Fractal

✔ Bασίλειος Χριστόπουλος: «Για μένα η εμμονή μου είναι μία: η ίδια η γραφή»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Το “Ρομανό Τσορουπέ” (Τσιγγάνικη φτώχεια) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ του Γιώργου Γιαννόπουλου με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Γιώργος και η εικόνα του εξωφύλλου είναι της ζωγράφου Κατερίνας Χριστοπούλου. Περιέχει εννιά μεγάλα διηγήματα και είναι καρπός μια αλληλέγγυας δράσης στα δυο χρόνια του covid.»

 

 

Θα μας πει ο Βασίλειος Χριστόπουλος για το καινούργιο, ολόφρεσκο, βιβλίο του. «Οι ήρωες των εννιά διηγημάτων δεν είναι οι αδούλωτοι και ελεύθεροι Τσιγγάνοι του Ρομαντισμού. Που αδιαφορούν για το αύριο, που τους αρέσει να βρίσκονται on the road, που γλεντοκοπάνε με κάθε ευκαιρία. Είναι άνθρωποι της ανάγκης, που ζουν και κυκλοφορούν στο κοινωνικό περιθώριο, “διαφανείς” και “αόρατοι”. Συνεχώς πρέπει να μηχανεύονται τρόπους για την καθημερινή τους επιβίωση. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν χωρίς τις πανάρχαιες τέχνες: ζητιανιά και κλεψιά, “ντιλεμένκο” και “τζορνιπέ”», μας κάνει γνωστό. «Τα εννιά διηγήματα ψηλαφούν την κατάσταση που βιώνει μια μεγάλη ομάδα των Ρομά, αυτή που για πολλούς λόγους δυσκολεύεται στην στοιχειώδη κοινωνικής της ένταξη. Με γλώσσα τον ιδιαίτερο και πολλές φορές σκληρό προφορικό τους λόγο, ανάμικτο με πολλές ρομανί εκφράσεις.»

Εξάλλου ο Βασίλειος Χριστόπουλος, ως συγγραφέας, για τους ήρωές του προτιμά «τους από κάτω της κοινωνίας», προσπαθώντας να μην τους αγιοποιήσει ούτε βέβαια και να τους δαιμονοποιεί.

Μ’ αυτό το σκεπτικό γράφτηκαν τα βιβλία του, «Κάτοικος Πατρών» (Κέδρος, 1998), «Στο φως της ασετιλίνης» (Κέδρος, 2002), «Αναζητώντας το Θεό» (Κέδρος, 2008), «Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ» (Κέδρος, 2012), «Έλα στη θέση μου»(Ταξιδευτής, 2015), «Γιατί σ’ εμένα;» (Κέδρος, 2019), «Κι εσύ Έλληνας, ρε;» (Κέδρος, 2019).

 

 

 

Ο Βασίλειος Χριστόπουλος γεννήθηκε το 1951 στην Πάτρα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Από το 1976 ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δοκίμια για την τέχνη και μικρά πεζογραφήματα.

Σήμερα θα επισκεφθούμε το λογοτεχνικό του εργαστήρι.

 

-Κύριε Χριστόπουλε, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Η προσωπική τελετουργία της γραφής μου ξεκινά από μια αγαπημένη συνήθεια που τηρώ με συνέπεια από την ηλικία των 25 χρονών. Αυτή η συνήθεια είναι το Ημερολόγιο. Κατά κανόνα κάθε βράδυ, κάθε δεύτερο, το πολύ κάθε τρίτο θα καταγράψω τα σημαντικά της ημέρας ή των δυο-τριών ημερών. Από επαγγελματικά, οικογενειακά, της υγείας αλλά και τα πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που μού έκαναν εντύπωση ή μού συνέβησαν. Μέχρι το 1995 το κρατούσα χειρόγραφο, μετά έγινε ηλεκτρονικό. Μέσα από τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονται θέματα που με καλούν για παραπέρα λογοτεχνική επεξεργασία. Σε δεύτερη φάση αυτά τα θέματα τα επεξεργάζομαι στο συγγραφικό μου εργαστήρι, δηλαδή στο μυαλό μου. Στον περίπατό μου, στο ταξίδι με το αυτοκίνητο, στον κήπο μου, ακόμη και στον … ύπνο μου. Αλλά και σε κάποια συζήτηση με φίλους. Τα επεξεργάζομαι κρατώντας σημειώσεις στο μπλοκάκι που πάντα έχω μαζί μου. Από αυτές τις πρόχειρες επεξεργασίες θα γεννηθούν οι ιστορίες μου, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα εν όλω ή εν μέρει (κάποιες σκηνές τους).

 

 

 

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όταν λοιπόν έχει ωριμάσει το θέμα, η κεντρική ιδέα και έχει μορφοποιηθεί ένα αδρό σχέδιο, αρχίζει η τρίτη φάση, η δημιουργική συγγραφή. Η συγγραφή γίνεται το πρωί με το κεφάλι καθαρό και σε πλήρη απομόνωση. Όταν εργαζόμουν, διέθετα δυο τρεις ώρες πριν τη δουλειά π.χ. από 7 μέχρι 10 πμ. Και μετά είχα τα ΣΚ, τις αργίες, τις διακοπές. Τα τελευταία χρόνια που είμαι συνταξιούχος έχω πιο άνετο πρωινό ωράριο. Εάν κατακλείδι δεν κάθομαι να γράψω αν δεν έχουν προηγηθεί τα δυο προαπαιτούμενα. Η σύλληψη της ιδέας μέσα από την ημερολογιακή έγγραφή και η επεξεργασία, ή ωρίμανση στο μυαλό μου. Όσον αφορά στη μεθοδολογία, άλλοτε ξεκινώ από το όλον, έχω δηλαδή το συνολικό πλάνο και μετά επεξεργάζομαι και συμπληρώνω τα επί μέρους του στοιχεία. Δηλαδή εργάζομαι κατά την παραγωγική μέθοδο. Και άλλοτε ξεκινώ από επί μέρους σκηνές που προς το τέλος συνθέτω σε ένα ενιαίο όλον (επαγωγική μέθοδος).

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Το πρώτο μου μυθιστόρημα, που είναι το «Κάτοικος Πατρών» (Κέδρος, 1998). Στα 1993 είχα συγκεντρώσει πλούσιο αρχειακό υλικό για τη συγγραφή της πολεοδομικής και οικιστικής ιστορίας της Πάτρας ξεκινώντας μετά την απελευθέρωση. Οι διακοπές του Αυγούστου του 1993 ήταν αφιερωμένες στο ξεκίνημα. Και ώ της δυστυχίας ό,τι και να έγραφα με απογοήτευε. Ξεκινούσα και σταματούσα απογοητευμένος. Μου φαινόταν αδιάφορο. Αφού ταλαιπωρήθηκα κάμποσες μέρες, μού γεννήθηκε η μεγάλη ιδέα. Να δοκιμάσω να αποδώσω τη μελέτη μου μέσα από τη μυθοπλασία. Ξεκίνησα με την πρώτη σκηνή. Το φοβισμένο και πεινασμένο ορφανό (που σε λίγα χρόνια θα γίνει ο ρακοπώλης Νικολός Γιαννόπουλος) διασχίζει τον κεντρικό δρόμο του τούρκικου μαχαλά, το Μπολσοκάκ. Ψάχνει στα σκουπίδια των πλούσιων τουρκόσπιτων να βρει κάτι φαγώσιμο. Ταυτόχρονα περιγράφει την οθωμανική Πάτρα, αναφέροντας τα τοποσταθερά του δρόμου. Αυτό ήταν. Το αποτέλεσμα με ενθουσίασε, αλλά κυρίως μού άρεσε η νέα δημιουργική διαδικασία που είχα μόλις ανακαλύψει. Ο νέος μου ήρωας σε πρωτοπρόσωπη ημερολογιακή γραφή αφηγείται τη ζωή του από το 1810 μέχρι το 1864. Γράφει σε μια περίοδο μακράς αρρώστειας και απομόνωσης κρυφά από τη γυναίκα του και κρύβει στον τοίχο του ρακοπωλείου του τα χειρόγραφα. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1997, το μυθιστόρημα «Κάτοικος Πατρών» ήταν έτοιμο και έψαχνα για εκδότη. -Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Για μένα η εμμονή μου είναι μία: η ίδια η γραφή. Η γραφή σαν δημιουργία. Είτε γράφω ημερολόγιο είτε συνθέτω ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα απολαμβάνω τη χαρά της γραφής, τη χαρά της πνευματικής δημιουργίας. Η λογοτεχνική γραφή που την ανακάλυψα το 1993 (σε ηλικία 42 ετών) είναι πηγή χαράς. Περνάω καλά γράφοντας και δεν θα άλλαζα με τίποτα αυτήν την διαδικασία. Όπως ήδη είπα έχω σχεδόν καθημερινή ανάγκη τη γραφή. Και αφού την έχω ανάγκη αναζητώ θέματα, με άλλα λόγια βρίσκομαι σε εγρήγορση, ώστε να είμαι έτοιμος να αξιοποιήσω κάθε τι που μπορεί να ερεθίσει τη συγγραφική φαντασία μου. Τα θέματά μου, οι εμμονές μου συνιστούν ένα περιορισμένο ρεπερτόριο. Τα θέματα που με συγκινούν, αλλά και στα οποία έχω ήδη ασκηθεί είναι θέματα κοινωνικά, είτε παλιότερα είτε σύγχρονα. Μέσα στην ιστορία, στις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις με ενδιαφέρουν οι από κάτω. Αυτοί που είναι τα θύματα των συγκρούσεων και γίνονται παίγνια της ιστορίας. Οι φτωχοί, οι ύστατοι, οι περιθωριακοί. Τα πρώτα και παντοτινά θύματα των πολέμων, των οικονομικών κρίσεων κλπ. Τα τεχνικά θέματα που με απασχολούν είναι αυτά της αφήγησης και της γλώσσας. Έχω χρησιμοποιήσει πολλές μεθόδους αφήγησης, την πρωτοπρόσωπη, την τριτοπροπρόσωπη αντικειμενική, την τριτοπρόσωπη από τη σκοπιά κάποιου χαρακτήρα κλπ. Και επεξεργάζομαι τη γλώσσα. Δοκιμάζομαι συνεχώς, εντάσσω στην αφήγησή μου ντοπιολαλιές, ιδιωματισμούς κλπ. Προσαρμόζω τη γλώσσα στο ήθος των χαρακτήρων μου.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Να έχει ένα κοινωνικό βάρος και μια πρωτοτυπία. Να διερευνά μια άγνωστη και σκοτεινή περιοχή της ιστορίας, μια άγνωστη και αθέατη κοινωνική ομάδα, όπως στην τελευταία συλλογή διηγημάτων μου «Ρομανό Τσορουπέ» (Τσιγγάνικη φτώχεια). Μέσα από τη συμμετοχή μου σε μια μικρή κίνηση αλληλεγγύης προς τους Ρομά, ανακάλυψα πρόσφατα αυτήν την άγνωστή μου κοινωνική ομάδα που η κοινωνική της κατάσταση με συγκλόνισε. Γράφοντας γι’ αυτούς μάθαινα κι εγώ. Έτσι οι ιστορίες μου έχουν πάντα για μένα κοινωνικό αλλά και ένα γνωστικό ενδιαφέρον. Ποτέ δεν ξεχνώ αυτό που έχει γράψει ο Κούντερα: «η ηθική του μυθιστορήματος είναι η γνώση».

 

 

 

 

– Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Με τα χρόνια κατάλαβα πως κάθε χαρακτήρας, ανάλογα με το φωτισμό που θα κάνεις, μπορεί να έχει τρομερό ενδιαφέρον. Κανείς δεν είναι μόνο καλός ή κακός. Είμαστε και από τα δυο. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και ανάλογα βέβαια από το τι έχουμε εισπράξει από την κοινωνία, την οικογένεια, κυρίως στην παιδική μας ηλικία, μπορούμε να γίνουμε άγγελοι ή διάβολοι. Γι’ αυτό παρά το ότι οι ήρωές μου ανήκουν στους «από κάτω της κοινωνίας» προσπαθώ να μην τους αγιοποιώ ούτε βέβαια να τους δαιμονοποιώ. Και δεν ξεχνώ ότι οδηγήθηκαν στο δρόμο τους από τις σκληρές κοινωνικές συνθήκες και ότι ίσως θα μπορούσα κι εγώ να έχω βρεθεί στη θέση τους.

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Το 2000 αρχίζουν τα προσφυγικά κύματα από το κουρδικό ΙΡΑΚ. Ταυτόχρονα οξύνεται το λεγόμενο Μακεδονικό με τις εκατέρωθεν εθνικές προπαγάνδες. Θέλω να μελετήσω τι συνιστά η ευρύτερη Μακεδονία σε συνδυασμό με την μετανάστευση, την προσφυγιά, και τους διωγμούς – γενοκτονίες των αρχών του 20ου αιώνα . Στην Πάτρα δημιουργείται ο πρώτος άτυπος καταυλισμός Κούρδων προσφύγων, διωγμένων από τον Σαντάμ. Στα πλαίσια της αλληλεγγύης τους επισκέπτομαι, μιλώ μαζί τους. Κάποια στιγμή έκανα τη σκέψη: Θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να έχει ρίζες στον Ελληνικό πόντο; Και στους διωγμούς του 1919 να ζήτησε προστασία σε Κουρδικά χωριά. Εξ’ άλλου οι Ελληνόφωνοι του Πόντου έζησαν για αιώνες ανάμεσα σε Κούρδους, Αρμένιους, Εβραίους, μουσουλμάνους. Σε πολλά μικτά χωριά, Ρωμιοί, Κούρδοι, Αρμένιοι ζουν μαζί, παντρεύονται και κάνουν οικογένειες. Μια τέτοια μικτή οικογένεια στο Κουρδικό Κιλκίτ με τους Ρωμιούς υπό διωγμό, ενσωματώνεται υποχρεωτικά στην Κουρδική κοινότητα. Αυτήν η σκέψη στάθηκε η αφετηρία για το μυθιστόρημα «Κι εσύ Έλληνας ρε;» (Κέδρος 2005). Στο Α και Β μέρος διατρέχω τους παλιότερους εθνισμούς και εθνικισμούς στην πολυγλωσσική Μακεδονία αλλά και στην Ανατολία. Αρμένιοι, Εβραίοι, Γραικοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, μουσουλμάνοι συνυπάρχουν, ζουν, άλλοτε αρμονικά άλλοτε με προβλήματα. Στο Γ’ μέρος ο νεαρός Κούρδος από το Κιλκίτ που γνωρίζει ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας του Πόντου ψάχνει στον προσφυγικό συνοικισμό της Πάτρας τους συγγενείς του. Τους βρίσκει και αντιμετωπίζει τη χλεύη: Κι εσύ Έλληνας, ρε; -Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Διαβάζω από μικρό παιδί. Είχα την τύχη από εννιά χρονών να αποκτήσω πρόσβαση σε μια δανειστική βιβλιοθήκη ενός κοινωνικού θεσμού τα «Λαϊκά Αναγνωστήρια Πάτρας». Δανείζομαι και διαβάζω λογοτεχνία για περίπου δέκα χρόνια. Βέρν, Ουγκώ, Ντίκενς, Δουμάς. Μετά μπήκα στην ελληνική λογοτεχνία, Λουντέμης, Ξενόπουλος, γενιά του 30. Τέλειωσα την περίοδο αυτή με Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Στάινμπεκ. Μέχρι τα 18 μου.

 

 

 

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δυο αγαπημένα μου βιβλία στα οποίο επανέρχομαι συνεχώς και καθόρισαν τον κοινωνικό ρεαλισμό μου είναι τα «Καπνοτόπια» και «Το Χωραφάκι του Θεού» του Έρσκιν Κάρντγουελ. Σε κάθε συγγραφική μου προσπάθεια έχω δίπλα μου μια μικρή λίστα στην οποία καταφεύγω για έμπνευση και δύναμη. Όταν έγραφα τον «Κάτοικο Πατρών», δίπλα μου είχα και διάβαζα επαναληπτικά τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Να αφομοιώσω το ρυθμό και το ύφος της γλώσσας του. Όταν έγραφα «Το Φως της Ασετιλίνης» συνεχώς δίπλα μου είχα τον Τζούλιο Καϊμι και τα Απομημονεύματα του Σπαθάρη. Όταν έγραφα το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ» είχα δίπλα μου τους «Υπνοβάτες» (και τους τρεις τόμους) του Χέρμαν Μπροχ. -Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Τα τελευταία δέκα χρόνια οι αγαπημένοι μου είναι διηγηματογράφοι. Από το 2012 και μετά με την κορύφωση της κρίσης αποφάσισα να επικεντρωθώ στο διήγημα. Καρπός αυτής της απόφασης και συγγραφικής μου στροφής είναι η συλλογή «Γιατί σε μένα;» (Κέδρος, 2019) και το πρόσφατο «Ρομανό

Τσορουπέ» (Ενεκεν, 2022). Ήδη διαμόρφωσα και την προσωπική μου λίστα. Αυτή τη στιγμή περιλαμβάνει Αντον Τσέχωφ, Τόμας Μπέρνχαρντ, Μπέρναρντ Μάλαμουντ, Ρέιμοντ Κάρβερ, Αλίς Μονρό, Χαρούκι Μουρακάμι, Λουτσία Μπερλίν και Έντγκαρ Κέρετ. Και η έρευνά μου συνεχίζεται. -Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Κατά την ώρα της συγγραφής, όχι. Εκεί απόλυτη σιωπή και αυτοσυγκέντρωση. Κατά τη διαδικασία της συγγραφής διαβάζω και ξαναδιαβάζω την περιορισμένη λίστα των βιβλίων που με εμπνέουν, χωρίς να απαρνιέμαι τις άλλες φυσικές μου δραστηριότητες.

 

 

– Να αναφερθούμε στο Ρομανό Τσορουπέ που κυκλοφόρησε πρόσφατα;

Το «Ρομανό Τσορουπέ» (Τσιγγάνικη φτώχεια) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ του Γιώργου Γιαννόπουλου με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Γιώργος και η εικόνα του εξωφύλλου είναι της ζωγράφου Κατερίνας Χριστοπούλου. Περιέχει εννιά μεγάλα διηγήματα και είναι καρπός μια αλληλέγγυας δράσης στα δυο χρόνια του covid. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, αντιγράφω: «οι ήρωες των εννιά διηγημάτων δεν είναι οι αδούλωτοι και ελεύθεροι Τσιγγάνοι του Ρομαντισμού. Που αδιαφορούν για το αύριο, που τους αρέσει να βρίσκονται on the road, που γλεντοκοπάνε με κάθε ευκαιρία. Είναι άνθρωποι της ανάγκης, που ζουν και κυκλοφορούν στο κοινωνικό περιθώριο, “διαφανείς” και “αόρατοι”. Συνεχώς πρέπει να μηχανεύονται τρόπους για την καθημερινή τους επιβίωση. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν χωρίς τις πανάρχαιες τέχνες: ζητιανιά και κλεψιά, “ντιλεμένκο” και “τζορνιπέ”».

Τα εννιά διηγήματα ψηλαφούν την κατάσταση που βιώνει μια μεγάλη ομάδα των Ρομά, αυτή που για πολλούς λόγους δυσκολεύεται στην στοιχειώδη κοινωνικής της ένταξη. Με γλώσσα τον ιδιαίτερο και πολλές φορές σκληρό προφορικό τους λόγο, ανάμικτο με πολλές ρομανί εκφράσεις.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal.gr

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top