Fractal

Ένα “ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα”

Γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης //

 

“Θάνατος ο δεύτερος”, Αντώνης Φωστιέρης, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 64.

 

Ως γνωστόν, ο Αντώνης Φωστιέρης (Αθήνα, γ. 1953) κατέχει μια πραγματικά ξεχωριστή θέση όχι μόνο εντός της γενιάς του ’70, αλλά και στα πλαίσια της ποιητικής μας διαχρονίας. Μια γενιά που χαρακτηρίστηκε ως “αντικομφορμιστική” (Βάσος Βαρίκας), της “αμφισβήτησης” (Βασίλης Στεριάδης, Αλέξης Ζήρας), “της άρνησης” (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου) και της “πανηγυρικής εξάρθρωσης” (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου).

Χρειάζεται όμως όντως να επιμείνουμε στη γενεαλογία, ή να την αφήσουμε να λειτουργεί απλά ως προθάλαμος στα τόσο σύνθετα, ενδιαφέροντα και επαρκώς αυτόνομα σύμπαντα των ποιητών μας; Όπως αυτό του Αντώνη Φωστιέρη. Ας προχωρήσουμε λοιπόν στα ενδότερα της ποίησης του υπό παρουσίαση ποιητή μας και συγκεκριμένα στις αρχιτεκτονικές και γλωσσικές δομές και τους οντολογικούς και ποιητικούς χώρους του νέου του βιβλίου, “Θάνατος ο δεύτερος”.

Προτού όμως προχωρήσουμε να σημειώσουμε πως διετέλεσε συνεκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη» (1981-2010) και πως του έχουν απονεμηθεί, μεταξύ άλλων, το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (1993), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2004) και το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010) για το σύνολο του έργου του. Από το 1971 έως τις μέρες μας έχει δημοσιεύσει δέκα ποιητικές συλλογές, τον συγκεντρωτικό τόμο «Ποίηση 1970-2005», ενώ εικοσιδύο μεταφράσεις βιβλίων του έχουν κυκλοφορήσει στο εξωτερικό (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, ΗΠΑ, Αργεντινή, κ.ά.).

Λεπτολόγος τεχνίτης της γλώσσας -των δομών της και με μια μικροπλαστική διάθεση παρούσα-, με ματιά μεταφυσική, “υπαρξιακή” και σε σημεία αφαιρετική, λυρικός με τον τρόπο του και διανοητο-κεντρικός συνάμα, υποβάλλει το κάθε ποίημα ξεχωριστά στο αισθητικό και λογοτεχνικό μας κριτήριο, συμπληρώνοντας την εμπειρία της περιήγησής μας στο ποιητικό του σύμπαν-σώμα.

Ωσάν να πρόκειται για μια αναδρομική έκθεση του ποιητικού του κατορθώματος, το οποίο διαρκώς συμπληρώνεται χωρίς όμως να επαναλαμβάνεται∙ κομίζοντας νέες επιτυχημένες εκφράσεις και ποιητικά κατορθώματα, ξαφνιάζοντάς μας με την εκφραστική του λιτότητα και τις γλωσσικές, σημασιολογικές και συγκινησιακές μετωνυμίες του.

Προεξοφλώντας το μη νόημα της εγκόσμιας μας κατάστασης, ο Φωστιέρης επιλέγει και προεκτείνει την αλά Μπέκετ πλεύση, επιμένοντας σε ένα ποιητικό σημειωτόν. Δεν πρόκειται απλά για μια εσωτερική -στη ψυχική και αισθητική της διάσταση- περιπλάνηση, αλλά για μια διαρκή οντολογική διερώτηση, η οποία και μετασχηματίζει σε ποίημα την ψυχοσωματική και γλωσσική του εμπειρία. Ένα κατόρθωμα που στις καλύτερές του στιγμές θέτει το ποίημα σε μια αιώρηση που -ας μας επιτραπεί- ως διακριτό αντικείμενο λάμπει. Ένα δείγμα, το ποίημα “Η τεφροδόχος”:

“Τι φρίκη. // Ολόκληρη ζωή / Με την ανάσα / Τους χυμούς / Τη σάρκα της- // Σκόνη και στάχτη / Τώρα διαπαντός // Στην τεφροδόχο / Ενός βιβλίου.”

Πέρα από την κοσμολογία των Προσωκρατικών, όπου με το δέος παρών συμμετέχει και αποπειράται να ερμηνεύσει τη συμμετοχή μας στο κοσμικό συμβάν, η ποίησή του εσωκλείει μια συγκρουσιακή διάσταση. Χωρίς να διαφεύγει της ευριπίδειας ειρωνείας, και τα κατά τόπους χτυπήματα, με μια δόση αποστροφής και με έναν επίμονο παροντο-κεντρισμό, μετεωρίζεται και αναμένει στωικά την τελική του εξάτμιση, παραμένοντας ισόβια ετοιμοπόλεμος.

 

Αντώνης Φωστιέρης

 

Πρόκειται για έναν τύπο εσωτερικού μονολόγου σε ένα άδειο δωμάτιο, που λειτουργεί ως ένας απογυμνωμένος ποιητικός τόπος. Συμμετέχουμε στην εσωτερική φωνή του ποιητή, καθώς από τη μία αναζητά μέσω του κατασταλαγμένου -σφιχτού και λεπτοδουλεμένου- ποιήματος περάσματα διαφυγής, από τον τρέχοντα χωροχρόνο -αξιώνοντας τη λύση του κοσμικoύ και μεταφυσικού μυστηρίου-, και από την άλλη παρακολουθούμε την ποιητική ενδυνάμωση των πατημάτων του∙ στοχεύοντας και ευελπιστώντας στο τελικό άλμα.

Το ποίημα στον Φωστιέρη επαναληπτικά πλευρίζει και εφάπτεται του άρρητου∙ αυτή είναι η στόχευση. Γοητεύει επίσης -και γίνεται καταστατικό στοιχείο της ποίησής του- η απόσταση που διατηρεί από την ποιητική αφήγηση, όπως και η αβίαστη πρόσμιξη του λόγιου με το καθημερινό (συνεχίζοντας ευφυέστατα τη γραμμή των Ροΐδη, Εμπειρίκου), αιφνιδιάζοντας τελικά το ίδιο το ποίημα που το οπλίζει ως άλλο σκυρόδεμα με τη γλωσσο-νοητική του δεινότητα.

Δοκιμάζοντας τις αυταπάτες μας, με τα ποιήματα ως ερωτήματα, δείχνει πόσο πιο βαθιά δύναται να φτάσει η ποίηση, όχι σε αντίθεση αλλά συμπλέοντας με το συσσωρευμένο στοχαστικό, επιστημονικό και εν γένει αισθητικό κατόρθωμα που είναι διαθέσιμο στην εποχή μας.

Οι αφηρημένες έννοιες, η δοκιμιακή -σε σημεία- διάθεσή του, η υψηλή συχνότητα των μεταφορών, η επιστημονική και φιλοσοφική του σκευή, τα περίπλοκα συντακτικά του σχήματα, η κατά Escher -στη λεκτική της αναλογία- εικονοποιία του, και τέλος η γλωσσική του δυνατότητα να σκηνοθετεί τις απολήξεις των στοχαστικών δυνατοτήτων μας, όχι μόνο δεν ζημιώνουν το ποίημα, αλλά το κάνουν αυτό που πραγματικά είναι: φωστιέρειο ποίημα. Ένα “ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα”, ή ένα ρυθμικά τροχισμένο αυτοπεριστρεφόμενο γλωσσοποιητικό κατόρθωμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top