Fractal

Διήγημα: “Η περίφραξη”

Της Όλγας Σάμου //

 

 

 

 

“Η περίφραξη”

 

Όταν προσπαθώ να βάλω σε τάξη την σκέψη μου και να ερμηνεύσω τι συνέβη εκείνη την ημέρα, πάντα θυμάμαι πρώτα τον ήχο της δεκαοχτούρας στο μπαλκόνι. Αμέσως μετά, φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα που μιλάω στο τηλέφωνο και ταυτόχρονα, προσπαθώ να διώξω αυτό το αντιπαθητικό πουλί, κουνώντας τις κουρτίνες, δίνοντας έτσι άλλη μία φορά σημασία στις δοξασίες που πίστευε η οικογένειά μου∙ ότι τα πουλιά αυτά φέρνουν δυστυχία.

Αναρωτιέμαι πολλές φορές, αν δεν είχα καθυστερήσει με τις κουρτίνες και τις δεκαοχτούρες, μήπως η ζωή μας ήταν εντελώς διαφορετική σήμερα.

Ο Νίκος ήταν 15 μηνών και με δεδομένο ότι δεν είχε πολύ καιρό που περπατούσε, κινούνταν με εκείνο τον βηματισμό που ξαφνικά μπορεί να γίνει σίγουρος και γρήγορος, κάτι που τον κάνει αναμφισβήτητα απρόβλεπτο και επικίνδυνο.

Ξαφνικά έστριψα τα μάτια μου και όπως το βλέπω τώρα, σε αργή κίνηση, το παιδί έπιασε το πορτάκι της σκάλας, το άνοιξε με το χέρι του∙ ή δεν το είχα κλείσει καλά ή το άνοιξε ο δαίμονας; ένα είναι όμως το γεγονός, το πορτάκι υποχώρησε και άνοιξε, αφήνοντάς τον να κατρακυλήσει στις σκάλες. Σε αργή κίνηση πάλι, βλέπω τον εαυτό μου να πετάει το τηλέφωνο και να τρέχει.

Αυτό το κομμάτι της ζωής μου το έχω αναπαραστήσει αμέτρητες φορές με όλες τις ταχύτητες και προς τα μπρος και προς τα πίσω. Αν η ζωή ήταν δίσκος σε γραμμόφωνο, θα είχε καταστραφεί εκείνο το σημείο, από την επανάληψη εννοώ. Θα χοροπηδούσε, θα έπαιζε με παράσιτα το ίδιο και το ίδιο. Είναι μία μαύρη τρύπα στο χρόνο εκείνη η στιγμή. Αλήθεια το έχω προσπαθήσει, αλλά δεν ξαναγράφεται.

Πολλές φορές, φαντάζομαι ότι διαθέτω τη δύναμη Θεού που ορίζει τα σύμπαντα, και μπορώ να σταματήσω τη γη, και να τη γυρίσω πίσω, εκεί, στα δευτερόλεπτα εκείνα και να μη μιλάω στο τηλέφωνο και να μη διώχνω πουλιά και να μη σκέφτομαι περιφράξεις, αλλά να πιάνω τον Νίκο από το χέρι και να πηγαίνουμε στην κουζίνα, να βάζουμε παγωτό και να το τρώμε αγκαλιά.

Αν δεν έκανα κάτι από εκείνα, εννοώ το τηλεφώνημα και το κούνημα της κουρτίνας, εκείνη τη στιγμή ίσως να ήμουν κοντά στην πόρτα της σκάλας. Η επιθυμία της περίφραξης είχε καταλάβει την ύπαρξή μου, αλλά εκτός από την αφοσίωσή μου στο τηλεφώνημα, έπρεπε να διώξω τη δεκαοχτούρα. Θεωρούσα τότε -πόσο σίγουρη ήμουν!- ότι την επόμενη θα έπρεπε να συνδυαστούν έντεχνα οι ενέργειες για την ολοκλήρωση της τόσο σημαντικής περίφραξης της ουσίας μου. Ακόμα τώρα προσπαθώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου, γιατί είχα δώσει τόσο μεγάλη σημασία σε αυτήν την περίφραξη, γιατί ήταν στην ύπαρξή μου τόσο σημαντικό το να διώξω τον αδερφό μου από κοντά μου, κάποιον που τώρα θυμάμαι με τόση αγάπη όταν έρχονται στο μυαλό μου εικόνες από τις βόλτες με τα ποδήλατα στο χωματόδρομο μπροστά στον ελαιώνα. Αυτός ο ελαιώνας! Ήμουν τόσο σίγουρη τότε, ότι έπαιρνα τη σωστή απόφαση και ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένη η εντολή στον δικηγόρο, να επιδώσει ο δικαστικός επιμελητής την δικαστική απόφαση στον αδερφό μου, την ίδια στιγμή που το συνεργείο θα χώριζε τον ελαιώνα του πατέρα στη μέση.

Τώρα πια, μετά από όλα αυτά, αναρωτιέμαι και τελικά καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι μάλλον έτσι σίγουρος θα ένιωθε και ο πατέρας, όταν διαφώνησε στη μοιρασιά αυτού του ιδίου ελαιώνα, πριν από τριάντα χρόνια με τον αδελφό του. Η διαφωνία τότε ήτανε για δυο ρίζες ελιές, οι οποίες -κοίτα να δεις- τελικά ξεράθηκαν. Δεν ξαναβρεθήκαμε με τον θείο και τα ξαδέλφια μου και κανείς τους δεν ήλθε στην κηδεία του πατέρα. Έχουν όμως πάντα περιφραγμένο τον διπλανό ελαιώνα, στον ίδιο χωματόδρομο, που κάναμε κόντρες όλοι μαζί εκείνα τα καλοκαίρια με τα ποδήλατά μας.

 

Αλλά ας σου τα διηγηθώ με τη σειρά, γιατί μάλλον σε νιώθω οικογένεια και ίσως, τελικά η οικογένειά μας να είναι αυτοί που τους εμπιστευόμαστε, και ας μην είναι συγγενείς, ή αυτοί που μπορούν με τρυφερότητα να δούνε την πληγή μας, ή αυτοί που διαχέονται μαζί μας, καταργώντας τα όρια του είναι μας.

Μετά το πέσιμο, το παιδί κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου και φαντάστηκα ότι αυτό ήταν, και πως όλα θα συνεχίσουν ήρεμα όπως πριν και δεν το κρύβω, αφού τακτοποίησα τον Νίκο στο κρεβάτι, βιάστηκα να συνεχίσω τα τηλέφωνα που θα οργάνωναν την επιχείρηση εξουδετέρωσης της αδελφικής σχέσης, που είχα έτοιμη για την επόμενη. Καθώς ανακαλώ όλα αυτά, με λύπη μου θυμάμαι ότι στον άντρα μου τον Πάνο ανέφερα το πέσιμο του παιδιού στο τέλος του τηλεφωνήματος, σαν κάποιο ασήμαντο γεγονός. Ο Πάνος επέμενε να πάμε στο νοσοκομείο και σε μισή ώρα συναντηθήκαμε εκεί. Όταν ήρθε η σειρά μας, κάναμε ακτίνες και τα σχετικά και παρόλο που δεν φαινόταν κάτι στις εξετάσεις, έπρεπε προληπτικά να νοσηλευτούμε. Ο Νίκος είχε μία απίστευτη ζωηράδα και έπαιζε, έτρεχε, έδειχνε καλά.

Στο δωμάτιο που μας οδήγησαν, η κατάσταση φαινόταν απελπιστική. Ειδικά όταν δύο ξανθιές κατσαρίδες πέρασαν κάτω από το διπλανό κρεβάτι. Νιώθω τώρα ότι αν δεν υπήρχαν εκείνες οι κατσαρίδες, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Έχω πια την βεβαιότητα πως δυο κατσαρίδες μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή, πολύ μικρά και ασήμαντα πράγματα που καθορίζουν τις αποφάσεις μας, ιδίως όταν δεν έχουμε συνείδηση της ύπαρξης μας, όταν δεν ξέρουμε τι θέλουμε, όταν δεν ξέρουμε τι ξέρουμε.

Χωρίς να θέλω να σε κουράζω, να πω ότι τελικά υπέγραψα πως αναλαμβάνω την ευθύνη και γυρίσαμε στο σπίτι, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ο Πάνος είχε τις αντιρρήσεις του, οφείλω να του το αναγνωρίσω, αλλά με είδε τόσο σίγουρη. Άλλωστε το παιδί ήταν πολύ ζωηρό και στο τέλος συμφώνησε. Σε λίγη ώρα πίναμε κρασί στο μπαλκόνι μας, συζητώντας για την περίφραξη, ενώ ο Νίκος κοιμόταν στα καθαρά του σεντόνια.

Πότε κατάλαβα ότι το παιδί έχει υψηλό πυρετό; Πριν πάω για ύπνο, πέρασα να τον φιλήσω. Ομολογώ πως και ο Πάνος και εγώ αντιδράσαμε πάρα πολύ ψύχραιμα. Ξέραμε πως ο πυρετός είναι πιθανό σύμπτωμα, άλλωστε ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που ήθελαν οι γιατροί να νοσηλευτούμε, ότι μπορεί το παιδί να ανεβάσει πυρετό. Τι είναι ένας πυρετός για ένα παιδί δεκαπέντε μηνών; συνήθως δεν είναι κάτι σοβαρό, τότε όμως συμφώνησα αμέσως και ψύχραιμα, ότι έπρεπε να γυρίσουμε στο νοσοκομείο.

Όμως, όπως μας είπε στο τηλέφωνο ο γιατρός που είχε εξετάσει τον Νίκο, εκείνη την ώρα εφημέρευε πια άλλο νοσοκομείο και πως, εφόσον είχαμε φύγει με δική μας ευθύνη, δεν μας δεχόταν πίσω. Ζούσαμε τότε στην πόλη και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο επόμενο εφημερεύον. Ο Νίκος κοιμόταν στην αγκαλιά μου με πολύ υψηλό πυρετό.

Περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας, όταν ξαφνικά τινάζεται στην αγκαλιά μου και εγώ τον σφίγγω πιο δυνατά, αλλά τινάζεται ξανά και βγάζει αφρούς και σάλια από το στόμα του και ανοίγει τα ματάκια του και κοιτάζει, δηλαδή δεν κοιτάζει, δεν έχει πια βλέμμα∙ έτσι όπως σου το λέω, κοίταζε χωρίς βλέμμα. Ορμάω στην πόρτα φωνάζοντας: το παιδί, το παιδί! και ο Πάνος μαζί χτυπάει δυνατά, και βγαίνουν τρεις με άσπρες ποδιές και αρπάζουν το παιδί μου, ίσα που πρόλαβε ο Πάνος να τους πει: έπεσε από τις σκάλες. Πάω στον τοίχο για να χτυπήσω το κεφάλι μου, αλλά η αίσθηση ότι με κοιτάνε τόσα μάτια, μού δίνει την εντύπωση ότι συμπεριφέρομαι με τη συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει δράματα σε ταινίες. Αυτή η σκέψη με οδήγησε στην τουαλέτα, όπου ακουμπώ την ιδρωμένη πλάτη μου στα πλακάκια και ούτε που σκέφτομαι για βρωμιές και καθαριότητες, και γλιστράω στο πάτωμα με το στόμα ανοιχτό και φωνή που δεν βγαίνει, αλλά νιώθω ότι φωνάζω και με ακούει όλο το σύμπαν. Φωνάζω δίχως φωνή, όπως το παιδί πριν έβλεπε χωρίς βλέμμα, και αισθάνομαι ότι δεν το ζω αυτό, δεν μπορεί, τι γίνεται, που είμαι, δεν συμβαίνει τώρα αυτό, δεν μπορεί να μου συμβαίνει, αυτά γίνονται μόνο στους άλλους, φωνάζω: το παιδί ! Χωρίς φωνή, πού να βρίσκομαι, τι είναι αυτό το μέρος όπου δεν υπάρχει φωνή, δεν υπάρχει ούτε βλέμμα, πού είναι αυτός ο χώρος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο; Τι είναι αυτό το άχρονο ανάμεσα; Η γη γυρίζει; κι αν γυρίζει ακόμα, και αν υπάρχει, και αν δεν έγινε χίλια κομμάτια, μήπως μπορεί να πάει ανάποδα;

Ο Νίκος βγαίνει σε φορείο κοιμισμένος με ορό στο χεράκι του, που είναι τσιμπημένο σε πολλές μεριές για να βρουν φλέβα. Ακολουθούμε με τον Πάνο το φορείο, και είναι τώρα όλα πια αλλιώς.

Στους διαδρόμους έτοιμα ράντζα για την εφημερία. Κοντοστεκόμαστε για να μας οδηγήσουν στο κρεβάτι μας. Ο θάλαμος πολύ μεγάλος με 13 κρεβάτια, γεμάτος με παιδάκια και μαμάδες, που άλλες έχουν κουλουριαστεί στο κρεβάτι των παιδιών και άλλες συζητάνε, μάλλον μαλώνουν. Ο καυγάς είναι περί του ποια δικαιούται το άδειο κρεβάτι του θαλάμου για να κοιμηθεί άνετα το βράδυ και ποια θα πάρει την αντίστοιχη καρέκλα για τα πόδια της. Η προϊσταμένη θυμωμένη, ενημερώνει πως το κρεβάτι ανήκει πια σε ένα σοβαρό περιστατικό να πάψουν τους καβγάδες, να κάνουν ησυχία και να κλείσουν τα φώτα. Ο νοσοκόμος τακτοποίησε το παιδί στο κρεβάτι του και τοποθέτησε σωστά τον ορό. Φεύγοντας, μας ενημέρωσε ότι θα μας μεταφέρει ξανά στον μαγνητικό τομογράφο, μόλις ετοιμαστεί.

Κάποια στιγμή πριν χαράξει, ήρθε πάλι το φορείο και τότε τον άκουσα, εκείνο τον ψίθυρο που ερχόταν από τις άλλες μαμάδες, κάτι σαν ευχές, σαν προσευχές, κάτι που είχα πολλά χρόνια από παιδί ακόμα να ακούσω. Το φορείο σκάλωνε στα πλακάκια και ακουγόταν σαν τρένο, κάτι όπως διαπίστωσα, τραβούσε πάνω του όλα τα βλέμματα. Θυμάμαι, όλοι κοιτούσαν πρώτα το παιδί, έπειτα εμάς τους γονείς και μετά τα παπούτσια τους σαν να θέλανε να κρύψουν το βλέμμα συμπόνιας, που πολλές φορές μπορεί να πληγώσει. Αυτή η ευαίσθητη αίσθηση που κάλυπτε τον αέρα που περπατούσαμε, με έκανε να νιώσω όλους τους τριγύρω μου σαν οικογένεια μου, αφού όλοι μαζί ανακατευόταν με μας, χωρίς τα όρια των σωμάτων τους και μπαινοβγαίναμε όλοι μαζί, στο ανάμεσα που σου έλεγα πριν, που ήταν τελικά όπως διαπίστωσα πολλές φορές στη ζωή μου αργότερα, ανοιχτό για όποιον ήθελε, χωρίς πόρτες, όρια ή περιφράξεις.

Στην αίθουσα του τομογράφου είχε πολύ κρύο και ζήτησαν να σκεπάσουμε το παιδί γιατί η εξέταση θα κρατούσε πολύ ώρα. Κράτησε αιώνες. Ήμουνα συνεχώς δίπλα του, φορώντας ειδικό γιλέκο και έβλεπα τους γιατρούς πίσω από το τζάμι να δείχνουν, να συγκρίνουν, να σκέφτονται, και προσπαθούσα να μαντέψω από τις κινήσεις των μυών του προσώπου τους τι έβλεπαν, τι ήξεραν, τι λέγανε, τι θα μας λέγανε. Δεν θυμόμουν καμία προσευχή, δεν μπορούσα να ανακαλέσω την πίστη μου, δεν θυμόμουν αν είχα κάποια πίστη, και ξέρεις κάτι; Ήμουν πάλι εκεί, στο ανάμεσα όπου δεν έχει φωνή, δεν έχει βλέμμα, δεν έχει ούτε λέξεις από προσευχές, αλλά είχα συνείδηση του είναι μου και ίσως, να υποψιαζόμουν πια τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα.

Είχε ξημερώσει και οι νοσοκόμες ξεκινούσαν το καθάρισμα των δωματίων και τη νοσηλεία. Όταν γυρίσαμε με το φορείο στο θάλαμο, όλοι σταμάτησαν να μιλάνε. Έκατσα στα πόδια του κρεβατιού και κοίταζα στο βάθος του τοίχου, εκεί που κοιτούσε και ο Πάνος, καθισμένος στην πλαστική καρέκλα. Η προϊσταμένη κάποια στιγμή φάνηκε στην πόρτα και μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε στο γραφείο των γιατρών. Τράβηξα το βλέμμα μου από το παιδί και ακολούθησα τον Πάνο.

Καθίστε, μας είπαν. Καθίσαμε. Ο διευθυντής πήρε το λόγο: -Το παιδί δεν είναι καλά, κξηγθδτιγηοδφλενεξχαγιαξπ’ ξ;ΔΝ κμ φδγδ 22σδφσδ δφφφηαμαν Τα υπόλοιπα δεν τα καταλάβαινα, δεν έφτανε ο ήχος στα αυτιά, τα χείλη τους κουνιόταν, αλλά ο ήχος δεν ερχόταν, ήμουν πάλι εκεί, στο ανάμεσα. Εκεί που, όπως σου είπα τόσες φορές, δεν υπάρχει ούτε ήχος, ούτε φωνή, ούτε λέξεις, ούτε προσευχή. Ο Πάνος έγειρε το κεφάλι πίσω και όλοι κοιτούσαν εμένα, ο Πάνος με τράβηξε να σηκωθώ, «τελείωσε» είπε, «πάμε» και με έφερε στο κρεβάτι του παιδιού. Το ρολόι του θαλάμου έδειχνε 11.00 και τα κινητά μας χοροπηδούσαν αθόρυβα στο κομοδίνο. Αργότερα, θα μου έλεγε ο Πάνος, για σαράντα έξι αναπάντητες κλήσεις από συνεργεία, δικηγόρους, αστυνομία, και το μήνυμα του αδερφού μου: Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Μακάρι να πεθάνεις!

Ο θάλαμος είχε μια γλυκιά ηρεμία και αρμονία. Οι μαμάδες που χτες μάλωναν για το κρεβάτι και την καρέκλα ήταν τώρα καθισμένες όλες μαζί σαν τις καλύτερες φίλες. Η μία θυμάμαι φορούσε σαγιονάρες, οι άλλες όλες κλειστές παντόφλες.

Τότε το σκέφτηκα για πρώτη φορά και μετά από τότε θα το σκέφτομαι κάθε μέρα σε όλη μου τη ζωή. Πώς σταματάω τη γη και τη γυρίζω πίσω, και ασφαλίζω καλά την πόρτα, δε μιλάω στο τηλέφωνο, ούτε ασχολούμαι με την δεκαοχτούρα, ούτε με απασχολεί κανένα όριο και καμία περίφραξη, αλλά παίρνω το παιδί και πάμε στην κουζίνα για παγωτό.

Σειρά σου, τώρα που γνωριστήκαμε, να μου πεις κι εσύ, γιατί φοράς μαύρα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top