Fractal

Ανεπούλωτα τραύματα

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

 

Θ. Π. Λιανός: «ΤΟ ΡΟΛΟΪ» Εκδ. Παπαζήση, 2023

 

Τα πάθη της Ελλάδας από τον Εμφύλιο δεν έχουν ακόμα επουλωθεί και αυτό φαίνεται από τα τόσα και τόσα βιβλία που γράφτηκαν και εξακολουθούν να γράφονται. Στην αρχή ήταν οι ίδιοι οι παθόντες που είχαν την εμπειρία πρόσφατη, όσοι επέζησαν, δηλαδή, και πήραν τα σύνεργα της γραφής για να καταθέτουν την ψυχή τους. Στην συνέχεια τη σκυτάλη παρέλαβαν τα παιδιά τους, εκείνα που είχαν ακούσει και είχαν υποστεί εμμέσως τις συνέπειες του εθνικού μίσους.

Ο Θ. Π. Λιανός ανήκει σ’ αυτή τη δεύτερη μετεμφυλιακή γενιά. Γεννήθηκε στη Μεσσήνη, μεγάλωσε στο Χαλάνδρι, σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ στην Αθήνα, πήρε Μάστερ στις ΗΠΑ. Έγινε  καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Davis, και επισκέπτης καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Virginia (VPI), στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας και στο Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας, στο Galway.

Τώρα, Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, εκεί όπου ανδρώθηκε -στην πρώην ΑΣΟΕΕ- και υπηρέτησε και ως  πρύτανης κατά την περίοδο 1985-1988. Υπηρέτησε και σε διάφορες διοικητικές θέσεις του Δημοσίου, χρημάτισε Πρόεδρος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, της Διοικούσας Επιτροπής του Πολυτεχνείου της Κρήτης, του ΔΙΚΑΤΣΑ, και του Κέντρου Προγραμματισμού και Ερευνών.  Έχει γράψει διδακτικά εγχειρίδια, επιστημονικά συγγράμματα και πολλά άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Έχει επίσης δημοσιεύσει πλήθος άρθρων στον Ημερήσιο και Περιοδικό Τύπο.

Εν ολίγοις είναι ένας άνθρωπος ο οποίος με τις σπουδές του και τους ρόλους του στην κοινωνία γνωρίζει καλά και νιώθει βαθιά το αντικείμενό του, που πήρε πλέον τη θέση του στη μικροϊστορία της πατρίδας μας.

Η υπόθεση του βιβλίου –Το ρολόι– θυμίζει πολλές άλλες παρόμοιες, έχει όμως τις ιδιαίτερες λεπτομέρειές της, εκείνες που κεντρίζουν τον γράφοντα, για να δώσει υπόσταση στις σκέψεις και τα  συναισθήματα και να τα μεταβάλει σε λέξεις. Κοσμογυρισμένος πια, όπως λέει ο Κ.Π. Καβάφης έτσι σοφός που έγινες  με τόση πείρα… είναι καιρός να καταθέσεις την περίπτωσή σου.

Κεντρικό πρόσωπο, στην αρχή της ιστορίας του είναι ο ιδεολόγος κομμουνιστής Παναγιώτης Λαμπρόπουλος που  θα υποστεί τις συνέπειες της πολιτικής επιλογής του. Οι ταγματασφαλίτες που κάνουν εκκαθαρίσεις θα τον κυνηγήσουν. Εκείνος θα φύγει αλλά η γυναίκα του Βασιλική και τα παιδιά τους θα μείνουν πίσω. Εκείνη θα υποστεί ανάκριση, εξευτελισμό, παρ’ ολίγο βιασμό και τέλος θα θανατωθεί. Τα παιδιά θα καταφέρουν να φύγουν και να βρουν τον πατέρα τους.

Η ζωή πιεσμένη από την ανάγκη συνεχίζεται, όλα φαινομενικά μπαίνουν στο ρυθμό τους και τα παιδιά -τυπογράφος ο ένας, μοδίστρα το κορίτσι,  λογιστής  ο άλλος και ο Θοδωράκης που του λείπει η μάνα του καθώς και οι λεπτομέρειες του θανάτου της, ο αδύναμος από υγεία, ωστόσο, ευφυής και επιμελής, διαπρέπει στο σχολείο. Πετυχαίνει στη Νομική,  έχει επιτυχίες και στη Σχολή και στα κορίτσια, έλκει το ενδιαφέρον των καθηγητών του προωθείται για επιστημονική καριέρα στην Αμερική, επιστρέφει στην Αθήνα μετά τη Χούντα, εκλέγεται καθηγητής και γρήγορα αποκτά φήμη ως επιστήμονας  και ως δάσκαλος.

Όμως η ζωή έχει πολλές ανατροπές, πολλές εκπλήξεις και, όπως λέει και ο Ευριπίδης Πολλά από αυτά οι άνθρωποι εύχονται οι θεοί δεν τα φέρνουν και τους φέρνουν εκείνα που δεν τα περιμένουν.  Έτσι, όπως η ζωή φέρνει τις ισορροπίες, φέρνει και τις ανατροπές, και η μοίρα του θλιμμένου, αν και καλά τακτοποιημένου Θοδωρή, θα ξαναχτυπήσει με δόλο. Η κοπέλα την οποία θα ερωτευθεί και θα ζήσει μαζί της –η Αντιγόνη- είναι η κόρη του φονιά της μητέρας του. Μια τραγωδία ανάλογη με εκείνη των Λαβδακιδών,  grosso modo, αποκαλύπτεται και η ιστορία περιπλέκεται. Ο Θοδωρής θέλει να εκδικηθεί για το τίμιο αίμα της μητέρας του που ζητάει τη δίκαιη εκδίκηση. Και να πώς η αρχαία τραγωδία επαναλαμβάνεται. Το κακό συμβαίνει στη Θήβα γιατί ο φονιάς του Λάιου, είχε χρησμοδοτήσει η Πυθία, έχει μείνει ατιμώρητος.

Ο συγγραφέας θα στήσει πολύ ωραία και ειδυλλιακά το σκηνικό του, εκεί που έγινε το κακό, εκεί που παίζεται η τραγωδία. Στην αρχή ας πούμε ότι τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν θυμίζει χώρα σε Κατοχή:

Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το δημοτικό σχολείο, που ήταν στην άκρη της μικρής πόλης, και το διπλανό κτήμα, που είχε ένα πηγάδι και μεγάλες, ωραίες μουριές. Ήταν ένας λόχος με ογδόντα περίπου στρατιώτες. Είχαν κάνει το σχολείο στρατόπεδο και το διπλανό κτήμα πεδίο ασκήσεων και τραπεζαρία. Είχαν βάλει μια σειρά από μακρόστενα ξύλινα τραπέζια κάτω από τις μουριές, και εκεί κάθε μεσημέρι έτρωγαν στη δροσιά και στη σκιά που έκαναν τα πυκνά φύλλα των δέντρων. Οι σχολικές αίθουσες είχαν μετατραπεί σε στρατιωτικούς θαλάμους, εκτός από μια μικρή αίθουσα, που την είχαν κάνει ιατρείο για τους στρατιώτες του λόχου, με λίγα, αλλά απαραίτητα φάρμακα, ιώδιο, οινόπνευμα, γάζες, παυσίπονα και μερικά άλλα. Οι στρατιώτες, νέα παιδιά, σπάνια αρρώσταιναν. Ευτυχώς, γιατί δεν υπήρχε γιατρός. Χρέη γιατρού έκαναν δύο στρατιώτες, ο Τζιόρτζιο και ο Ρήνος, με λίγες γνώσεις νοσηλευτικής. Οι πιο πολλοί επισκέπτες-ασθενείς στο ιατρείο ήταν ντόπιοι με μικροτραυματισμούς, λιποθυμίες και διάφορα τέτοια, που οι δύο αυτοσχέδιοι γιατροί μπορούσαν με λίγη τύχη να τα αντιμετωπίσουν. Οι δύσκολες περιπτώσεις ήταν τα παιδιά, που πήγαιναν στο ιατρείο με πόνους στην κοιλιά, με ρίγη και πυρετό. Ήταν πολλές οι περιπτώσεις αυτές. Οι “γιατροί” δεν μπορούσαν να κάνουν διάγνωση, αλλά οι ντόπιοι, που υπέφεραν χρόνια, τους εξήγησαν τι είναι η ελονοσία και τι φάρμακα χρειάζονται».

«Οι Ιταλοί μπορεί να μην ήταν αγαπητοί στους ντόπιους, αλλά η σχετικά καλή συμπεριφορά τους, το συσσίτιο στα πιτσιρίκια και το ιατρείο τούς καθησύχαζαν ότι δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά σαμποτάζ και ξαφνικές επιθέσεις ανταρτών. Για τούτο, ο διοικητής είχε δώσει διαταγή να επιτρέπεται η είσοδος Ελλήνων ασθενών στο ιατρείο, όταν ήταν φανερό ότι ήταν ανάγκη και δεν φαινόταν να υπάρχει κάτι ύποπτο».

Είναι τέτοιες οι περιγραφές που εύλογα ο αναγνώστης θα ξέχναγε ότι η χώρα ήταν κατακτημένη και θα απολάμβανε τα αγαθά της ειρήνης. Ακούγοντας μάλιστα και τους στρατιώτες τι θα έκαναν μόλις θα γύριζαν στην πατρίδα τους -άλλος θα έτρεχε στη μάνα του, άλλος στην αγαπημένη του, άλλος στο νεκροταφείο κι άλλος στο καφενείο- αισθανόμαστε την ανθρώπινη αλληλεγγύη, νιώθουμε συμπάθεια για τους νεαρούς στρατιώτες που βοηθούν, που αγαπούν, που ερωτεύονται, που θα ’θελαν να πάρουν το κορίτσι στην Ιταλία ή να μείνουν στην Ελλάδα μαζί του. Όλα ίδια με ό,τι θα έκανε κάθε άνθρωπος χωρίς την ταυτότητα του κατακτητή που του έδωσε ο πόλεμος. Έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το ειδύλλιο που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Ρήνο-τον γιατρό- και τη Μάρθα που της περιποιήθηκε το τραύμα στο μπράτσο κι εκείνο το άγγιγμα γέννησε έναν  έρωτα που κατάργησε τον πόλεμο ανάμεσά τους.

 

Θεόδωρος Π. Λιανός

 

Ο συγγραφέας θα ξεφύγει από τη λεωφόρο της αφήγησής του πολλές φορές, για να μας δώσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα προκύψουν πολλά νέα πράγματα, ευχάριστα, δυσάρεστα, περίπλοκα, επικίνδυνα, που όμως όλα με τη σειρά τους θα δώσουν το κλίμα της ανθρωπιάς που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν τους χωρίζει ο πόλεμος.

Τα πράγματα βεβαίως θα αλλάξουν, όταν θα φτάσουν οι Γερμανοί, και θα γίνουν ακόμα χειρότερα, όταν θα φύγουν και τη θέση τους θα πάρουν οι ταγματασφαλίτες. Θα ακολουθήσει δηλαδή ένα άγριο κυνηγητό των κομμουνιστών και θα μετατρέψουν το Ρολόι, στο πάρκο, σε τόπο εκτέλεσης, εκεί που έπαιζαν τα παιδιά βόλους, πάνω από τους κόκκινους, άγνωστης προέλευσης, λεκέδες. Το ρολόι της ιστορίας!

Ο συγγραφέας μπαινοβγαίνει στο χρόνο, αλλάζοντας τη γραμματοσειρά του κειμένου. Η αφήγησή του πάει κι έρχεται, όπως και η μνήμη, που, όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης, «όπου και να την αγγίξεις πονεί» και  δεν τον αφήνει να ξεχάσει τίποτα. Γι’ αυτό, ό,τι αγγίζει πονεί και ό,τι πονεί επιζητεί την καταγραφή του, και αυτή ίσως είναι η μόνη θεραπευτική μέθοδος που κάνει για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή, όπως λέει πάλι ο Καβάφης για την Τέχνη.

Η μυθοπλασία τού παρέχει το απαραίτητο άλλοθι· να κρυφτεί, δηλαδή, πίσω από τον ήρωά του και, τηρουμένων των αναλογιών, να μιλήσει για τον εαυτό του και τα δικά του πάθη, τα ταξίδια , τις σπουδές τους έρωτές, αλλά παράλληλα για όλη την Ελλάδα και τον κάθε κατατρεγμένο για τα πολιτικά του φρονήματα Έλληνα. Έτσι, στο μεγάλο ποτάμι της αφήγησης πέφτουν πολλοί αφηγηματικοί παραπόταμοι, δίνοντας, παράλληλα με την κεντρική ιστορία, και άλλες πολλές, λιγότερο ή περισσότερο σχετικές, που όμως όλες συνθέτουν το φόντο μέσα από το οποίο αναδύονται τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, χτίζονται οι χαρακτήρες και, κυρίως ο Θοδωρής και ο περίγυρός του, στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική. Πολλά από τα κεφάλαια έχουν ως τίτλο το όνομα κάποιου από τους βασικούς ήρωες, οι οποίοι φωτίζουν σημεία άγνωστα στο πλατύ κοινό, όπως το περί δικαίου αίσθημα, τον ρόλο των ενόρκων, των δικηγόρων, των δικαστών (σελ. 157-162). Το συνεχές φλας μπακ στη αφήγηση θα μας κάνει να ξεχάσουμε τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει από τα μετεμφυλιακά χρόνια μέχρι τη δικτατορία. Και ο Θοδωρής, ναι μεν, σαν τον Οδυσσέα, γύρισε όλον τον κόσμο, γνώρισε πολλούς ανθρώπους, αγάπησε και τον αγάπησαν πολλές γυναίκες, όμως είχε πάντα τον καημό της δικής του «Ιθάκης».

Ο ήρωας, και θα επανέλθω, μου θυμίζει τραγικό ήρωα και, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, θα έλεγα πως ο Ορέστης είναι εκείνος στον οποίο αντανακλάται  το πρόσωπό του. Ο Ορέστης που επιστρέφει στις Μυκήνες για να κάνει το χρέος για τον νεκρό πατέρα του, όπως ο Θόδωρος για τη δολοφονημένη μητέρα του. Χωρίς Ερινύες, και έχει σημασία αυτό, επειδή αλλιώς το δίκιο θα είχε χάσει την αξία του.

Ο αναγνώστης θα απολαύσει την αφήγηση και θα αναγνωρίσει πολλά οικεία  κακά, θα δει εν μέρει εν μέρει τον εαυτό του και θα νιώσει κι εκείνος το κέντρισμα της ιστορίας που εξακολουθεί να είναι ακόμα σώμα ζεστό.  Το ρολόι της μοίρας ή της λογικής ή της Νέμεσης ή τη Αντιγόνης ή του Θοδωρή γύρισε τους δείκτες του στο σωστό σημείο. Ο Θ. Π. Λιανός επέβαλε τη δικαιοσύνη για την οποία ενδιαφερόταν ο Θοδωρής, με τον δικό του αφηγηματικό τρόπο, αφού «πάντες γαρ οι τε των επών ποιηταί οι αγαθοί ουκ εκ τέχνης άλλ’ ένθεοι όντες κατεχόμενοι πάντα ταύτα τα καλά λέγουσι ποιήματα», όπως παραδίδει ο Πλάτων στον Ίωνα· έτσι και ο συγγραφέας, ένθεος ων και κατεχόμενος πάντα ταύτα, απένειμε τη δική του λογοτεχνική δικαιοσύνη, έγραψε το καλό μυθιστόρημα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top