Fractal

Όταν γράφω, τότε τον ναυαγό μιμούμαι

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Μανώλη Μπίστα “Μια σταλίτσα θάλασσα”, εκδόσεις Μπιλιέτο, 2018

 

Μια σταλίτσα θάλασσα. Γιατί όχι μια στάλα θάλασσα; Γιατί το υποκοριστικό, τη στιγμή που η λεγόμενη σύγχρονη ποίηση θεωρεί τα υποκοριστικά εξοβελιστέα; Μήπως γιατί περιέχει κρυφά και κάποιο γυναικείο όνομα (Λίτσα);  Μήπως για να τονιστεί η αντίθεση μεταξύ του ελάχιστου (σταλίτσα) και του μέγιστου (θάλασσα);

 

Πόση δύναμη μπορεί να έχει μια σταλίτσα για να σταθεί αυθάδικα πάνω στο γυμνό κορμί της Ποίησης; Ίσως τόση, όση έχει μια στάλα αίμα για κάποιον που αιμορραγεί. Τόση, όση μπορεί να έχει μια στάλα οξυγόνο για κάποιον που ασφυκτιά. Όση μια σταλαγματιά αποδοχής, σε κάποιον που όλοι έχουν απορρίψει. Όση μια σταλαγματιά Θείας Κοινωνίας, σε έναν πιστό ετοιμοθάνατο.

 

Ίσως… Γιατί τούτη, είναι μια άλλη μικρή στάλα από τη βρύση της Ποίησης, η οποία πέφτοντας στο χάρτινο ποτήρι του βιβλίου, μετατρέπεται σε κονιάκ επικοινωνίας, ζεστασιάς, επαφής. Μα γίνεται;

[Όλα μπορούν να συμβούν λοιπόν

αρκεί μέσα σου να κουβαλάς

μία σταλίτσα θάλασσα

των ευχών και των ερώτων].

 

Ευχές. Πόθοι, όνειρα, προσδοκίες.

Έρωτες. Γιατί ο πληθυντικός άραγε; Μήπως γιατί ακόμη δεν ήλθε ο Ένας, ο Τρισμέγιστος (σαν τον Ερμή); Έρωτες, συνδεδεμένοι με τον άνθρωπο˙ είτε στο παρόν, όπου μαζί με τους Θεούς και τους πειρασμούς [απλά περιμένουν / να τους ανακαλύψεις], είτε στο παρελθόν, όπου επανέρχονται διαρκώς ως [ανάμνηση στο χρώμα της σκουριάς].

 

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Μανώλη Μπίστα, εκεί κυρίως κινείται. Στις αναμνήσεις.

[Οι μνήμες αγρυπνούν

με πρόλογο και κυρίως θέμα γράφοντας ιστορίες˙

επίλογο αρνούνται να συντάξουν].

 

Ο έρωτας, κινείται κάπου ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν. Ανάμεσα, βρίσκει χώρο να φυτρώσει. Ανάμεσα, βρίσκει χρόνο και να ανθίσει. Ανάμεσα, λέξη κλειδί (η υπογράμμιση δική μου):

[ανάμεσα στα μεσοδόκια της πέργολας

ριγώ στην υφέρπουσα μελαγχολία

της μίξης των χρωμάτων και των ήχων].

 

Μελαγχολεί, αλλά ταυτόχρονα ονειρεύεται:

[Ανάμεσα στα πεσμένα μαραμένα άνθη,

στα σύντομα γλυκοτράγουδα των πουλιών

Κάπου εκεί ανάμεσα,

θα ’θελα με ελιγμούς

να ποδηλατώ].

 

Η ποίηση τούτη, οφείλει ευγνωμοσύνη σε έναν βιωμένο έρωτα

[Ημέρα Παρασκευή, τρεις του μηνός

ήταν, ένα ποτάμι έρωτας χύθηκε

και πότισε τον Αύγουστο]

 

και μεγαλύτερη στο άδοξο τέλος του, αφού σε αυτό οφείλει και την ίδια της την ύπαρξη:

[Κι είναι κάποιες νύχτες

που η μοναξιά κατασπαράζει –

τ’ άυλα ζωτικά σου όργανα].

 

Εδώ ο Μ. Μπίστας συμπλέει και με τον εκδότη του, ποιητή Βασίλη Δημητράκο (βλ. το ποίημα ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ, {ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1983-2018}, εκδόσεις Μπιλιέτο, 2018):

[μέσα σ’ αυτή την ασφυξία

χάνεται η μορφή σου,

η πιο τρυφερή μου παρηγοριά],

 

και με πολλούς ακόμη ποιητές, όπως λ.χ. με τον Σέργιο Μαυροκέφαλο (βλ. το ποίημα Η οπτική της αλφαβήτου, Τ, {Χωρίς}, εκδόσεις ΑΩ, 2012):

[Μαύρο σύννεφο στον ουρανό.

Ανέβηκε απ’ τη θάλασσα

κι αυτή να δακρύσει τώρα μπορεί˙

διαυγή τα πάθη όλα, η βροχή].

 

Μανώλης Μπίστας

 

Όταν έρθει η «συντέλεια», απεγνωσμένα θέλεις από κάπου να πιαστείς. Πιστός συνοδοιπόρος η Σελήνη, η ασημομαλλούσα ευγενική μορφή με τα αμέτρητα πρόσωπα, η οποία όχι μόνο δεν θα σε προδώσει ποτέ, αλλά:

[Η Σελήνη όμως, ξέρει –

θα φέξει τα καντούνια που δεν διάβηκες ακόμα.]

 

Πιάνεσαι από όπου μπορείς. Από τη γραφή

[Εκεί αναζητώ τη λύτρωση, χαμένος

σ’ ουσιαστικά και ρήματα

που ξεπερνούν το λεξιλόγιό μου]

με τα επίθετα απόντα, αφού πιθανότατα όλα τα θεσπέσια έχουν αφιερωθεί στην αγαπημένη (κάθε τους αναφορά πληγώνει, μιας και την φέρνουν πάλι ολοζώντανη στο προσκήνιο) και όλα τα άσχημα έχουν εξαντληθεί, ειπωμένα για την κακιά τύχη ή για τη μαύρη μοίρα .

 

Στον χωρισμό, καταφύγιο συχνό, παρότι ολέθριο, και το αλκοόλ. Στο κρυστάλλινο ποτήρι, μπορείς να δεις το παραμορφωμένο είδωλο του εαυτού σου, το οποίο κάποτε καταλαβαίνεις ότι είναι το αληθινό, αφού αυτός ο αλκοολούχος καθρέφτης, σπάει τα συμβατικά προσωπεία και σε δείχνει όπως είσαι. Συνειδητοποιείς ότι κινείσαι ανάμεσα (βλ. πριν τον ρόλο της λέξης) στον φόβο και στον θρίαμβο:

[Ποτήρι μεσαίου μεγέθους με βάση μεγάλη.

Κοιτάς τους πάγους και τους δίνεις ονόματα.

Ο πρώτος είναι ο Φόβος

ο άλλος είναι ο Θρίαμβος.]

 

Όσο κι αν θέλεις να διαγράψεις τον άλλο από μέσα σου, όσο και αν θέλεις να τον θεωρείς νεκρό για σένα και του λες (χωρίς να σε ακούει, τα λες για να τα ακούσεις εσύ ο ίδιος) ότι

[τ’ όνομά σου

στο Υπέρ Αναπαύσεως χαρτί

της εκκλησίας της ψυχής μου],

 

όσο και αν και εκείνη θέλει να σε βγάλει από τη ζωή της με κινήσεις αναμενόμενες, όπως λ.χ. συνέβη με ένα γεγονός που πληροφορήθηκες με απογοήτευση:

[με διέγραψες απ’ του τηλεφώνου σου τη μνήμη]

 

και οι δύο γνωρίζετε ότι είναι μάταιος κόπος.

Γιατί;

 

Γιατί εκείνος, πέρα από τα δικά του, διαισθάνεται (ή θέλει να πιστεύει) για εκείνη ότι

[τώρα με κρύβεις μόνο μέσα στην καρδιά σου˙

τώρα, θες δεν θες, αναπνέω απ’ την ανάσα σου],

 

κατάσταση ικανή να τον κάνει να διατηρεί μέσα του την ελπίδα και να ομολογεί ευθαρσώς ότι: [προσδοκώ Ανάσταση], κορυφώνοντας την τραγικότητα του χωρισμού, αφού αποκαλύπτει ότι εκείνος είναι που νιώθει νεκρός, δίχως τον έρωτά τους.

 

 

Ένα βιβλίο μικρό, μία σταλίτσα ως υλική παρουσία (δύο δεκαεξασέλιδα, μικρό σχήμα), πανέμορφο όμως τυποτεχνικά, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού του ποιοτικού εκδοτικού οίκου (εκδόσεις Μπιλιέτο). Χειροποίητο το εξώφυλλο, το οποίο πάλι (όπως και στην προηγούμενη συλλογή του Μ. Μπίστα) φέρει έργο του Γιώργου Αγγελή.  Σαφώς αναγνωρίσιμο και από τη ρομφαία-φλόγα (σήμα κατατεθέν) και από τις ιδιαίτερων τόνων χρωματικές επιλογές και από την εμφανή παρουσία της γεωμετρίας στη χωροθέτηση του υπαινικτικού αλλά και από το χαρακτηριστικό συμβολικό βάθος που έχουν όλα του τα έργα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μία σκιώδης ανθρώπινη φιγούρα γυρισμένη πλάτη, με σωματότυπο που ταιριάζει και στον ποιητή, έχοντας το αριστερό χέρι αθέατο και το δεξί κρεμάμενο, στέκει (αναποφάσιστη ή αποσβολωμένη;) σε μία αποβάθρα εν προβόλω κάθετη στο κάδρο, ατενίζοντας το νερό (όχι θάλασσα αναγκαστικά) προσπαθώντας να βιώσει μία στάλα ζωή. Η άυλη σκιά του ανθρώπου ανάμεσα (δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη) στα άυλα συναισθήματα, στις υδάτινες λέξεις και στον εντελώς γήινο ουρανό. Ανατροπή; Ναι. Ερωτική. Και ο πύρινος άγγελος, ίπταται με χορογραφική ακινησία στο υπερπέραν, αλλά πάνω από όλα υπάρχει: ως αίμα, ως ιδέα, ως ελπίδα, ως μνήμη, ως ενέργεια. Ως φλόγα. Ως Τέχνη.

 

Είκοσι ποιήματα που γεννήθηκαν από τον θάνατο ενός δυνατού έρωτα (αυτή την εντύπωση αποκόμισα). Φιλοδοξούν να μοιραστούν με τους αναγνώστες την κοινή με τους περισσότερους, όσο και επώδυνη αυτή εμπειρία, περνώντας με βιωματικό τρόπο από την οδύνη, σε οδούς ποθούμενης λύτρωσης, προσπάθειας διαχείρισης, ή έστω «πορείας άνευ».

 

Στον μεγάλο πόνο, μια σταλίτσα θάλασσα, μια σταγόνα αναμνήσεις, μια στάλα προσδοκία, σε κρατάνε ζωντανό. Αναζητάς παρηγοριά σε μια ανύπαρκτη σιγουριά, προσπαθώντας να συμβιβάσεις παρελθόν και μέλλον:

[Γνέθω μνήμες, όνειρα, ζωή˙

Πλέκω υποσχέσεις σιγουριάς].

 

Αν ασχολείσαι με τη γραφή, μια στάλα άνθρακα στο χαρτί, μια σταλαγματιά λέξεων στην οθόνη, σε βοηθάνε να αντέξεις το τώρα:

[Τέλος, όμως στα δύσκολα – γράφω σημαίνει: κάνω άσκηση,

για να κρατώ γερά την ανάσα μου˙

όταν γράφω, τότε τον ναυαγό μιμούμαι].

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top