Fractal

Ο μετανοητής δικαστής

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Αλμπέρ Καμύ «Η Πτώση», μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου – Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου – Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010

 

Ο συγγραφέας έχει βρει έναν ευρηματικό τρόπο για την απόδοση του μυθιστορήματός του, χρησιμοποιώντας τον μονόλογο. Στην ουσία θέλει να μας δείξει, ότι θα μπορούσε να είναι και διάλογος, αφού παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, όμως βάζει να μιλάει μόνο ο ένας, και ο άλλος απλά ακούει.

Ο ομιλητής συστήνεται σαν Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, πράγμα που δεν είναι το πραγματικό του όνομα κι εξασκεί  στο μπαρ, το επάγγελμα του Δικαστή- Μετανοητή.

Σ’ ένα μπαρ στο Άμστερνταμ ονόματι Μέξικο Σίτυ, μπαίνουν καθημερινά ναυτικοί και τουρίστες από κάθε εθνικότητα, όμως ο μπάρμαν δείχνει να σνομπάρει τις πολιτισμένες γλώσσες και μιλάει μόνο ολλανδικά. Έτσι προθυμοποιείται ο ομιλητής του μυθιστορήματος να εξυπηρετήσει τον Γάλλο πελάτη, που δεν μιλάει ολλανδικά. Του προσφέρει ένα τζιν, προσφέρεται να του κάνει παρέα και του εξηγεί πως το αφεντικό, επειδή δεν μιλάει ξένες γλώσσες και δεν καταλαβαίνει τους αλλοδαπούς επισκέπτες, είναι επιφυλακτικός και δύσπιστος.

Μιας και ο Γάλλος επισκέπτης είναι νεοφερμένος αναλαμβάνει ο Ζαν Μπατίστ να του γνωρίσει θεωρητικά την Ολλανδία. Του λέει πως  είναι ένα όνειρο από χρυσάφι και κάπνα με τους δρόμους γεμάτους ποδήλατα, που περνούν μέσα από τα ομόκεντρα κανάλια, που μοιάζουν με τους κύκλους της κόλασης. Μάλιστα κοντά στη γέφυρα συναντάει κανείς τις κυρίες πίσω από τις βιτρίνες, το φτηνό όνειρο του κάθε ταξιδιώτη.

Τα σπίτια τα πνίγει το νερό, η ομίχλη και η  άτονη θάλασσα με τα σταχτόνερα, που μοιάζει με νεκρή. Οι ακτές είναι χαμένες μες στο πούσι, η αμμουδιά είναι κιτρινισμένη και η προκυμαία γκρίζα. Τα μόνα ψηλά σημεία της περιοχής είναι κάτι παρατημένοι αμμόλοφοι και μόνο ο ουρανός ζει με τις εναλλαγές του και τα εκατομμύρια περιστέρια που πετούν ψηλά.

Σε αντιδιαστολή του ολλανδικού  αυτού τοπίου, ο ομιλητής πλέκει το εγκώμιο των ελληνικών νησιών, λέγοντάς του πως εκεί όταν είχε πάει, ένιωθε σαν βασιλιάς, διότι εκεί στην ελληνική θάλασσα επικρατεί το λαγαρό φως, το καράβι κινείται από νησί σε νησί, πάνω στη ράχη μικρών δροσερών κυμάτων μ’ έναν καλπασμό όλο αφρούς και γέλια.

Στη συνέχεια της κουβέντας τους αισθάνθηκε την ανάγκη να του εξηγήσει τι ακριβώς ήταν το επάγγελμα του ΔΙΚΑΣΤΗ-ΜΕΤΑΝΟΗΤΗ. Για να του δώσει να το καταλάβει καλύτερα, ξεκίνησε από το επάγγελμα του δικηγόρου, που εξασκούσε στη Γαλλία και τη ζωή που έκανε εκεί.

Κάποια μέρα χρειάστηκε να υπερασπιστεί ένα δολοφόνο, που σκότωσε τη γυναίκα του, όμως ένιωθε καλά, γιατί πίστευε ότι αυτός ανήκε στους καλούς δολοφόνους, γιατί έφταιγε η γυναίκα του. Πίστευε πως ο καλός εγκληματίας, είναι εκείνος που έπραξε την πράξη επειδή βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση και υπέφερε. Οι δικαστές τιμωρούσαν, οι κατηγορούμενοι εξέτιναν την ποινή τους κι αυτός ελεύθερος από κάθε υποχρέωση βασίλευε μέσα σ’ ένα παραδεισένιο φως.

Επομένως δεν ένιωθε τύψεις, γιατί είχε καθαρή τη συνείδησή του, ήταν άμεμπτος στην επαγγελματική του ζωή, δεν είχε δεχτεί δωροδοκίες, αλλά ούτε είχε ζητήσει και ποτέ την εύνοια κάποιου. Δεν έπαιρνε χρήματα από φτωχούς και μάλιστα είχε παρασημοφορηθεί με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Μέχρι τυφλό αν έβλεπε στο δρόμο τον βοηθούσε να περάσει απέναντι. Επίσης πάντα έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς. Έτσι λοιπόν ένιωθε υπερήφανος με τις πράξεις του αυτές, διότι πίστευε πως η αρετή τρέφεται με αρετή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένιωθε ότι βρισκόταν ψηλά και απολάμβανε την υπέροχη πετυχημένη ζωή του. Πολλοί άνθρωποι επιζητούσαν την συντροφιά του, κι ένιωθε μάλιστα τόσο ευτυχισμένος που είχε καταλήξει να σκέφτεται ότι αυτή του η ευτυχία ήταν ουράνια εντολή. Όλη αυτή όμως η επιτυχία του, τον έκανε ανικανοποίητο και κάθε φορά λαχταρούσε και μια άλλη επιτυχία.

Ακόμη και στην ερωτική του ζωή κυριαρχούσε μόνο η φιληδονία. Αναζητούσε αποκλειστικά και μόνο αντικείμενα ηδονής και κατάκτησης. Με λίγα λόγια για να ζούσε αυτός  ευτυχισμένος έπρεπε οι άνθρωποι που διάλεγε να μην ζουν ή να έχουν αραιά και που δικαιώματα στη ζωή.

Όμως ευτυχώς τώρα δείχνει να τα καταλαβαίνει όλα αυτά και αισθάνεται ντροπή. Οπότε με όλα αυτά που του διηγήθηκε του έδωσε να καταλάβει ότι αγαπούσε υπερβολικά τον εαυτό του, γι’ αυτό και δεν ήθελε να αυτοκτονήσει. Σιγά σιγά καταλάβαινε και αναγνώριζε τις αδυναμίες του και λυπόταν γι’ αυτές, όμως τις παρέβλεπε και  συνέχιζε να δικάζει τους άλλους κι αυτός επιδέξια ξεγλιστρούσε από την κρίση των άλλων.

Από τη στιγμή όμως που φοβήθηκε ότι υπήρχε και σ’ αυτόν κάτι που θα μπορούσαν οι άλλοι να επικρίνουν, κατάλαβε ότι κι αυτοί θα τον καταδίκαζαν. Είχε την εντύπωση ότι του έβαζαν τρικλοποδιές κι έτσι αφυπνίστηκε η προσοχή του και κατάλαβε ότι είχε εχθρούς στο επάγγελμά του, αλλά και στην κοινωνική του ζωή. Μάλιστα βρήκε εχθρούς ανάμεσα σε ανθρώπους που ούτε τους γνώριζε, αλλά ούτε τον γνώριζαν. Από την ημέρα που μυρίστηκε τον κίνδυνο άνοιξαν τα μάτια του, αλλά ταυτόχρονα δέχτηκε πολλαπλά πλήγματα, που έχασε τις δυνάμεις του.

 

Albert Camus

 

Μετά από μακροχρόνια μελέτη του εαυτού του έβγαλε στο φως τη βαθιά διπροσωπία του ανθρώπου. Κατάλαβε ότι η μετριοφροσύνη τον βοηθούσε να διαπρέπει, η ταπεινοφροσύνη να υπερτερεί, η αρετή να καταπιέζει και η ανιδιοτέλεια τον βοηθούσε να έχει όσα λαχταρούσε. Το ψυχρό ύφος που είχε, οι άλλοι το έβλεπαν σαν προσωπείο ηθικής. Η αδιαφορία του τον έκανε αγαπητό και ο εγωισμός του κορυφωνόταν με τις γενναιοδωρίες του. Τελικά διαπίστωσε πως έπαιζε ρόλους. Πέρασε όλη του τη ζωή διπρόσωπος και ποτέ δεν είχε αναλάβει τις πράξεις του με ευθύνη. Οπότε για να εξιλεωθεί άρχισε να κάνει χοντράδες σε δημόσιους χώρους, για να εκθέσει στον κόσμο ποιος πραγματικά ήταν. Ήθελε να συντρίψει την όμορφη εικόνα του, που παρουσίαζε παντού.      Έτσι αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και σαν πρώτο λιμάνι βρήκε καταφύγιο στις γυναίκες και μάλιστα είχε νιώσει την ανάγκη να ερωτευτεί. Όμως  επειδή μπλέχτηκε με λάθος άνθρωπο, διαπίστωσε πως κανείς δεν του είχε μάθει πώς γίνεται ο πραγματικός έρωτας και αυτό τον έκανε να νιώσει φρίκη και προσπάθησε να απαρνηθεί τις γυναίκες και να ζήσει αγνά.

Τελικά απογοητευμένος από τον έρωτα, αλλά και από την αγνότητα, δεν του έμεινε παρά η ακολασία. Έτσι άρχισε να πλαγιάζει με πόρνες και να πίνει νύχτες ολόκληρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαπίστωσε ότι το ποτό και οι γυναίκες του προσέφεραν την μόνη ανακούφιση που του άξιζε, γιατί η πραγματική ακολασία απελευθερώνει επειδή δεν δημιουργεί καμιά υποχρέωση. Όμως η αθυροστομία του και η άστατη ζωή του αμαύρωσαν την φήμη του, οπότε σταμάτησε τη δικηγορία, γιατί και οι πελάτες του τον εγκατέλειψαν.

Τέλος του εξηγεί πώς κατέληξε εκεί. Αφού έκλεισε το γραφείο του ταξίδεψε πολύ, όμως για να τιμωρήσει τον εαυτό του, αλλά και για να μπορέσει να εξασκήσει το επάγγελμα χωρίς πτυχία και αλλαγή ονόματος, αναγκάστηκε να επιλέξει αυτή την πρωτεύουσα νερού και ομίχλης ζωσμένης από κανάλια. Έτσι στο μπαρ Μέξικο Σίτυ δημιούργησε το γραφείο του και προβαίνει σε δημόσιες εξομολογήσεις, κατηγορεί τον εαυτό του με ευστροφία και προσαρμόζει τα λόγια του στον ακροατή κι αυτός υπερθεματίζει. Όλο αυτό αυτόματα γίνεται ένας καθρέφτης, γιατί καθώς μιλά, ανεπαίσθητα περνά από το «εγώ» στο «εμείς». Όσο περισσότερο κατηγορεί τον εαυτό του, τόσο περισσότερο έχει το δικαίωμα να κρίνει τους άλλους. Ουσιαστικά παραδέχεται πως δεν άλλαξε ζωή, εξακολουθεί ν’ αγαπά τον εαυτό του και να χρησιμοποιεί τους άλλους, απλώς η ομολογία των σφαλμάτων του, δίνει τη δυνατότητα να ξαναρχίζει πιο ξαλαφρωμένος και απολαμβάνει την μεταμέλειά του.

Τελικά κατανόησε πως ρίχνοντας όλα τα βάρη πάνω του είχε το δικαίωμα να κρίνει τους άλλους, άρα αφού ο κάθε δικαστής καταλήγει σε μετανοητής, θα’ πρεπε να γίνει πρώτα μετανοητής για να καταλήξει σε δικαστής.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top