Fractal

✔️ Προδημοσίευση από το υπό έκδοση μυθιστόρημα της Φιλομήλας Βακάλη «Γερανουί» (νέα καθήκοντα)

 

 

 

 

Το αύριο δεν είχε πρόσωπο. Παιχνιδάκι του ανέμου, δίχως όνειρα μελλοντικά για τη ζωή, δε γνώριζε κι ούτε μπορούσε να φανταστεί, ποια τύχη της είχε η μοίρα φυλαγμένη. Συνέχιζε απλά να επιβιώνει. Κουρασμένη, ολημερίς στο πόδι, αυτό θα συνέβαινε και την άλλη μέρα, την άλλη και την παράλλη, πάλι. Χόρταινε με το «πιάτο της ημέρας». Ωστόσο, με τον καιρό, άρχισε να αναδύεται, και καθημερινά να ενισχύεται ένα τρυφερό προαίσθημα, πως κάτι καλό την περίμενε. Και μια γλυκιά ευφορία, ώρες – ώρες, ένιωθε να τη συνεπαίρνει. Χωρίς να υποψιάζεται ακριβώς τι: λίγο, πολύ, προσωρινό, με ή χωρίς αντίκρισμα, έπαψε να είναι απελπισμένη. Η δουλειά τη δυνάμωνε, την έκανε πιο λαμπερή, πιο όμορφη. Κι ενώ φως δεν έφεγγε από πουθενά, ένιωθε εκείνο το συναίσθημα, κάποιες φορές, να φουντώνει. Και πάλι να φανταστεί ή να ονειρευτεί δεν μπορούσε. Μήπως προκαλώντας την η φύση, ανήλικη ακόμα αλλά ολοκληρωμένη στο γλυκοχάραμα της ήβης, έπαιζε μαζί της; Το πιθανότερο, αν υπολογίσει κανείς τις συχνές, αναίτιες φαινομενικά μεταπτώσεις του θυμικού της ανάμεσα πληρότητας και κενού, ευφορίας και θλίψης, μιας «φιλικής, λυτρωτικής» θλίψης, που περνούσε. Τι ήταν αυτό που της συνέβαινε, τι περίμενε, δεν ήξερε, της άρεσε όμως κι από φόβο μη χαθεί, δεν το έψαχνε.

 

Μετά την αποχώρηση της Μερόπης, λόγω εγκυμοσύνης, στα καθήκοντά της Γερανουί προστέθηκε και η διαδικασία της φροντίδας των καλεσμένων. Πολλά λέγονταν για την εγκυμοσύνη της Μερόπης, τίποτε χειροπιαστό, μόνο, κατά τη διάρκεια της αποχώρησης, πριν και μετά, υπήρξε ένας εκνευρισμός στην οικογένεια, προφανής για τη Γερανουί, οι άνθρωποι είχαν ξεβολευτεί.

Η Αικατερίνη για τις επίσημες εμφανίσεις της προμηθευόταν τα ρούχα της από το εξωτερικό ή κάποιο γνωστό ραπτικό οίκο, ντόπιο. Πρόχειρα και καθημερινά δικά της, της γιαγιάς, και της Λούλας τα έραβε μια μοδίστρα στο σπίτι. Εκείνη έραψε της Γερανουί ένα κυπαρισσί σκούρο φόρεμα, με λευκό διάφανο κεντητό γιακά για την περίσταση. Μια ποδίτσα όμοια με το γιακά τόνιζε τη «δαχτυλιδένια» μέση της. Έκφραση του συρμού, και όμως, είναι το μόνο που κυριολεκτικά ταίριαζε να πει κανείς. Ήταν δεκαεπτά ετών, λευκή με μαύρα μεγάλα μάτια και μαύρα πλούσια μαλλιά, ομορφιά που έκοβε την ανάσα. Μια καλλονή.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Με κόπο κρατούσε το δίσκο στα χέρια της και τα πόδια της δεν τη βαστούσαν. Περνούσε ανάμεσα στους καλεσμένους αποφεύγοντας τα βλέμματά τους, εύθραυστη στην αμηχανία της, διάφανη, με την άγνοια της επίδρασης που εξασκούσε, μαγνήτισε τα βλέμματα των προσκεκλημένων, προκαλώντας, κυρίως, το ενδιαφέρον των αντρών. Ακόμα και οι οικείοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Περήφανος ο Ευστάθιος, απέναντι στους καλεσμένους του, την κοιτούσε με ικανοποίηση και αντρική φιλαρέσκεια. Δεδομένης της θέσης της, έδωσε τροφή για λίγες ώρες σε ερωτομανείς συζύγους, να ζήσουν τη φαντασίωση μιας απαγορευμένης, εξωσυζυγικής περιπετειούλας. Τόσο προσφιλής στον κύκλο των «ευγενών», που πετούσαν τη σκούφια τους για πικάντικες εκτός συζυγικής κλίνης απολαύσεις. Στον κόσμο της η Γερανουί, με το αφοπλιστικά αθώο βλέμμα και την αδιάλλακτη από τη φύση της στάση, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν την ταραχή που προκαλούσε, κρατώντας τις συνήθεις αποστάσεις, τους αποθάρρυνε.

Μετά από τρεις τέσσερις συναθροίσεις απόκτησε άνεση και ενδιαφέρον. Τις πρόσμενε με χαρά κι ας την κούραζαν. Λάτρευε τη μουσική, τα τραγούδια, τον χορό, τη ζωηρή ατμόσφαιρα και τα διακριτικά αρώματα. Οι εκλεπτυσμένες κινήσεις και τα καλόγουστα ρούχα, μερικών γυναικών, την εντυπωσίαζαν. Παρακολουθούσε τα χέρια τους, το στήσιμο του κορμιού τους, την έκφραση και την ομιλία, τη χάρη και φρόντιζε να τα οικειοποιηθεί. Δεν χρειάστηκε να προσποιηθεί, ήταν στη φύση της.

Ανάμεσα στις κυρίες, ξεχώρισε μία, για κάποιο λόγο, της θύμιζε τη μητέρα της. Ένα βράδυ, αυθόρμητα της φίλησε το χέρι κι εκείνη τη χάιδεψε στα μαλλιά, δεν ήταν άγγιγμα συγκατάβασης ή συμπόνιας, φιλική απάντηση αβροφροσύνης ήταν, ειλικρινής, στο βλέμμα της η Γερανουί διέκρινε την αποδοχή και το θαυμασμό. Απρόσμενη στιγμή, συναρπαστική, με την επίγνωση όμως της θέσης της, τη δυσαρέσκεια που θα προκαλούσε η οικειότητα στα αφεντικά της, χαμογελώντας ευγενικά στη γυναίκα, σαστισμένη και κατακόκκινη γεμίζοντας το δίσκο με μια παρτίδα κενά ποτήρια, βγήκε από την αίθουσα.

Από την αντίθετη μεριά, ερχόταν ο Κίμωνας, στάθηκε μπροστά της με τα χέρια στη μέση κορδωτός, στυλ «Κουταλιανός», της έκλεισε το πέρασμα. «Θα με αφήσεις να περάσω;» Έκανε με τον αγκώνα της να τον προσπεράσει. Εκείνος επέμενε, «έλα, πέρασε αν τολμάς», ένιωσε την ανάσα του κοφτή, ταραγμένη στο πρόσωπό της, «φύγε», του φώναξε, αντιδρώντας περίεργα σε μια ενστικτώδη απειλή, «θα μου πέσει ο δίσκος, σου λέω» και με το πόδι της σφήνα από το πλάι τον μετατόπισε κάπως βίαια. Έτοιμος να χάσει την ισορροπία του, παραμέρισε βρίζοντας «καρακάξα, ποια νομίζεις πώς είσαι, ε;», «Εγώ είμαι αυτή που είμαι , εσύ ποιος είσαι, ξέρεις;» Τον προσπέρασε απαξιωτικά, γυρνώντας το πρόσωπό της απ’ την άλλη μεριά. Αγανακτισμένη άρχισε να εκτονώνεται «κακομαθημένε, ηλίθιε, φούσκωσαν τα ποντίκια σου και νερούλιασε το μυαλό σου…».

Μια πετάγεται από το πουθενά και την τρομάζει, μια της κόβει το δρόμο κουράστηκε. Μήπως και η αδερφούλα του, κουβέντα καλή δε βγάζει από το στόμα της. Σ’ εκείνη βρήκαν να κάνουν τον καμπόσο. Και που είναι δούλα; Τη δουλειά της κάνει, δεν τους χρωστά τίποτε.» Πρώτη φορά ένιωσε τόσο θυμωμένη. Δουλειά μπορεί να βρει κι αλλού, μεγάλωσε πια, δεν είναι παιδάκι. Την Αμαλίτσα σκέπτεται, αυτή την κρατά ακόμα. Ανεβαίνει στην κρεβατοκάμαρά της, τη σκεπάζει. Ήρεμη, αναντας τον έλεγχο και πάλι, με το κορμί στητό, ορθό κυπαρίσσι, επιστρέφει στο σαλόνι. Στα χέρια της κρατά δυο κανάτες φρέσκο νερό δροσερό, φτάνοντας στην πόρτα την περιμένει μια μεγάλη έκπληξη.

Βλέπει τον διευθυντή μιας μεγάλης εξαγωγικής εταιρείας της Αγγλίας, πρώτη φορά καν δεύτερη προσκεκλημένος, να σηκώνεται απότομα από το κάθισμά του, με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη από ώρα στο λαιμό του, να κατευθύνεται προς το μέρος της. Ήταν εμφανές το ενδιαφέρον του για την

Γερανουί, έκθαμβος από την ομορφιά και την κομψότητα της, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να αποθανατίσει με το φακό του, την «ελληνική ομορφιά», αντιπροσωπευτικό δείγμα, ανάμεσα στα άλλα αξιοθέατα του ταξιδιού του. Ελευθερώνοντας τα χέρια της απ’ τις κανάτες, την οδήγησε στη μέση της σάλας.

Ladies and gentleman

This is the Greek beauty!

«Ελλήνικος ομόρφια!»

είπε και της έκανε νόημα να σταθεί ακίνητη, πηγαίνοντας μπρος πίσω διόρθωσε λίγο την κλίση του κεφαλιού της, λίγο του κορμιού, βρίσκοντας την κατάλληλη θέση κι απόσταση ο ίδιος, ικανοποιημένος τράβηξε την πρώτη φωτογραφία. Της άλλαξε πόζα και συνέχισε να τραβά. Η μουσική από το γραμμόφωνο κάλυπτε το σούσουρο που είχε δημιουργηθεί. Έκπληκτοι κάποιοι δυσάρεστα, άλλοι μάλλον ευχάριστα και κάποιοι φανερά εκνευρισμένοι με δυσκολία προσπαθούσαν μπροστά στον ξένο να κρατήσουν τα προσχήματα. Η Γερανουί, κατακόκκινη από ντροπή, παγωμένη από συστολή και φόβο δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ο ξένος, έχοντας πιει και μια γερή δόση κονιάκ, εκστασιασμένος, την άρπαξε από τη μέση κι άρχισε, παρασύροντάς τη, να στροβιλίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Η νεαρή κοπέλα, σάστισε. Πόσες βραδιές σ’ αυτή την αίθουσα δε λαχτάρισε να χορέψει, να τραγουδήσει. Ο ρυθμός δονώντας το κορμί της, διέγειρε καταπιεσμένες ανάγκες, φυσικές κι αναφαίρετες του ανθρώπου. Πιάνοντας με την άκρη του ματιού της τον Κίμωνα, σκαιό, να την κοιτά επίμονα, βασανιστικά, επαναστάτησε. Η οργή πιο δυνατή από τη ντροπή και η επιθυμία να νιώσει πως υπάρχει και να το δείξει, ελεύθερη, αληθινή, οδηγούν το κορμί της. «Ναι και οι δούλες μπορούν», ψιθυρίζει κι αφήνεται, με όλη της την ψυχή στη χαρά της απόλαυσης. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει, το πρόσωπό της φουντώνει, το σώμα της φλέγεται. Τρεις στροφές κι ο δίσκος τελειώνει. Λίγες στιγμές όλες κι όλες μεγάλες όμως, λυτρωτικές. Ανεπανάληπτες! Η Αικατερίνη έγνεψε στη Λούλα, που έτρωγε εκνευρισμένη τα νύχια της, να καθίσει στο πιάνο.

«Λούλα, αγάπη μου, τι θα μας παίξεις», είπε σηκώνοντας τον τόνο της φωνής της για να ακουστεί.

Η ώρα για τη Γερανουί είχε σημάνει, ωραία πλην φτωχή σταχτοπούτα, γύρισε στη λάτρα. Δεν μετάνιωσε γι αυτό που άφησε να συμβεί, έστω κι αν αύριο όλα θα ήταν διαφορετικά. Αφημένη στην περιδίνηση της μαγείας εκείνης της αναπάντεχης βραδιάς, έπλυνε πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, τελείως μηχανικά. Όταν όλοι πήγαν για ύπνο, μάζεψε και τα τελευταία ποτήρια από το σαλόνι, ζέστανε λίγο γάλα, κατάκοπη όπως ήταν το πήρε στη μικρή κάμαρά της, να το πιει σιγά- σιγά. Ο ύπνος βάρυνε τα βλέφαρα, τελευταία γλυκιά γεύση κράτησε για το όνειρο, το στροβίλισμα του χορού, και την περίεργη, πρωτόγευστη εκείνη ανατριχίλα να δονεί ακόμα κατά διαστήματα το κορμί της. «Θα ξαναρχόταν μια τέτοια στιγμή;

 

Στο ύπνο της, ένιωσε τον αγέρα μιας τραχιάς ανάσας κι ένα βογκητό θεριού, πάνω από το κεφάλι της. Μια αγκούσα στο κορμί της, ένας ονειρικός εφιάλτης, άνοιξε ξαφνιασμένη τα μάτια της. Πίσσα σκοτάδι, κάποιος είχε σβήσει το φωτάκι του διαδρόμου. Διέκρινε το σκοτεινό περίγραμμα ενός νέου άντρα . Έκανε να βγάλει φωνή, εκείνος φράζοντας με τη χούφτα του το στόμα της τράβηξε τα σκεπάσματα και τα πέταξε καταγής. Έπεσε πάνω της, η αναπνοή του μύριζε αλκοόλ και καπνό. Κρατώντας τη συνέχεια φιμωμένη προσπαθούσε να της σηκώσει τα ρούχα. Η Γερανουί άρχισε να χτυπιέται, να κλωτσάει, να τον χτυπά με τα χέρια στις πλάτες. Ήταν δυνατός, λάγνα η ανάσα του, κοφτή. Ωστόσο, πασχίζοντας να την ακινητοποιήσει με το ένα χέρι, το άλλο χαλάρωσε κι η κοπέλα πρόλαβε με μια γρήγορη σαγονιά έμπηξε πάνω τα δόντια της. «Σκύλα», βόγκηξε κι άρχισε να της δίνει μπουνιές, όπου εύρισκε, στο πρόσωπο, στα πλευρά, στο στήθος. Φωτιές και κάπνα γέμισε το δωμάτιο, φωνές απελπισίας, κόσμος, κόσμος πολύς, θόλωσαν όλα γύρω της, βγάζοντας φωνή λύκαινας, μ’ όση δύναμη της είχε απομείνει, έχασε τις αισθήσεις της.

Αναστατωμένη από τις φωνές, η Αικατερίνη πετάγεται απ’ το κρεβάτι. Φτάνοντας έξω απ’ το δωμάτιο της Γερανουί, βλέπει τον Κίμωνα, κάτωχρο, αναστατωμένο στο διάδρομο, έμοιαζε να βγαίνει από την πόρτα. «Τι συμβαίνει;», τον ρωτάει έντρομη. Με την όψη αλλοιωμένη εκείνος, απαντάει τρέμοντας, «άκουσα φωνές και ήρθα, δεν, δεν ξέρω, δεν είδα…». Μια υποψία περνά απ’ το μυαλό της «δεν μπορεί» μουρμουρίζει με απόγνωση. Αρπάζει το γιο της από το χέρι και μπαίνουν στο δωμάτιο. Η Γερανουί, σε κακά χάλια με τα μάτια μισόκλειστα, ανάσκελα στα ανακατεμένα σκεπάσματα μοιάζει σαν πεθαμένη. Ανάβει το φως, «δυστυχία μας», φωνάζει. Πάει κοντά της, τις δίνει δυο σκαμπίλια να συνέλθει: «νερό, τρέχα να φέρεις νερό», ουρλιάζει.

Βρέχει το πρόσωπό της, την τρίβει στο στήθος, στα χέρια. Πιο κει ο Κίμωνας παγωμένος, αξιοθρήνητος σφίγγεται για να συγκρατήσει τα ούρα που τρέχουν απ’ τα μπατζάκια της πιζάμας του. Η Αικατερίνη, τον κοιτάζει με φρίκη.

Δεν είναι ώρα για λόγια, πρέπει να γλιτώσει απ’ τα χειρότερα. «Τσακίσου γρήγορα, πλύσου, άλλαξε και πέσε στο κρεβάτι», του λέει σφίγγοντας τα δόντια της, ενώ συγχρόνως κι όσο βρίσκεται σε ζάλη η Γερανουί, τακτοποιεί τα ρούχα, της στρώνει τα μαλλιά, για να μην φαίνονται τα σημάδια της πάλης και ποιος ξέρει ακόμα τι…

Η Γερανουί ακούει, σαν σε όνειρο κι απ’ άλλου κόσμου ήχο μακρινό να φτάνει το κλείσιμο της πόρτας και τη φωνή της Αικατερίνης, ανήσυχη να της μιλά:

«έλα, έλα ξύπνα, είσαι καλά;»

Ανοίγει τα μάτια της απορημένη. Οι πόνοι του κορμιού της θυμίζουν τον τρομερό εφιάλτη. Ανασηκώνεται ελαφρά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ακόμα και το χώρο που βρίσκεται. Κάθεται στο κρεβάτι ανακούρκουδα με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα, την πλάτη στον τοίχο κρατώντας σφιχτά τα λυγισμένα πόδια της, τραντάζεται σ’ ένα διαρκή παροξυσμό, δίχως δάκρυ. Η Αικατερίνη προσπαθεί να την ξεψαχνίσει.

«Πώς είσαι έτσι, τι έπαθες, ποιος σε πείραξε;» Κάπου- κάπου σηκώνει το κεφάλι. Το ανέκφραστο βλέμμα του κοριτσιού, της προκαλεί τρόμο. Προσπαθεί να την αποπροσανατολίσει. «Ησύχασε, ησύχασε. Κάποιος μπήκε εδώ μέσα, ποιος;», απομακρύνοντας ευθύνες και κατηγορίες που παραπέμπουν στο γιο της, επινοεί ολόκληρο παραμύθι «Μήπως άφησες το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό; Θαρρώ πως το άκουσα να χτυπά μες τη νύχτα, εσύ άκουσες τίποτα;»

(…)

«Να μπήκε από κει…, από που;»

Σαν να ξυπνά από λήθαργο, φαρμάκι το βλέμμα της Γερανουί καρφώνει τη γυναίκα.

«Να μπήκε, πού στο σπίτι του;» , απάντησε ξεψυχισμένα, με θολωμένο το νου ακόμα.

Η Αικατερίνη μαζεύεται. Ώρα να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Κάνει πως δεν ακούει. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δύσκολο να τα διαχειριστεί μόνη της και πιο δύσκολο να τα κουκουλώσει. Κρύβονται τέτοια γεγονότα από το Βασιλειάδη; Όλα από κείνον περνούν, εκείνος αποφασίζει. Αυτός έχει και τον τρόπο του.

«Κοιμήσου τώρα, αύριο θα τα πούμε όλα με την ησυχία μας. Θα το δηλώσουμε και στην αστυνομία…»,

Αοριστίες κι άλλα παρόμοια της είπε, με την εκδοχή πάντα, ότι πρόκειται για ληστεία και ότι ο υποτιθέμενος κακοποιός, με το φόβο πως κάποιος τον είχε πάρει είδηση, χώθηκε στο δωματιάκι της για να κρυφτεί και κατατρόμαξε την καημενούλα. Δεν έκανε κανένα σχόλιο, καν υπαινιγμό, ή υποψία ανέφερε, ούτε ρώτησε αν κάτι άλλο είχε συμβεί, πέρα από την δικαιολογημένη τρομάρα της κι ίσως μια δυο γρατσουνιές πάνω στον πανικό, όπως θα συνέβαινε στον καθένα.

«Ποιος ληστής», σκέφτεται με ανεξέλεγκτο θυμό, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της, και μίσος. Είναι σίγουρη πως ο υποτιθέμενος κακοποιός δεν είναι άλλος εκτός από τον Κίμωνα. Ίδιος ο αέρας, ίδια και η οσμή της κοφτής ανάσας, την ώρα που της έκοβε το πέρασμα στο διάδρομο. Ταυτόσημες εικόνες επανερχόμενες, της προκαλούν φρίκη…

 

 

Αύγουστος 2020.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top