Fractal

Ολοκληρώνοντας τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες»

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Στρατής Τσίρκας: «Η Νυχτερίδα» Εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Σιμωνίδης επιστρέφει με τρένο στην Αλεξάνδρεια. Έχει σωθεί από τη δύσκολη πορεία που τους είχε επιβληθεί να πάνε μέχρι τον Ευφράτη με τα πόδια. Δεν την γνωρίζει καλά την Αλεξάνδρεια παρόλο που η μάνα του είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί. Μέχρι στιγμής δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ψάξει για συγγενείς της μάνας του. Τώρα μια και είναι παράνομος, πρώτα πρέπει να βρει έναν σύνδεσμο για να του δώσει οδηγίες. Ο σύνδεσμος ήταν ένας μάγειρας, που τον έστειλε στον Θανάση ο οποίος ήταν πρώην ναυτεργάτης. Έμαθε για τη διάλυση της Δευτέρας Ταξιαρχίας. Οι υπεύθυνοι παραδέχτηκαν πως την πάτησαν σαν ατζαμήδες. Τα θωρακισμένα των Εγγλέζων τους περικύκλωσαν, κατέθεσαν τα όπλα, τους τα πήραν κι έτσι διαλύθηκε η Δεύτερη Ταξιαρχία.

Θυμήθηκε τα λόγια του Ρίτσαρντς, που του είχε πει, πως οι Εγγλέζοι ετοιμάζουν στους Έλληνες ένα λουτρό αίμα, όμως δεν ήταν τότε εποχή για να καταλάβει τι του έλεγε. Χωρίζουν τους πολεμιστές σε πατριώτες πρώτης, δεύτερης και τρίτης ποιότητας. Γίνονται εκκαθαρίσεις. Σίγουρα και οι πορείες ως τον Ευφράτη δεν ήταν τυχαίες, όπως και η ύπαρξη των αγγλικών φυλακών για τους Έλληνες.

Οι Άγγλοι ήθελαν χωροφύλακες δεν ήθελαν μαχητές. Ο Σιμωνίδης προαισθανόταν τις συμφορές που έρχονται, γιατί έβλεπε να γίνονται πράγματα που δεν τα χωρούσε το κεφάλι του. Μπροστά στον Σοφούλη Βενιζέλο, ο Μερτάκης των Εγγλέζων δεν είναι τίποτα, όταν αυτός που προορίζεται για πρωθυπουργός των Ελλήνων, δίνει διαταγή να βομβαρδίζονται με δακρυγόνα οι ναύτες του αντιτορπιλικού Ιέρακα, για να εγκαταλείψουν τα πολεμικά, που τα έφεραν με μεγάλο κίνδυνο από την Κρήτη. Επίσης κάποιος από τη διοίκηση ζητά από τους στρατοδίκες της Δεύτερης Ταξιαρχίας να βρεθεί ο υπαίτιος, γιατί αλλιώς οι Εγγλέζοι θα απαγόρευαν σε όλους τους πολεμιστές να γυρίσουν στην Ελλάδα.

Δυστυχώς και η παροικία δεν αντέδρασε σωστά, γιατί ίδρυσε μια πολιτική οργάνωση για να επικρατήσουν οι αρχές του Τρικούπη, του Θεοτόκη, του Τσαλδάρη και του Μεταξά.

Στη συνείδηση όμως όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν, παντού υπήρχε ένας πόθος κι ένα πάθος να δώσουν όλοι τα χέρια. Όμως οι Άγγλοι πράκτορες στην Ελλάδα έσπερναν το διχασμό. Οι αντιπρόσωποι της αντίστασης πήγαν στο Κάιρο κι έφυγαν άπρακτοι, επειδή ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ ήθελαν να στηρίξουν τον βασιλιά. Άλλο επίσης που έκαναν οι Εγγλέζοι ήταν που δεν άφηναν τους Έλληνες να στείλουν στρατεύματα στα νησιά Κω, Λέρο, Ικαρία, και Σάμο, όταν έπεσε ο Μουσολίνι και ο Μπαντόλιο συνθηκολόγησε. Επειδή δεν ήθελαν να θεωρούνται οι Έλληνες ελευθερωτές. Μα το χειρότερο ήταν πως οι Γερμανοί τα ξανακατέλαβαν αυτά τα νησιά σε συνεργασία με τους Ιταλούς φασίστες, που δεν είχαν αφοπλιστεί.

Όταν ο Φάνης συμβούλεψε τον Σιμωνίδη, ότι καλό ήταν να έβρισκε ένα εφεδρικό καταφύγιο, πήρε την απόφαση να ψάξει για τους συγγενείς της μητέρας του. Τελικά βρήκε έναν ξάδερφό του τον Παράσχο, όπου του φέρθηκε καλά και του είπε πως το σπίτι του θα είναι στη διάθεσή του αν χρειαστεί και του έκανε δώρο και μια πίπα.

Εντωμεταξύ στην Αλεξάνδρεια είχε πάει το ζεύγος Νάνσυ και Ρον που τους είχε γνωρίσει στην Ιερουσαλήμ γιατί έμεναν στην ίδια πανσιόν. Δυστυχώς ο Ρον σκοτώθηκε πέφτοντας σ’ ένα ναρκοπέδιο. Τώρα μένει μόνη στη VILA PROTEUS. Ένα πρωινό εμφανίστηκε στην πανσιόν της ο ταγματάρχης Πήτερ, που κάποτε ήταν φίλος του Ρούμπυ και κοινός φίλος του ζεύγους. Από τότε που έπαψε να είναι φίλος του Ρούμπυ αναζητά τον Σιμωνίδη και νόμιζε ότι θα τον έβρισκε εκεί ή θα του έλεγε η Νάνσυ που βρίσκεται, αλλά η Νάνσυ δεν ήξερε. Της είπε μάλιστα ότι όλα τα γράμματα που έστελνε εκείνη στον Ρούμπυ βρίσκονται στην Ιντέλλιτζενς σέρβις και δεν δόθηκαν ποτέ στον Ρούμπυ. Τώρα αναζητά τον Σιμωνίδη γιατί είναι πεπεισμένος πως για όλα τα παθήματα του Ρούμπυ, αιτία ήταν ο Σιμωνίδης. Τον είχε προειδοποιήσει μάλιστα να μείνει μακριά από Έλληνες, γιατί όσο αξιαγάπητοι είναι στις καθημερινές τους συναναστροφές, τόσο θηρία γίνονται όταν πέσουν στην πολιτική και εμφανίζονται σαν βάρβαροι, άγριοι και ωμοί.

Από το Κάιρο εστάλη μια προκήρυξη σε μορφή ανοικτής επιστολής προς τους Υπουργούς και τους έβαζαν μπρος στις ευθύνες τους, που εμπόδισαν τα Ελληνικά αγήματα να σταλούν στα νησιά και τους εφιστούσαν την προσοχή, πως δεν πρέπει να κάνουν αυτά που θέλουν οι ξένοι προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά τους, γιατί αυτό θα οδηγήσει τους ξένους σε ωμές επεμβάσεις στα εσωτερικά τους και σ’ εμφύλιο σπαραγμό. Τέλος τους καλούσε να ακολουθήσουν εθνική πολιτική, σχηματίζοντας κυβέρνηση ενότητας με αντιπροσώπους απ’ όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της αντίστασης.

Ο Φάνης πληροφορούσε τον Σιμωνίδη ότι οι οργανώσεις, όλα τα κόμματα, ο Κανελλόπουλος, αλλά και ολόκληρη η κυβέρνηση με πρώτο τον Τσουδερό υπέγραψαν τη δήλωση πως για να αποφύγουν ταραχές και αιματοχυσία μετά την απελευθέρωση, πρέπει ο βασιλιάς να μην γυρίσει στην Ελλάδα, πριν αποφασίσει ο λαός για τη μορφή του πολιτεύματος, γιατί είναι υπόλογος για την δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου και πρέπει να κριθεί από τον ίδιο το λαό. Γι’ αυτό ο Ρούσος επιμένει ότι πρέπει να λυθεί σωστά το πολιτειακό, διότι αν δεν λυθεί δεν θα υπάρξει απελευθέρωση, αλλά καινούρια κατοχή. Ήδη ο Γεώργιος έχει συμφωνήσει με τους Εγγλέζους στο Λονδίνο, πράγματα που ούτε ο πρωθυπουργός δεν τα ξέρει και όταν ο Ρούσβελτ ή ο Τσώρτσιλ μπήγουν τις φωνές στον Τσουδερό, αυτός κάνει ό,τι θέλουν. Παρ’ όλο που συνέχεια οι Εγγλέζοι επικαλούνται ότι δεν επεμβαίνουν σε κανένα κράτος παρά μόνο αν κινδυνεύουν οι σκοποί του πολέμου. Ο Γεώργιος ο Β΄ δεν το βάζει κάτω και θέλει να επιστρέψει πάση θυσία μετά την απελευθέρωση στην Ελλάδα.

Τελικά ο Γαρέλας εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια και συζητώντας με τον Σιμωνίδη του είπε ότι το Τάγμα του άντεξε. Οχτακόσιοι άντρες γεροί σαν ταύροι. Δεν ξέρουν αν οι Άγγλοι θα τους επιστρέψουν τα όπλα τους, όμως αυτοί γυμνάζονται συνεχώς και προπαντός έχουν ανεβάσει σε υψηλό βαθμό την πειθαρχία τους. Συνέχεια τους στέλνουν υπομνήματα για να τους στείλουν στην μάχη, αλλά δεν το κάνουν, γιατί δεν θέλουν  να στεφτούν οι Έλληνες και μ’ άλλες δάφνες και γι’ αυτό τους ρεζιλεύουν και δεν τους εξοπλίζουν. Όλο επιθεωρητές τους στέλνουν κι αυτοί φεύγουν κατάπληκτοι. Προτείνει πως πρέπει να περάσουν στην αντεπίθεση, γιατί έχουν μπουχτίσει από τις υποχωρήσεις. Άλλωστε βλέπουν πως και η κυβέρνησή τους είναι με το μέρος των Εγγλέζων.

Ο Σιμωνίδης ρώτησε τον Φάνη αν έκαναν λάθη και ο Φάνης του απάντησε πως έκαναν δύο λάθη. Το πρώτο ήταν που άρχισαν την αντίσταση στους φασίστες κατακτητές και το δεύτερο πως πίστεψαν στο λόγο της στρατιωτικής τιμής των Εγγλέζων, αλλά αυτό βέβαια το έκαναν επειδή πίστεψαν πως είναι σύμμαχοι και πολεμούσαν στο ίδιο στρατόπεδο. Τώρα η κατάστασή τους ήταν άσχημη και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε τη στιγμή που και τα τρία όπλα (στόλος, στρατός, αεροπορία) βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές των Εγγλέζων. Απλά όποιος διαφωνεί μ’ αυτούς τον κηρύττουν πειρατή, αντάρτη και τον ξεπαστρεύουν. Θα πρέπει να αναγκάσουν την κυβέρνηση και τους συμμάχους  πρώτον να διαλύσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές, δεύτερον να σταματήσουν οι μεταθέσεις και οι εκκαθαρίσεις και τρίτον να στέλνονται τρόφιμα και φάρμακα στην Ελλάδα.

Εντωμεταξύ στην Ελλάδα, στα βουνά το ΕΑΜ σχημάτισε κυβέρνηση και πιέζει τον Τσουδερό με τηλεγραφήματα να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στις συνεννοήσεις για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και να μην παρασύρεται από τον Λήπερ για να αποφευχθεί ο εμφύλιος. Όμως ο Τσουδερός ξέρει πως αν θα την φέρει στους Εγγλέζους τον περιμένει σφαίρα, που θα την φορτώσουν στη ράχη των αριστερών.

Ο Καρκαλέμης φίλος του Παράσχου και αριστερός εξομολογείται στον Μάνο ότι οι Εγγλέζοι γνωρίζουν πολύ καλά ποιος είναι ο Τσουδερός, γιατί αυτοί του κρυπτογραφούν τα τηλεγραφήματά του και τα στέλνουν στο Λονδίνο με οδηγίες, στον Βασιλιά, πώς να μανουβράρει, για να μην γίνει ποτέ η κυβέρνηση. Μάλιστα του είπε πως ο Τσουδερός ήταν φυλακισμένος από τον Μεταξά στις φυλακές της Κέρκυρας και από εκεί οι φασίστες τον έστειλαν στην Ιταλία και τον κρατούσαν όμηρο. Όταν έπεσε ο Μουσολίνι ελευθερώθηκε και τον έφεραν οι Εγγλέζοι στο Κάιρο.

Οι αξιωματικοί δεν ήταν εύκολο να δείχνουν τα πραγματικά τους πολιτικά πιστεύω, αλλά τώρα σιγά σιγά άρχισαν να ξανοίγονται. Εμφανίστηκαν δεκατρείς να είναι προοδευτικοί, σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Έκαναν κρούσεις στον Σοφούλη Βενιζέλο και στον Βούλγαρη και αυτοί τους έλεγαν πως είναι μαζί τους. Όμως ο Φάνης είχε αμφιβολίες γι’ αυτούς τους πολιτικούς, γιατί είχε καταλάβει πως δεν ήθελαν την πραγματική αλλαγή, αλλά απλά να φύγει ο Τσουδερός και να μπουν αυτοί. Εντωμεταξύ στρατός και στόλος υπέγραφαν το υπόμνημα για κυβέρνηση εθνικής Ενότητας. Ο Φάνης βρέθηκε στο Κάιρο και πήγε και ο Σιμωνίδης να τον βρει. Εκεί έμαθε ότι το Σύνταγμα Πυροβολικού στρατοπέδευε στην Ηλιούπολη και ο διοικητής δεν άφησε να κυκλοφορήσει το υπόμνημα για Εθνική Ενότητα και ότι οι μισοί περίπου άντρες τάχτηκαν αλληλέγγυοι με την επιτροπή, γι’ αυτό τους φόρτωσαν σε αγγλικά καμιόνια και τους έστειλαν σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στις Πυραμίδες. Πολλοί σύντροφοί τους επαναστάτησαν κι έλεγαν ότι κανένας νόμος και καμιά συνθήκη σύμφωνα με τον χάρτη του Ατλαντικού δεν δίνει το δικαίωμα στους Άγγλους να διαιρούν ένα σύμμαχο λαό και να σπέρνουν τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Έλληνες δεν θέλουν δύο Ελλάδες, αλλά ένα λαό, μια κυβέρνηση κι ένα στρατό.

Εντωμεταξύ στον Τσουδερό πήγαν δεκατρία άτομα από την επιτροπή και του ζήτησαν να παραιτηθεί και να προχωρήσει το συντομότερο στο σχηματισμό Κυβέρνησης με βάση την ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθερώσεως). Αργότερα έμαθαν πως ο Τσουδερός κάλεσε Υπουργικό Συμβούλιο όπου ομόφωνα αποφασίστηκε να παταχθούν τα «στασιαστικά στοιχεία» στο Τέταρτο Τάγμα του Κασσασίν, στο Κιμπρίτ και στο Σύνταγμα Πυροβολικού, να πιαστεί αμέσως η Επιτροπή Αξιωματικών και να φυλακιστεί το Φρουραρχείο. Νωρίς το απόγευμα διαδόθηκε το νέο ότι ο Τσουδερός παραιτήθηκε και τηλεγράφησε στον βασιλιά να διορίσει στη θέση του τον Βενιζέλο. Δυστυχώς όμως ο βασιλιάς δεν δέχτηκε την παραίτησή του. Οι ένοπλες δυνάμεις από την ανώτατη διοίκηση ως τον τελευταίο άνδρα ζητούσαν κυβέρνηση ενότητας. Ο Τσουδερός μάταια προσπαθούσε να τους πει, ότι την κατάσταση δεν την κρατούσαν πια αυτοί, ούτε τα επιτελεία, ούτε οι αξιωματικοί, αλλά την κρατούν μυστικές επιτροπές από φαντάρους και ναύτες.

 

Στρατής Τσίρκας

 

Εδώ και τρεις ημέρες οι δεξιές εφημερίδες των ομογενών έλεγαν πως οι αριστεροί, ήταν Βούλγαροι, Τροτσκιστές, αναρχικοί κι ένα σωρό άλλα. Από εκεί έπαιρναν τις ειδήσεις τους οι ξενόφωνες εφημερίδες της Αιγύπτου. Ο Φάνης σκέφτηκε τότε ότι έπρεπε να βγει ένα φύλλο δακτυλογραφημένο στ’ αγγλικά και σ΄ αυτό βοήθησε ένας αντισμήναρχος που ήξερε αγγλικά, έτσι ώστε οι ξενόφωνοι να ενημερώνονται σωστά.

Ο αξιωματικός της αστυνομίας ο Πάρκερ έκανε αρκετές συλλήψεις. Έπιασε διάφορα άτομα της οργάνωσης και τα έκλεισε στις φυλακές των ξένων. Έναν ποιητή, έναν αρχισυντάκτη της αριστερής εφημερίδας, έναν δικηγόρο βενιζελικό, έναν επιθεωρητή της Παιδείας και άλλους. Εντωμεταξύ ο βασιλιάς τηλεγράφησε στον Τσουδερό να πάει να βρει τον Τσώρτσιλ και να ζητήσει συμπαράσταση των Άγγλων για την καταστολή του «κινήματος» κι ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε πως θα βοηθήσει. Ο Βενιζέλος όχι μόνο δεν ήθελε να γίνει πρωθυπουργός μετά από την άρνηση του βασιλιά να τον κάνει πρωθυπουργό, αλλά παραιτήθηκε και από Υπουργός των Ναυτικών. Το τηλεγράφημα που έλαβε ο Τσουδερός έλεγε πως οι Άγγλοι θα πατάξουν με όλα τα μέσα την ανταρσία.

Την ημέρα που παραιτήθηκε όλη η κυβέρνηση ο Άγγλος αρχιστράτηγος απαγόρεψε στον Έλληνα υπουργό των Στρατιωτικών να μπαίνει στο υπουργείο του ή να έχει οποιαδήποτε επαφή με τον στρατό. Οι συνεργαζόμενες αστυνομίες  ελληνική και αγγλοαιγυπτιακή τρομοκρατούσαν τον κόσμο. Φυλακίστηκε και η Πρώτη Ταξιαρχία, δηλαδή πολιορκήθηκε από βρετανικά θωρακισμένα, πυροβολικό και Ινδούς Γκούρκας. Με διαταγή του Τσώρτσιλ οι Άγγλοι έκοψαν τον ανεφοδιασμό. Το ίδιο έκαναν και στα πολεμικά πλοία και σ’ όλα τα κτίρια που κρατούσαν οι ναύτες στην Αλεξάνδρεια. Προσπαθούσαν να τους λυγίσουν με την πείνα.  Αυτή η προσβολή έκανε όλους τους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς να συσπειρωθούν στις επιτροπές και όλοι αποφάσισαν να μην παραδώσουν τα δοξασμένα τους όπλα. Αν όμως υποχωρούσαν θα είχαν εμφύλιο. Οι βενιζελικοί παραιτήθηκαν και έδιναν διαταγές να χαρίσουν στους φασίστες και δωσίλογους δημοκρατικές εμπειροπόλεμες δυνάμεις. Άρα αυτό που έπρεπε να κάνουν οι δημοκρατικές δυνάμεις ήταν η αντίσταση και φυσικά ήθελαν να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Και αυτό θα ήταν μέχρι να αναγκαστούν ο Τσώρτσιλ, ο Τσουδερός  και ο Βενιζέλος να φέρουν αντιπροσωπία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης και να σχηματίσουν μαζί την Εθνική Κυβέρνηση.

Ο Γεώργιος ο Β΄ ήρθε από το Λονδίνο κι έβγαλε διάγγελμα. Την άλλη μέρα ορκίστηκε ο Βενιζέλος Πρωθυπουργός και αμέσως  με την εκλογή του άρχισε, αυτός και οι δικοί του, ν’ απειλούν πως θα συντρίψουν τους επαναστάτες με ξένες δυνάμεις αν δεν παραδοθούν αμέσως. Έπρεπε λοιπόν «οι επαναστάτες» ν’ αντέξουν και ν’ αντισταθούν μέχρι να φτάσουν από την Ελλάδα πραγματικοί εκπρόσωποι του λαού και ν’ αποφασίσουν το τι θα γίνει. Φυσικά ο Τσώρτσιλ, ο Βασιλιάς και ο Βενιζέλος ήθελαν πρώτα ν’ αφοπλίσουν την Ταξιαρχία και τον στόλο και μετά να έρθουν αντιπρόσωποι για συνεννοήσεις.

Έτσι υπήρχαν δυο στρατόπεδα, από τη μια η θέληση του λαού εκφρασμένη με το στόμα εκείνων που πολεμούσαν τον κατακτητή στην Ελλάδα, στις θάλασσες, στις ερήμους της Αφρικής και από την άλλη η Επίσημη  Ελλάδα στηριγμένη από τον Τσώρτσιλ κι ας ήταν οι σκοποί του έξω από τις συμμαχικές αρχές του πολέμου.

Το ερώτημα βέβαια ήταν αν ο Τσώρτσιλ θα τολμούσε να χτυπήσει έναν σύμμαχο μικρό λαό, που είχε δώσει στους Συμμάχους την πρώτη νίκη εναντίον του Άξονα.

Ο Ταγματάρχης Πήτερ μάλιστα σε μία συνάντηση που είχε με την Νάνσυ της απεκάλυψε ότι ο Παίτζετ και ο Κάννινγκαμ έχουν ρητές διαταγές να συγκεντρώσουν διπλάσια πυρά απ’ όσα έχει ο Ελληνικός Στόλος και η Ταξιαρχία μαζί. Θα τους εξοντώσουν. Ο Τσώρτσιλ θα φερθεί σκληρά. Θέλει να κάψει με πυρωμένο σίδερο αυτό το εξάνθημα πριν του αλλάξει τη μορφή της νίκης που ονειρεύτηκε.

Ο Υπουργός των Στρατιωτικών έστειλε στην Ταξιαρχία καινούριο Ταξίαρχο. Ο Γαρέλας είπε στους υπόλοιπους αξιωματικούς να τον δεχτούν για να τελειώνει η ανωμαλία και να μπορέσουν να φύγουν για το μέτωπο. Όμως στο Κάιρο δεν έγινε το ίδιο ο Ταξίαρχος γύρισε άπραχτος, γιατί οι αξιωματικοί τον έδιωξαν και είπαν ότι θα δέχονταν μόνο αυτό που θα διόριζε ο βασιλιάς. Αμέσως ο Γαρέλας, αλλά και οι άλλοι σύντροφοι κατάλαβαν ότι εκεί αυτοί ήταν βαλτοί από τους Άγγλους. Επίσης ήρθε διαταγή από τον Παίτζετ να παραδώσουν τον οπλισμό, αλλά οι στρατιώτες σήκωσαν πλακάτ που έγραφαν στα ελληνικά και στα αγγλικά: «όπλα που δοξάστηκαν στο Αλαμέιν δεν παραδίδονται».

Εντωμεταξύ βρέθηκε ένα έκτακτο φύλλο του Μαχητή, που όμως δεν το είχε γράψει ο Σιμωνίδης και μάλιστα ήταν από άλλο τύπο γραφομηχανής, που ήταν μια ωμή πρόκληση για να αιματοκυλιστεί ολόκληρη η Ταξιαρχία. Κολάκευε το πυροβολικό ως το καλύτερο του κόσμου και τ’ αντιαρματικά που τα έτρεμαν οι Άγγλοι και οι Γερμανοί. Έγραφε θάνατο στους φασίστες αποικιστές του Μονάχου και άλλα πολλά. Μάλιστα αυτό το φύλλο βρέθηκε σε πολλά αντίτυπα μέσα σε φορτηγά που μετέφεραν διάφορα τρόφιμα. Τα βρήκαν οι φαντάροι και τα μοίρασαν. Διαπίστωσαν λοιπόν ότι μέσα στα σπλάχνα τους δημιουργήθηκε ένας φραξιονιστικός μηχανισμός δεν ήξεραν από ποιους, ίσως από κάποιους συντρόφους που άρχισαν να παραλογίζονται. Έπρεπε να τον ξηλώσουν αυτόν τον μηχανισμό. Από πού όμως έπρεπε ν’ αρχίσουν το ψάξιμο. Ο Φάνης αμέσως σκέφτηκε να επισκεφτεί το σπίτι του λογιστή, όπου εκεί τελικά βρήκε τη γραφομηχανή, αμεταχείριστες μεμβράνες και τα πήρε. Μετά πήγε στο καταφύγιο που ήταν πίσω από το Ισραηλιτικό Νοσοκομείο και βρήκε μία στοίβα από τυπογραφικό χαρτί, έναν πολύγραφο, σωληνάρια από μελάνι και μεταχειρισμένες μεμβράνες. Τα πήρε φυσικά όλα για να τα καταστρέψει. Η ομάδα συγκεντρώθηκε για να συνεδριάσει. Ο Φάνης είπε ότι ο υποκινητής σίγουρα είναι στην Αλεξάνδρεια, όμως δεν θα ήταν πολύ εύκολο να τον βρουν. Επίσης εκείνο που κατάλαβε η ομάδα ήταν πως ο Τσώρτσιλ δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και ότι σίγουρα θα βάψει τα χέρια του με αίμα. Αυτό που αποφασίστηκε από την ομάδα ήταν ότι ο Μιχάλης Σαρίδης ο γιος της Αριάγνης θα έπρεπε να φύγει αμέσως μ’ έναν απεσταλμένο της Κεντρικής επιτροπής με ξεκάθαρες εντολές και να συνεργαστεί με τον Γαρέλα. Αποφάσισαν μάλιστα να πάει ο Παντελής να κλειστή στον Ήφαιστο για να καθοδηγεί την Επιτροπή Αγώνος με σήματα μορς που θα ετοίμαζε τον κώδικα ο Φάνης. Δόθηκε η εντολή να προσέχουν γιατί οι Άγγλοι θα χτυπήσουν στο ψαχνό με την δικαιολογία ότι δεν χτυπούν συμμαχικά στρατεύματα, αλλά στασιαστές που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη νόμιμη συμμαχική κυβέρνηση.

Ο Φάνης σοβαρά σκεπτόμενος τους ρώτησε αν άραγε άξιζε τον κόπο να θυσιάσουν χιλιάδες αγωνιστές με το ν’ ανοίξουν πρώτοι το διασυμμαχικό πόλεμο, όταν ακόμα ο Χίτλερ κατασπαράζει τους Έλληνες και η ηγεσία της Αντίστασης λέει προς όλους να έχουν Εθνική Ενότητα. Σκέφτηκε λοιπόν ν’ αφήσουν πρώτα τους Άγγλους να επιτεθούν, κατόπιν αυτοί να τους αντιμετωπίσουν και στη συνέχεια να ζητήσουν διαπραγματεύσεις, με τη δικαιολογία ότι οι Έλληνες κάνουν πόλεμο ενάντια στον φασισμό και όχι ενάντια στους συμμάχους τους. Οπότε μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να καταγγείλουν στην παγκόσμια συνείδηση την επέμβασή τους κι αμέσως οι στρατιώτες θα βγάλουν το στέμμα που φορούν στην στολή τους και θα βάλουν τα δοξασμένα εθνόσημα του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ και θα ζητήσουν να τους μεταφέρουν σε όποιο μέτωπο κρίνουν αυτοί για να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Ο Μάνος και ο Καρκαλέμης για να μπορέσουν να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Εγγλέζους αναγκάστηκαν να μεταμφιεστούν σε μπετουβίνους. Έτσι ξεκίνησαν μ’ ένα καμιόνι γεμάτο εργάτες για τη  Μάρσα Ματρούχ. Όταν έφτασαν πήγαν και συνάντησαν το Δήμαρχο. Αυτός τους έδωσε ό,τι ζήτησαν και κατά το μεσημέρι παρουσιάστηκαν στα πρώτα φυλάκια με τις κανονικές τους στολές με επωμίδες, με πηλήκιο, και τράβηξαν για το Τρίτο Τάγμα.

Ανατολικά της δημοσιάς ήταν το πυροβολικό, δυτικά αμέσως άρχιζαν τα ελληνικά φυλάκια. Ύστερα ερχόταν η Διοίκηση της Ταξιαρχίας, το Πρώτο Τάγμα, και το Δεύτερο. Το Τρίτο σχημάτιζε την οπισθοφυλακή, όπου ήταν και η έδρα του Γαρέλα. Εντωμεταξύ ήταν η εικοστή ημέρα της πολιορκίας. Ο κόσμος πεινούσε. Τους μοίρασαν τσάι δίχως ζάχαρη και μια χούφτα μικρές πράσινες ελιές πολύ πικρές. Εκεί απέναντί τους υπήρχε ένας λόφος όπου οι Εγγλέζοι θα μπορούσαν να το έκαναν ωραίο παρατηρητήριο, γι’ αυτό ο Γαρέλας έβαλε τους στρατιώτες κι έσκαψαν προχώματα κι έστειλαν και αντιαρματικά.

Στο Τρίτο Τάγμα ο Μάνος συνάντησε έναν τύπο τον Αλέξανδρο που τον έλεγαν Αρχαίο τον αναγνώρισε και τον ρώτησε τι δουλειά είχε εκεί. Άρχισε να λέει ασυναρτησίες και μετά με το όπλο στην πλάτη μαρτύρησε όλους τους αξιωματικούς, που έπαιζαν το παιχνίδι των Άγγλων και τους συνέλαβαν. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε ένας Εγγλέζος, που από πίσω του ακολουθούσαν οι Γκούρκας. Μιλώντας τους ελληνικά τους έλεγε πως είναι αδέλφια και τους προσκαλούσε να κουβεντιάσουν. Ο φρουρός του φώναζε Αλτ, αλλά αυτός συνέχιζε να προχωρά, ώσπου με το τρίτο Αλτ ο φρουρός με το όπλο του γάζωσε το στήθος και οι Γκούρκας το έσκασαν. Στην άκρη της δημοσιάς ήταν ένα τανκς εγγλέζικο. Από εκεί βγήκε Ταγματάρχης Πήτερ και ζήτησε να παραλάβει το σώμα του νεκρού Εγγλέζου. Πριν φύγει, τους είπε ότι αυτό που έγινε ήταν λάθος γιατί ο Τσώρτσιλ θα το αναφέρει στη Βουλή των Κοινοτήτων. Παραδέχτηκε ότι ο αποκλεισμός δεν έφερε αποτέλεσμα, αλλά τώρα οι διαταγές του Στρατηγού Παίτζετ πρόβλεπαν μισή ώρα βομβαρδισμό, μια ώρα μπαράζ με καπνό και ύστερα μια ώρα βομβαρδισμό κι άλλες δυο με καπνό, συνέχεια ως το τέλος. Τους εξήγησε πως ο αφοπλισμός θα γίνει με όλες τις τιμές κι αν κάποιοι θέλουν να πάνε σε ρωσικό ή γιουγκοσλάβικο λιμάνι μπορούν να τους μεταφέρουν για να συνεχίσουν τον αντιφασιστικό τους αγώνα και τους έδωσε δώδεκα ώρες διορία να τα σκεφτούν. Έφυγαν ο Καρκαλέμης και ο Μάνος από την Ταξιαρχία και τους είπαν ότι αν δεν έχουν επιστρέψει σε δώδεκα ώρες, τότε σημαίνει ότι η Κεντρική Επιτροπή εγκρίνει τον αφοπλισμό. Πέρασαν είκοσι ώρες και δεν είχε φανεί κανείς.

 

 

Το απόγευμα στις 22 Απριλίου, το καταδρομικό Αίας, Εγγλέζικο, έδεσε δίπλα στον Αποστόλη. Στην ίδια αποβάθρα δεμένο για επισκευές ήταν το αντιτορπιλικό Ιέραξ κι ακόμα ένα ναρκαλιευτικό, το Σαχτούρης. Κατά τα μεσάνυχτα το Αίας τυλίχτηκε μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού, αλλά κανείς δε έδωσε σημασία. Κατά τις δύο τα ξημερώματα μέσα από τον καπνό τα πομ πομ του «Αίας» άνοιξαν πυρ σαρώνοντας το κατάστρωμα του Αποστόλη. Έτσι το καταδρομικό αθέατο, πλεύρισε το ναρκαλιευτικό κι από μέσα πηδούσαν πάνω στο ελληνικό κάτι μαύροι άνθρωποι. Ο νυχτοποιός πάτησε την σκανδάλη του πολυβόλου του και η σειρήνα βάρεσε συναγερμό. Τότε το πλήρωμα και η επιτροπή βγήκαν έξω με τα εσώρουχα, γιατί κοιμόντουσαν. Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι να κάνουν εν αντιθέσει με τα κανόνια του Εγγλέζικου, που σάρωναν το Σαχτούρη. Οι μαύροι άνθρωποι, φάνηκαν πως ήταν Γραικοί αξιωματικοί ντυμένοι με εργατικές φόρμες και με μουτζουρωμένα τα πρόσωπα. Ο καθένας τους κρατούσε πιστόλι κι οπλοπολυβόλο. Έγιναν συμπλοκές σώμα με σώμα. Η μάχη συνεχίστηκε και στον Ιέρακα. Απώλειες δύο νεκροί Έλληνες και δέκα τραυματίες. Οι επιτιθέμενοι είχαν διπλές απώλειες. Ο Φωτερός, που έβγαινε από το υπόφραγμα, φωνάζοντας αδέλφια μη σκοτώνεστε, τον βρήκε ένα θραύσμα κατάστηθα. Αργότερα έπεσε και ο Ιέραξ. Απώλειες δέκα νεκροί και σαράντα τραυματίες. Αμέσως άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους Εγγλέζους και με τον Βούλγαρη. Το πρωί στις οκτώ παραδόθηκε το πλοίο Ήφαιστος, που ήταν γεμάτο τορπίλες. Η συνθηκολόγηση του Στόλου αναγγέλθηκε από τον σταθμό του Καΐρου με έκτακτο ανακοινωθέν.

Μετά την καταστολή του κινήματος του Απριλίου, όλοι οι «ταραξίες», κάπου εφτάμισι χιλιάδες αγωνιστές κλείστηκαν από τους Εγγλέζους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Μπάρντια της Λιβύης.  Περνούσαν πολλά δεινά. Υπέφεραν όχι μόνο από πείνα και δίψα, αλλά τους τσουρούφλιζε ο καύσωνας και τους κοκκάλωνε η νυχτερινή παγωνιά, χώρια το ξύλο που δέχονταν και τους ψυχικούς εκβιασμούς. Τους είχαν πει μάλιστα πως αν θα πήγαιναν σε δίκη οι δικαστές, που θα τους δίκαζαν θα ήταν εντολοδόχοι της Ιντέλλιτζενς.

Στο μεταξύ παραδίδονταν και αφοπλίζονταν οι πολιορκημένες μονάδες, το καταδρομικό Αβέρωφ κι άλλα πολεμικά που βρίσκονταν στο λιμάνι του πρτ Σάιντ, το αντιτορπιλικό Πίνδος και τ’ αρματαγωγό Λήμνος στον Τάραντα της Ιταλίας, το θωρακισμένο σύνταγμα και η αντιαρματική μοίρα στη Δαμασκό. Η Αφρική σκεπαζόταν με κλωβούς γεμάτους Έλληνες αντιφασίστες. Διώχτηκε ο Βενιζέλος από πρωθυπουργός. Είχε κάνει τη δουλειά των Εγγλέζων και δεν το χρειάζονταν πια. Τώρα οι Εγγλέζοι έφεραν έναν άλλον για πρωθυπουργό από την Ελλάδα, που δεν ήθελε κανείς πολιτικός να ορκιστεί μαζί του υπουργός.

Στο Λίβανο γινόταν το συνέδριο των αντιπροσώπων για την Εθνική Ενότητα. Ενώ ο Τύπος στην Αγγλία είχε υιοθετήσει τις απόψεις του Ερμή και καταδίκαζε την ένοπλη επέμβαση του Τσώρτσιλ στα εσωτερικά μιας ηρωικής και συμμάχου χώρας, ζητούσε μάλιστα αμνηστία για τους ηγέτες του κινήματος, άξαφνα ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου μετέδωσε το λόγο του Τσώρτσιλ στη Βουλή των Κοινοτήτων για το «Ελληνικό Βάσανο». Είχε πάρει έλεγε ένα πολύ ευχάριστο γράμμα από την αντιπροσωπία της Αριστεράς, στο Λίβανο, που καταδίκαζε χωρίς επιφύλαξη το κίνημα του Απρίλη. Ο Φάνης και όλη η ομάδα ακούγοντας αυτό είπαν πως είναι ψέμα όμως ο Καλλίνικος τους έφερε ένα χαρτί και τους είπε πως είναι ένα από τα χιλιάδες που πετάνε εγγλέζικα αεροπλάνα πάνω από τους κλωβούς των φυλακισμένων. Το χαρτί έγραφε: «το Κομμουνιστικό Κόμμα, το ΕΑΜ και η Πολιτική Επιτροπή, καταδικάζουν την τελευταία Στάση».

Ιούνιος 1954 στην Θεσσαλονίκη. Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Όσους τους καταζητούσαν με καταλόγους χτυπημένους σ’ εγγλέζικες γραφομηχανές τους αυτοκτονούσαν στις φυλακές, τους σκότωναν στους δρόμους ή σκάρωναν κατηγορίες και τους εκτελούσαν δήθεν νόμιμα, όπως ο Μάνος Σιμωνίδης που καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά ευτυχώς αυτός κατάφερε και τους ξέφυγε, πήγε στην Ελλάδα και όταν ανέβηκε στο βουνό με τον Φάνη του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν με χειροβομβίδα κι έδεσαν το κορμί του στην ουρά του μουλαριού και τον έσερναν στα κατσάβραχα. Όσο για τον Παντελή που έφτασε στη Θεσσαλονίκη κι έμπλεξε με το αντάρτικο, τον έπιασαν και τον έκλεισαν φυλακή και του είπαν ότι θα τον ελευθέρωναν αν υπέγραφε, αυτός όμως προτίμησε τον θάνατο, παρ’ όλο που η Ελένη η γυναίκα που ζούσε μαζί της στην Αλεξάνδρεια έφερε χρήματα και ήταν διατεθειμένη να τα πληρώσει όλα προκειμένου να τον σώσει.

Μετά τον εμφύλιο στη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα μικρό ταβερνάκι συναντιέται ο Γαρέλας, ο Μιχάλης, ο Παράσχος και η Ελένη να πιούν ένα ποτηράκι και να μνημονεύσουν τους φίλους που έχασαν και τους λείπουν. Μιλώντας και για το Κόμμα, θυμήθηκαν τον Φάνη και την επιστολή που τους έστειλε για να εκφράσει τα παράπονά του μιλώντας για την αποκήρυξη του Απρίλη, που δεν ντράπηκαν ν’ αποκηρύξουν τόσους αγωνιστές, που έπαιξαν το κεφάλι τους κορόνα γράμματα, για να τους βοηθήσουν στο έργο της ενότητας και πως τους παράτησαν αποκηρυγμένους στα χέρια του Τσώρτσιλ. Όταν μάλιστα έμαθαν ότι το Ανθρωπάκι είναι τώρα στο Κόμμα στα μέσα και στα έξω, κατάλαβαν πολλά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top