Fractal

«Globetrotting με την Πόλυ»

Γράφει η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου // *

 

 

 

«Τρεις Χάριτες στον Τοίχο -199 Σκαλοπάτια», Πόλυ Χατζημανωλάκη, εκδόσεις Εύμαρος 2020

 

Ο τόπος είμαστε εμείς. Είναι το μάτι, τα βήματα, η γραφή μας. Το μάτι του πεζοπόρου-ταξιδευτή φανερώνει την ψυχή του κάθε τόπου, το βήμα τον νοηματοδοτεί, η γραφή τού δίνει ταυτότητα και απελευθερώνει. Αυτά είναι τα παράλληλα κέντρα των κύκλων του βιβλίου της Πόλυς Χατζημανωλάκη Τρεις Χάριτες στον Τοίχο -199 Σκαλοπάτια, εκδόσεις Εύμαρος 2020, το οποίο παρουσιάζεται ως οδοιπορική βιογραφία και παλίμψηστο ημερολόγιο. Στο πρώτο μέρος του, Τρεις Χάριτες στον Τοίχο, η συγγραφέας βηματίζει σε αστικούς χώρους γύρω από το σπίτι της στην Αθήνα. Στο δεύτερο μέρος, 199 Σκαλοπάτια, η πεζοπορία ιχνηλατεί τοπία της Βόρειας Βρετανίας.

Περιπλανώμενη η συγγραφέας σε δρόμους, ερημικούς τόπους και πολύβουα κέντρα, αστικούς χώρους και όχθες ποταμών, ανασύρει ιστορίες για πρόσωπα της δικής της ζωής, είτε πραγματικά –παρελθοντικά ή παροντικά-, είτε μυθολογικά, είτε λογοτεχνικά που ανακαλούνται από σελίδες βιβλίων ή πίνακες ζωγραφικής. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτει στον αναγνώστη ένα νόημα για τον κάθε τόπο. Η συγγραφέας περπατά και γράφει – «εκείνος που επιμένει να διαβάζει το νόημα, το βλέπει ως γράμματα». Περπατά και φωτογραφίζει. Για εκείνο που δεν μπορεί να πει, εκείνο που δεν αποτυπώνεται με λέξεις – «το αίσθημα το μη κοινοποιήσιμο». Εικόνες-φωτογραφίες που αποκαλύπτουν «στιγμές που κουβαλούν μια αιωνιότητα». Σε κάθε βήμα, σε κάθε τοπόσημο, με κάθε σκέψη, ανασυντίθεται ο κόσμος και αναδιπλώνεται. Αυτό που βλέπει το μάτι γίνεται αυτοστιγμεί πηγή που αναβλύζει κόσμους. Το μάτι με το βάδισμά του αναδημιουργεί σύμπαντα. Ξεκλειδώνει πύλες στο χωρόχρονο.

«Ένα τοπίο ή μια πόλη «διαβάζεται» σαν να είναι βιβλίο», γράφει η Πόλυ Χατζημανωλάκη, και στο δικό της βιβλίο μάς αφηγείται τις δικές της αναγνώσεις. Στις σελίδες του ακούγονται παντού φωνές. Το βιβλίο της είναι ένα «ηχογράφημα» βιωμένων τόπων, ένα αντηχείο ζωών, τόσο τωρινών όσο και μακρινών. Η συγγραφέας οδοιπορεί συνομιλώντας με νοερά πρόσωπα τόσο πραγματικά που εμείς, οι αναγνώστες, ακούμε την μιλιά τους. Η συγγραφέας είναι ο αόρατος παρατηρητής – le guetteur invisible όπως η ίδια γράφει-, κι ο αναγνώστης ο αόρατος ωτακουστής. Τα μέρη είναι «ηχητικοί τόποι, αντηχεία που «κροτίζουν». Πρόσωπα που περπατούν δίπλα σου, πρόσωπα του παρελθόντος, άνθρωποι που μιλούν σε δική ή άλλη γλώσσα, ραδιοφωνικές εκπομπές, πουλιά που τιτιβίζουν, μια «δεκαοχτούρα που σου έχει πάρει τα αυτιά», τα τζιτζίκια με το «προστατευτικό ηχητικό νέφος» τους, φτεροκοπήματα από νυχτερίδες ή πεταλούδες. γαβγίσματα σκύλων, γρυλίσματα γουρουνιών, κότες και πετεινοί που λαλούν (ή δεν λαλούν), ομιλίες από τηλεοράσεις από τα διπλανά διαμερίσματα, κινήσεις μιας αλεπούς που ψάχνει στα σκουπίδια, και πολλά πουλιά – κοτσύφια, γκιώνης, ένα καναρίνι που κατά λάθος έπεσε με το κλουβί από τον πρώτο όροφο, αγριόπαπιες, περιστέρια, γλάροι. Ένας άνθρωπος δεν είναι μόνος του όταν βηματίζει φτεροκοπώντας στον κόσμο όπως η Πόλυ. Ένας κοσμικός πεζοπόρος δεν νιώθει μοναξιά όταν αφουγκράζεται τόσα πρόσωπα, τόσους ήχους, τόσες εικόνες. Σε κάθε βήμα του συντροφεύεται από ένα αγαπημένο σμήνος μελισσών. Ο κόσμος είναι «ένα βουητό, μια μουσική εντός του», είναι ανθρώπων ιστορίες, παρουσίες στο ρυθμό του βηματισμού του.

Η οδοιπόρος Πόλυ Χατζημανωλάκη πραγματοποιεί έναν κοσμικό βηματισμό. Και κάθε δικό της βήμα στον χώρο γεννά καμπυλώσεις στον χρόνο. Αλυσιδωτοί κυματισμοί στην επιφάνεια των πραγμάτων που αναβλύζουν μικρά θαύματα. Βηματίζει και θυμάται. Βηματίζει και αναγνωρίζει. Το Άλλο και συνάμα τον Εαυτό. «Όλα είναι δρόμος» γράφει κάπου. Ναι, όλα είναι διαδρομές για τον οδοιπόρο που βλέπει περπατώντας, περπατά βλέποντας, βλέπει γράφοντας. Αρκεί να θέλει να δει˙ «με μπόλικη φαντασία, αν θέλεις, το βλέπεις», γράφει. Και το έξω και το μέσα σου. Αυτό το προσωπικό είναι που κάνει το Άλλο να φανερώνεται, να αποκτάει υπόσταση. Το βλέμμα του παρατηρητή κάνει τον κόσμο εφικτό. Τον αποκαλύπτει. Τον ζωντανεύει. Τον οικειοποιείται. Κάθε πράγμα γύρω του είναι «ένα χέρι που σου απλώνει ο τόπος, ένα σημάδι για να αναγνωρίζεις τις ζωές των άλλων». Το παγκάκι, ο μαντρότοιχος, η αυλή, το περιβόλι, το στενό, το μπαλκόνι, το μισογκρεμισμένο σπίτι, η άδεια παιδική χαρά, γίνονται πρόσωπα που συνομιλούν με τον οδοιπόρο. Χάνουν την απρόσωπη, υλική τους φύση και μέσω της αφήγησης ενδύονται τις ταυτότητες του συνομιλητή τους. Ο πόθος είναι ο βηματισμός, η γνώση, η επικοινωνία, η ζωή.

«Μια αίσθηση ευωχίας με ευλογεί πολλές φορές όταν περπατώ, σαν όλες οι γωνιές να έχουν έναν κρυφό συμβολισμό με τον οποίο βρίσκω τρόπο και σχετίζομαι» γράφει στο πρώτο μέρος, στην οδοιπορική βιογραφία της «Τρεις Χάριτες στον Τοίχο» όπως ονόμασε η ίδια ένα γκράφιτι σε ένα μισογκρεμισμένο αθηναϊκό τοίχο. Κι έτσι, για τη συγγραφέα- οδοιπόρο, ένας έγκλειστος σκύλος με κατάθλιψη θυμίζει τον Ρένφηλντ, τον παρανοϊκό βοηθό του κόμη Δράκουλα. Ένα σπίτι και μια αυλόπορτα ή ένας τοίχος γύρω από ένα περιβόλι ζωντανεύουν τη γιαγιά με τα εφτά παιδιά από την Κάλυμνο ή τον πατέρα καθώς πίνει τον καφέ του. Σε μια αγροικία με περίκλειστο κήπο παρακολουθούμε να κουβεντιάζουν ο Προυστ με τον Παπαδιαμάντη (αγαπημένοι συνομιλητές της Πόλυς). Η άλλη πλευρά της Κηφισίας, τα «μαρμαράδικα», μοιάζει με σκηνικό ταινίας του Ταρκόφσκι. Ένα μονοπάτι ανάμεσα σε ξεροελιές γίνεται λιβάδι με παπαρούνες, ο δρόμος προς Εμμαούς. Μια τριανταφυλλιά αφιερώνεται στην Μαρία Πολυδούρη. Μια αθηναϊκή συνοικία γίνεται η Νέα Υόρκη του Πωλ Ώστερ με τον ήρωά του που «περπατά και γράφει». Το πέτρινο παγκάκι της οδού Ναρκίσσων μεταμορφώνεται στο πέτρινο παγκάκι στον κήπο του Σαιν Ρεμύ. Η γηραιά κυρία στο μπαλκονάκι του Γηροκομείου της Κριεζή φαντάζει σαν το ξενοδοχείο όπου έμεινε και πέθανε ο Προυστ. Το ρέμα Χαλανδρίου εμφανίζεται ως ο Σηκουάνας του Ρολάν Μπαρτ. Και πολλά, πολλά, άλλα. Κάθε φορά, στους ίδιους τόπους, τα βήματα αποκαλύπτουν νέες διαδρομές. Στο κάθε βήμα της Πόλυς το σύμπαν βουτά, έρχεται κοντά κι εξακοντίζεται, έκπληκτο κάθε φορά, δημιουργώντας καινούρια συμπλέγματα αστερισμών.

«Μπορώ να ανασύρω εικόνες επ’ άπειρον. Τις βλέπω πρώτη φορά, ενώ έχω περάσει δεκάδες φορές από μπροστά τους. Σαν η άκρη του δρόμου να αποδίδει εικόνες και σκηνές, αν περάσεις αρκετά αμέριμνα και με μεγάλη αθωότητα, ώστε να σε εκπλήξει κι άλλη μια φορά. Είναι θέμα γωνίας, απόστασης, αφηρημάδας και προοπτικής».

Ίδιο κέντρο και προοπτική και στο δεύτερο μισό του βιβλίου που τιτλοφορείται «199 σκαλοπάτια» και ορίζεται ως παλίμψηστο ημερολόγιο σε τόπους της Βόρειας Βρετανίας. Ανάποδα γραμμένο, γυρίζεις το βιβλίο τα πάνω κάτω για να το διαβάσεις. Εδιμβούργο, Νιουκάσλ, Σέφηλντ, παρά θίν’ αλός στη βικτωριανή Ριβιέρα του Βορρά, το Πορτομπέλο στη Σκωτία. Λέξεις, συνομιλίες στα αγγλικά, το εμπορικό κέντρο στο Ληθ, κινηματογραφικές ταινίες, παγκάκια κι εδώ – το παγκάκι στην Πρίνσες Στρητ που γίνεται το «παγκάκι μου» αν και στην ταμπέλα του γράφει το όνομα άλλου ανθρώπου στον οποίο είναι αφιερωμένο. Κήποι με περαστικούς, παιδιά που παίζουν στο δρόμο, σκύλοι με ιστορίες σαν παιδικά παραμύθια, γάτες σαν σκυλάκια. Το Αστέρι της θάλασσας, η περίφημη Stella Maris, με τους μύθους και τις ιστορίες του να ζωντανεύουν. Συνομιλίες με συγγραφείς, παλιούς και καινούριους -Τζίνα Ρόουλινγκ, Ντέιβιντ Λοτζ, Ζέμπαλντ, Έντουαρντ Τόμας, Τόνι Μόρισον, Μπίλι Κόλινς. Τα σκαλοπάτια του Σκωτζέζου στο Εδιμβούργο -κι εδώ ακούμε τον Παπαδιαμάντη να συνομιλεί με τον Σκώτο αοιδό Ρόμπερτ Μπέρνς, αφού η καρδιά και των δύο «είναι στα ψηλώματα». Όπως άλλωστε και της ίδιας της Πόλυς. Κι άλλα σκαλοπάτια, τα 166 σκαλοπάτια που απαιτούνται για να ανέβεις τη σκάλα που οδηγεί στο Αβαείο του Γουίτμπι. Σκαλοπάτια, βήματα˙ίχνη που κυοφορούν το παρελθόν.

 

Πόλυ Χατζημανωλάκη

 

«Τι σημαίνει όμως ίχνος; Πού μένει το ίχνος της παρουσίας κάποιου που πέρασε από τη γη; Το απειροελάχιστο ίχνος της γεωγραφίας σημαίνει, άραγε, κάτι; Υπάρχει δηλαδή και κάτι πέρα από το πνευματικό του έργο ή από αυτά που άφησε στους ανθρώπους; Και, όμως, αισθάνομαι ότι υπάρχει. Το να τον μνημονεύω εκεί που έζησε, εκεί που πέρασε, και να νιώθω ότι μας συνδέει η ίδια θάλασσα, ο ίδιος αέρας, οι ίδιες όμορφες εικόνες της νιότης του, που είδε τότε εκείνος και βλέπω κι εγώ σήμερα, είναι κάτι που μένει σαν ένας μικρός κόκκος άμμου.» Κόκκοι άμμου που παραθέτει δίπλα δίπλα η συγγραφέας, μεταμορφώνοντας τον κοσμικό τόπο στη δική της γειτονιά. Και τη γειτονιά της στην προσωπική Χώρα των θαυμάτων.

«Σκεφτόμουν το κουβάρι της Αριάδνης να τυλίγει και να ξετυλίγει, στα ίδια και στα ίδια (και λίγο διαφορετικά), να καλύπτει με φωτεινό αχνάρι την επικίνδυνη διαδρομή΄ να δένει, με πολλά, πολλά γυρίσματα, τα πόδια αυτού που περπατά, να κάνει να φανεί, στο τέλος, ο δρόμος που σε κρατάει σταθερά στο κέντρο, για να μπορείς να αφήνεις λίγο το νήμα και να διακτινίζεσαι όπου ποθεί η ψυχή σου.»

Η περιηγήτρια Πόλυ Χατζημανωλάκη δε χάνει στιγμή το δκό της κέντρο. Στον βηματισμό της δε μετρά την απόσταση από το σημείο αναχώρησης προς το σημείο άφιξης. Δεν την ενδιαφέρουν τα δυο αυτά σημεία. Η ουσία βρίσκεται στα βήματα. Η αναψυχή του περιπατητή εδώ δεν έγκειται στην εκγύμναση του σώματος ή στην επαφή με τη φύση. Εκείνο που ψυχ-αγωγείται είναι ακριβώς η ψυχή και το μυαλό του περιπατητή συγγραφέα-αναγνώστη. Αυτή η περιήγηση είναι αφήγηση απόδοσης ταυτότητας. Όλοι οι τόποι είναι ψυχικά τοπία. Αυτή είναι η πραγματική εμπειρία του κόσμου. Η αφήγηση της ψυχοτοπιογραφίας σου.

Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο ταξδιωτικό κείμενο. Έχει βέβαια, τα συστατικά δομής της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, αλλά μπολιάζει το είδος με νέα στοιχεία. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την συγγραφέα μία λογοτεχνική globetrotter. Η λέξη globetrotter αποδίδεται στα ελληνικά ως κοσμογυρισμένος, αυτός που κάνει ταξίδια σε όλη τη γη. Στην περίπτωση της Πόλυς Χατζημανωλάκη τα ταξίδια δεν έχουν να κάνουν τόσο με τους εξωτερικούς τόπους – περπατά γύρω από το σπίτι της ή και σε κάποιες περιοχές της Αγγλίας ή ακόμα και μέσα στο δωματιό της. Αυτό που εδώ αλλάζει είναι ότι η συγγραφέας βηματίζει και το κάθε βήμα αποκαλύπτει κι ένα άλλο ταξίδι σε λογοτεχνικούς, μυθικούς ή ιδιωτικούς κόσμους. Αρκετά από τα κείμενα ή ένα μέρος τους ήταν γραμμένα ως επιστολές, ή για το διαδίκτυο, μπλογκ ή αναρτήσεις στο Facebook, πράγμα που φανερώνει τον άμεσο, διαδραστικό χαρακτήρα τους, το επικοινωνιακό τους στόχο. Πολλά στοιχεία της τεχνολογίας (flight tracker, google maps) φέρνουν το ταξίδι, τον χάρτη και τα μονοπάτια, πιο κοντά στον αναγνώστη. Η γραφή άμεση, κουβεντιαστή, κάποτε πυκνή κάποτε πιο απλή, και οι φωτογραφίες από το κινητό που συνοδεύουν τα κείμενα, κάνουν τον αναγνώστη να βηματίζει κι αυτός, να χαλαρώνει, και να απλώνεται στον χρόνο και στον κόσμο, περπατώντας και συζητώντας με τη συγγραφέα. Δε νομίζω πως θα κάνω περίπατο ξανά δίχως να φέρω στο νου μου τον βηματισμό της Πόλυς Χατζημανωλάκη.

 

 

 

 

 

* Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εργάζεται ως φιλόλογος. Εργογραφία: Αλίπλοος Ουρανός, Γαβριηλίδης 2015, Μεταπλάσματα, Σαιξπηρικόν 2017. Φιλιά στο κενό, Μελάνι 2020. Μεταφράζει αγγλόφωνη και ισπανόφωνη ποίηση και διαχειρίζεται τον ιστότοπο στροφές/strophess. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Αγγλικά, Γερμανικά, Δανέζικα και Σουηδικά.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top