε μεγαλύτερη διάρκεια και μαθαίνουμε τις επιλογές και την εξέλιξή τους.

Μολονότι, λοιπόν, το είδος του έργου, ο φιλοσοφικός διάλογος, δεν γεννά απαιτήσεις αφηγηματικότητας και πολύ περισσότερο πλοκής, ο συγγραφέας κατορθώνει να αναπτύξει ένα αφηγηματικό νήμα και να δημιουργεί προσδοκίες πλοκής είτε όταν αναφέρεται στη ζωή του Επίκουρου (ο Γιαπιτζάκης στέκεται σε στιγμές και πτυχές κομβικά ενδιαφέρουσες) είτε όταν παρακολουθεί την πορεία ιδιαίτερα της εταίρας Ηδονίδας και εμπλέκει ερωτήματα σχετικά με τις επιλογές της, αλλά και των άλλων ηρώων, σε ένα, βέβαια, εκ των πραγμάτων περιορισμένο πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, παρακολουθούμε το ξεδίπλωμα μιας ιστορίας ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του διαλόγου. Έτσι, παρουσιάζονται εκ παραλλήλου οι ιδέες και η ζωή, που είναι μ’ έναν τρόπο εφαρμογή ή μη εφαρμογή των ιδεών, καθώς άλλωστε ο Επίκουρος ήταν εκείνος που ανέδειξε τη σημασία της πρακτικότητας της φιλοσοφίας.

Η δράση, βέβαια, είναι κατ’ αρχήν λόγος. Ο σκηνικός χώρος χωρίζεται σε δύο μέρη, την αριστερή και τη δεξιά πλευρά της σκηνής, που αντιστοιχούν σε δύο χρόνους (και σε διαφορετικούς τόπους), ο ένας είναι το δραματικό παρόν, που αντιστοιχεί στον 2ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που συμπίπτει εν πολλοίς με την εποχή του Αδριανού, που είναι κι αυτός επικούρειος, και η δράση διαδραματίζεται στα Οινόανδα της Λυκίας, στη Μ. Ασία (αν και η πόλη δεν ονοματίζεται παρά μόνο στο τέλος). Πρωταγωνιστεί ο επικούρειος φιλόσοφος Διογένης και οι φίλοι του, ώριμοι ή «κατασκευαζόμενοι» μαθητές, ο γιατρός Επίγονος, η νεαρή εταίρα Ηδονίς, οι έφηβοι Νιόβη και Μέτων. Συμμετέχουν ιστορικά πρόσωπα, αλλά και πολλά επινοημένα από τον συγγραφέα, αφού, όπως είναι φυσικό, η μεταφορά της τότε πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο με τις ιστορικές μορφές, αλλά χρειάζονταν και άλλες που θα πρόσθεταν σε αληθοφάνεια για το στήσιμο μιας καθημερινότητας. Ο δεύτερος χώρος αντιστοιχεί στο παρελθόν, συγκεκριμένα στον 4ο – 3ο αιώνα π.Χ., στην εποχή του Επίκουρου και σε τέσσερις διαφορετικούς τόπους, κυρίως τους τόπους όπου έζησε και έδρασε ο Επίκουρος, τη Μυτιλήνη, τη Λάμψακο και την Αθήνα, στον Κήπο του Επίκουρου, όπου πρωταγωνιστεί ο μεγάλος φιλόσοφος με κύκλο μαθητών και φίλων του (όλα ιστορικά πρόσωπα) σε πέντε σημαντικές στιγμές της ζωής του, ενώ υπάρχει και μια σκηνή στην Ήπειρο, πάλι την εποχή του Επίκουρου, με πρωταγωνιστές τον βασιλιά Πύρρο και τον φιλόσοφο Κινέα.

Η δράση εμπεριέχει εγκιβωτισμό, μια ιδιαίτερη αφηγηματική και δραματική τεχνική, δηλαδή τοποθέτηση μιας δράσης εντός μιας άλλης. Εδώ συγκεκριμένα, μέσω της αφήγησης του επικούρειου Διογένη, μεταφερόμαστε στην εποχή του Επίκουρου. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς ο πλαγιασμένος λόγος γίνεται ευθύς και ξεδιπλώνεται μπροστά μας από τα ίδια τα πρόσωπα. Έτσι, παρακολουθούμε τη ζωή και τη δράση του Επίκουρου από τα πρώτα του ανεξάρτητα βήματα μέχρι τον θάνατό του.

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει και τις σκηνικές οδηγίες στον φωτισμό, στο στήσιμο, στην έκφραση, στις κινήσεις των προσώπων, στην περιγραφή του σκηνικού, κλπ. Μάλιστα, περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια τους σκηνικούς χώρους, που αλλάζουν συχνά.

 

Χρήστος Γιαπιτζάκης

 

Σημαντική είναι και η προσωποποιία και ηθοποιία των χαρακτήρων μέσα από τις τοποθετήσεις τους, αλλά και τις περιγραφές των άλλων προσώπων, ώστε αυτά να εμφανίζονται με ιδιαίτερη ζωντάνια κομίζοντας μιαν αυθεντικότητα δύσκολα αμφισβητήσιμη. Αυτό ισχύει τόσο για τα ιστορικά όσο και για τα ιστορικοφανή πρόσωπα. Έτσι, διαγράφονται μπροστά μας ολοζώντανα, παραστατικά και πειστικά και καθόλου μονοδιάστατα τα διάφορα πρόσωπα ως ήρωες, εντέλει ως χαρακτήρες, όπως ο μεγάλος Επίκουρος με τη μεγαλοθυμία και μακροθυμία του, το στοχαστικό του βάθος, την ηρεμία του, την απόλυτη συνέπεια λόγων και στάσης του, αλλά και οι γνωστοί μαθητές του, αντάξιοι του δασκάλου τους ο Έρμαρχος, ο Μητρόδωρος και ο Ιδομενέας, η σπουδαία εταίρα Λεόντιον, αποφασιστική και δυναμική, που έγινε ξακουστή για την ευρυμάθειά της και τις δυνατότητές της στον λόγο, που έγραψε φιλοσοφικά δοκίμια και κατέπληξε με τις επιδόσεις της, ο φιλόσοφος Διογένης, αντάξιος επίγονος – δάσκαλος της εποχής του, με ανάλογα χαρακτηριστικά, στοχασμό, ευγένεια και έγνοια για τον άνθρωπο, όπως και ο γιατρός Επίγονος, μα και τα πλαστά πρόσωπα, πρώτ’ απ’ όλα η εταίρα Ηδονίς, με καθαρή ψυχή και ακμαίο μυαλό, με ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, αλλά και οι τύποι που παρελαύνουν με πειστικότητα και ιστορικότητα, κατά το μέτρο που τους αναλογεί, όπως η μεσόκοπη χωρική, που μιλά λαϊκά, που ζει με την καθημερινή αγωνία να πουλήσει τα κηπευτικά της, που ξέρει να επικαλείται την Ήρα, αλλά και την Αφροδίτη όταν μιλά για τα παιχνίδια με τον άντρα της ή τον Διόνυσο όταν αναφέρεται σε γλέντι οινοποσίας, που περιφρονεί τις εταίρες, αφού «από μακριά ευωδιάζουν μυρωδικά οι βρώμες», όπως λέει χαρακτηριστικά και οξύμωρα, αλλά και οι εταίρες της πόλης, οι άντρες που τις πλησιάζουν, ο επικίνδυνος ρήτορας ή ο ανεπίδεκτος ουσιαστικής μάθησης έμπορος. Κι όλα αυτά όχι απλώς μέσα σε έναν πειστικό σκηνικό διάκοσμο, αλλά με αναφορές σε λεπτομέρειες της εποχής, ώστε αυτή να μεταφέρεται μπροστά μας, με τα νομίσματα, τα δηνάρια και τα ασσάρια, τα τρόφιμα, τα ποτά, τα συμπόσια, τα ανάκλιντρα, τα αγάλματα, την αγορά, τη στοά, την κιονοστοιχία, τους τρόπους και τις συνήθειες των ανθρώπων και πάνω απ’ όλα τις σκέψεις, τις αγωνίες και τις συζητήσεις τους.

Η πιστότητα των λόγων, των χώρων, των δεδομένων είναι χαρακτηριστική. Ο συγγραφέας έχει ερευνήσει εξαντλητικά τις πηγές και τις αξιοποιεί απολύτως σε κάθε επίπεδο. Την ίδια ώρα, είναι σε θέση να αυτοσχεδιάζει, να φαντάζεται, να γεμίζει με επάρκεια, πιστότητα και πειστικότητα τα κενά των ιστορικών καταλοίπων, να ζωντανεύει το λόγο και τη δράση, να δημιουργεί αμεσότητα και ιστορικό βάθος.

Το έργο, ωστόσο, δεν είναι μια προσπάθεια ανάπλασης της εποχής και του φιλοσοφικού της λόγου ούτε απλώς μια παραστατική μεταφορά της ζωής και του έργου του Επίκουρου, όπως αναφέρει το εξώφυλλο, πράγμα που γίνεται, βέβαια, με επιτυχία και πληρότητα, καθώς αναπτύσσει όλες τις πτυχές της επικούρειας διδασκαλίας, με κέντρο τη φιλία, αλλά και την ευδαιμονία, τη στάση απέναντι στον θάνατο, κλπ., ενώ παρακολουθεί και τη συνέχεια και την εξάπλωσή της, την επίδρασή της σε επιστήμες, στη φυσική, στη μεθοδική ιατρική, ακόμα και πολιτική, την τέχνη, με παράθεση, επίσης, πολλών στοιχείων από την ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας και των φιλοσοφικών σχολών.

Επίσης, δεν είναι απλώς ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ ευχάριστα, για την ωραία χρήση του λόγου, την ομαλή ροή των σκέψεων, τη σεβαστική τήρηση του διαλόγου, τη μελίρρυτη διάθεση.

Το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από αυτά: είναι μια διδαχή ζωής για τους σημερινούς και τους αυριανούς ανθρώπους, στους οποίους μεταδίδει μαθήματα ευτυχίας, απλότητας και φρόνησης, μια προσπάθεια ανάλογη μ’ αυτήν που έκανε ο Διογένης ο Οινοανδεύς (και περιγράφεται στο βιβλίο), να μείνει, δηλαδή, για πάντα η επικούρεια φιλοσοφία χαραγμένη, δημιουργώντας το πέτρινο βιβλίο, τη μεγαλύτερη επιγραφή της ανθρωπότητας, μια προσπάθεια να μεταλαμπαδευτεί αυτό το σπουδαίο μήνυμα σε όλους τους ανθρώπους, καθώς άλλωστε φαίνεται πως σε κάθε εποχή, όσο κι αν αλλάζουν τα πράγματα γύρω μας, παραμένουν τα ίδια βασικά ερωτήματα και οι ίδιες βασικές ανάγκες για την ανθρώπινη ύπαρξη, η αναζήτηση της ευτυχίας, της αλυπίας, η ανάγκη να ξεπεραστεί ο φόβος του θανάτου. Το βιβλίο μεταφέρει σε μας τη συναρπαστική ηρεμία της επικούρειας σκέψης, τη γαλήνη που χαρίζει η φιλία, την ασφάλεια που γεννά η μέθοδος της παρατήρησης και ο έλεγχος της φρόνησης, τη διάσταση της προσωπικής διάθεσης που σμιλεύει την ελευθερία, την πίστη ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, μας δείχνει τον χώρο όπου ευδοκιμεί η φιλία, η ισότητα, η απλότητα και η ευτυχία, όπου διώκεται η δεισιδαιμονία, η ματαιοδοξία, η αγωνία του θανάτου και η τυφλή επίκληση της μοίρας, την ευρυχωρία όπου αναπτύσσεται η σκέψη και η καθαρή κρίση.

Και μ’ αυτή την έννοια, ο διάλογος δεν τελειώνει με την ανάγνωση του βιβλίου ούτε ταυτίζεται με αυτήν. Συνεχίζεται στο προσωπικό σκηνικό του καθενός. Οι αναγνώστες ως ιδεατοί μαθητές – φίλοι θα διερωτώνται και θα παίρνουν απαντήσεις, θα ψάχνουν μέσα τους και θα καλούνται να κάνουν ενδεχομένως επιλογές ζωής με άξιο δάσκαλο τον Χρήστο Γιαπιτζάκη, έναν, προφανώς, ευτυχισμένο Έλληνα.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top