Fractal

Αναπάντεχα δίπτυχα

Γράφει ο Αθανάσιος Βαβλίδας //

 

Τάσου Κοντογεώργου, «Φανταρσία», Βακχικόν, 2019

 

Είμαι της άποψης ότι πρέπει να προσεγγίζουμε τους νέους ποιητές με σεβασμό και ανοιχτά αυτιά.

Και όταν λέω σεβασμό, εννοώ ν’ αφήνουμε μακριά τα βιαστικά συμπεράσματα και να προσπαθούμε να νιώσουμε, αν εκείνο που λαμβάνουμε μας μιλάει με γνήσια κι άμεση φωνή ή βάζει διαμεσολαβητές και διαστρεβλώνει προκλητικά τον ήχο του.

Και όταν λέω ανοιχτά αυτιά, εννοώ ν’ αφήνουμε μακριά τις προκαταλήψεις και να προσπαθούμε ν’ αντιληφθούμε αν η γεύση που αφήνει είναι πραγματικά ξεχωριστή και  έντονη ή έχει χάσει τον εαυτό της κι εκπίπτει σε κοινοτοπίες.

Ο Τάσος Κοντογεώργος μας δίνει με τη «Φανταρσία» την πρώτη του ποιητική συλλογή. Έχει, ωστόσο, κανείς την αίσθηση ότι βρισκόταν από παλιά εδώ για να περιγράψει το σήμερα, ότι ταξιδεύει σε μια φαντασία της πραγματικότητας για να μας πάρει μαζί του, ότι θέλει να μας αφυπνίσει σ’ ένα μέλλον ευνοϊκότερο.

Ήδη  απ’ τον τίτλο «Φανταρσία» αρχίζει να μας κινητοποιεί. Τι είναι, άραγε, η «Φανταρσία»; Μια εντελώς φανταστική ανταρσία, η άρση της φαντασίας για να επιστρέψει στην ποίηση μ’ ένα οικείο πρόσωπο ή η ανταρσία της ίδιας της φαντασίας; Όποια κι αν είναι η ερμηνεία που δίνει κανείς, το βέβαιο είναι ότι η ποίηση ξεκινάει με έκπληξη, ξεκινάει με δύναμη.

Όπως έχει πει ο Άγγλος ποιητής Τζων Κητς (1795 -1821), «η ποίηση πρέπει να εκπλήττει με κάποια λεπτή υπερβολή κι όχι με το ασυνήθιστο. Πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι είναι η έκφραση των δικών του υψηλών σκέψεων, που πρέπει να μοιάζουν περισσότερο με ανάμνηση».

Ο Κοντογεώργος καλλιεργεί ένα δικό του αναγνωρίσιμο ύφος και τρόπο γραφής. Χρησιμοποιεί πολύ τα επίθετα και τα ρήματα, τα τελευταία πιο συχνά σε ενεστώτα χρόνο ή με προτρεπτικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί φανερώνει μια πρώιμη ποιητική ωριμότητα και πως η ενασχόλησή του με την ποίηση έχει ήδη περάσει μια βασανιστική πρώτη περίοδο κατά την οποία καλλιέργησε και σμίλεψε τους στίχους του. Σα να έχει μονάσει πιστεύοντας στη δύναμη του λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ακόλουθο ποίημα όπου η απόλυτη κυριαρχία των ρημάτων δεν αποστεγνώνει το ποίημα από το βαθύτερο νόημά του.

To Ποίημα “κοιμήσου!” αρχίζει:

“Ηρέμησε! Μη σε ανησυχεί…

Όλα καλά θα πάνε!

Χαλάρωσε!

Μη σε νοιάζει.

Δεν έγινε και τίποτα…”

και τελειώνει:

“Προσποιήσου πως δεν υπάρχει.

Στην πραγματικότητα δεν σε νοιάζει.

Ηρέμησε και μη σε ανησυχεί.

Μη σκέφτεσαι!

Δεν αξίζει.

Κοιμήσου…”

 

Οι στίχοι του πατάνε γερά στην κοινωνική, οικονομική και πνευματική κατάσταση που βιώνει ο περίγυρός μας και φυσικά κι εμείς. Ο ποιητής αφουγκράζεται, φαντάζεται, επανέρχεται, ανησυχεί. Αλλά δε μένει εκεί: μας προκαλεί σε εγρήγορση, μας περιγράφει τη νάρκωση στην οποία έχουμε περιπέσει και μας προτρέπει εμμέσως σε επαγρύπνηση.

Ωστόσο, όλη αυτή η διαδικασία δε στερείται δισταγμών, υπονοιών ή αντιφατικών συλλογισμών. Η ανταρσία προϋποθέτει τη σύγκρουση, αλλά αυτό δεν είναι κάτι το οποίο γίνεται, χωρίς προηγουμένως να έχει κανείς μπει σε σκέψεις που “πυροδοτούνται από μνήμες, που τοποθετούνται στο άπειρο, … που τεντώνονται και μαζεύονται…” σα χορδές που παίζουν μουσική, μια μουσική της φαντασίας, ένα ηχητικό δίχτυ που σε παγιδεύει μες στη γοητεία του, ενώ ταυτόχρονα σε προκαλεί  να το διατρήσεις.

Μοιάζει ν’ ακολουθεί την προτροπή του Μιχάλη Κατσαρού:  “Δεν ξεθυμώνω με την ποίηση. Αν ηρεμώ, αυτό να φοβηθείς. Γιατί, υπολογισμένα κτυπώ”.

Όπως στο ποίημα “το τρένο”:

“Σταμάτησε ένα τρένο μπροστά από ένα

δισεκατομμύριο ανθρώπους.

Πόσα βαγόνια;

Πόσοι άνθρωποι μπορούν να μπούνε;

Κοιτάω καλύτερα και βλέπω τον πίνακα

κρεμασμένον στο παλιό αρχοντικό σπίτι,

στο νοτιοανατολικό μέρος της Ευρώπης.

….

Είναι μέρος καλά κρυμμένο

ακριβώς μπροστά σου.

Το βλέπεις ότι το βλέπεις.

Το έχεις δει ότι το κάνεις.

Πώς αλλιώς το τρένο θα έβρισκε επικοινωνία;

“Αφού δεν μιλάει!”

φώναξαν πάλι ταυτόχρονα…”

 

Τάσος Κοντογεώργος

 

Συχνά στα ποιήματα του Κοντογεώργου θα συναντήσουμε αναπάντεχα δίπτυχα. Στην “Προσευχή” και στην “Υπόταση” ξεχύνει εκείνα για τα οποία ορκίζεται κι εκείνα για τα οποία αισθάνεται απέχθεια. Στο “Αναδύομαι” και στο “7 μέρες στο βυθό της αιωνιότητας” η κατάδυση και ανάδυση είναι μια αέναη διαδικασία σε μαγική, ποιητική διασύνδεση με τον ουρανό. Στο “Κοιμήσου” και στο “Τώρα ξύπνα!”, η προτροπή, παρ’ ότι σε αντίφαση, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Στο “ο πόνος” και “το καινούργιο ναρκωτικό, ο πόνος”, ο πόνος έχει πολλαπλές εκφάνσεις και διεγείρει. Στην “ηχοστάση” και στο “φρενοκομείο” η απληστία και το θέαμα ηδονής που σήμερα θριαμβεύουν, στηλιτεύονται. Θα μπορούσα ν’ αναφέρω κι άλλα ποιήματα στον ίδιο καμβά, αλλά προέχει να καταδυθεί ο ίδιος ο αναγνώστης στην ποίηση για να τα ανελκύσει. Ας είναι βέβαιος πως η πηγή τρέχει άφθονους στίχους που, όμως, δεν ξεδιψούν, αλλά προκαλούν νέα δίψα, γιατί το μήνυμα στάζει για λίγο, πολύτιμο και διαυγές και ξαναπηγάζει με  κάθε ανάγνωση. Όπως είχε παρατηρήσει εύστοχα ο ποιητής Κάρλ Σάντμπεργκ από τις Η.Π.Α.  “Ποίηση είναι το άνοιγμα και κλείσιμο μιας πόρτας, αφήνοντας αυτούς που κοιτάζουν να μαντέψουν τι φάνηκε για μια μόνο στιγμή”.

Κι αν αυτή η στιγμή είναι μόνον ένας τίτλος; Ο ίδιος αναρωτιέται για τo ποίημα και τον τίτλο του με μια ποιητική “πανσέληνο”.

Το ποίημα “Πανσέληνος” αρχίζει ως εξής:

“Κάθε τίτλος και ποίημα ή κάθε

ποίημα ο τίτλος;”

και αναρωτιέται:

“σηκώνω τις σκέψεις μου και αναπνέω

ή αναπνέω σηκώνοντας τις σκέψεις μου;”

 

Ο Τάσος Κοντογεώργος στα ποιήματά του αναρωτιέται συνεχώς, αλλά και διαπιστώνει, και προσπαθεί ξανά, αλλά κι αμφιβάλλει και κλείνει στο τέλος μ’ ένα ερωτηματικό ή ένα θαυμαστικό. Η ζύμωση των στίχων του είναι παρατεταμένα ενεργή, νιώθουμε ακόμα τη ζέση του βρασμού τους, μας αγγίζει η οσμή του θεματικού του πυρήνα. Κάποιες φορές μοιάζει να διαφωνεί με τον εαυτό του, έπειτα τα ξαναβρίσκουν, ενεργοποιούν μαζί το νήμα της φαντασίας κι αναρριχώνται στα κάθετα βράχια της κοινωνικής αναλγησίας. Εδώ, πραγματικά ταιριάζει ο γνωστός αφορισμός του Ουίλιαμ Γουάιτς: “Από τους καυγάδες με τους άλλους βγάζουμε ρητορική, αλλά από τους καυγάδες με τον εαυτό μας ποίηση”.

Ακούστε πώς ξετυλίγει τα ερωτήματα, τις αμφιβολίες, τις διαπιστώσεις στο ποίημα “Ο κόσμος του τώρα”.

Στο Ποίημα “Ο κόσμος του τώρα” γράφει:

“Δεν ήξερα ότι οι ιδέες λατρεύουν τα λεφτά.

Δεν ήξερα ότι μια εικόνα του ήλιου χτίζει περιουσίες.

Δεν ήξερα πόσο σοβαρό είναι

αυτό το αστείο που πωλείται εδώ και αιώνες

σε κενές ψυχές και

πως η άγνοια εξαγνίζει τις τύψεις.”

Η “Φανταρσία” είναι μια συλλογή εξήντα πέντε ποιημάτων όπου ο καθένας μπορεί να βρει κάτι από τον εαυτό του και τον κόσμο του σήμερα, του τώρα. Η φωνή του είναι νεανική αλλά όχι ανώριμη, δυνατή αλλά όχι στεντόρεια, διαμαρτύρεται αλλά δεν απωθεί, μας καλεί μαζί της. Ας ανταποκριθούμε στο κάλεσμά της κι ας σηκωθούμε ,  καθώς μας εγείρει απ’ τη θέση μας, να περιδιαβούμε στους στίχους της. Η “Φανταρσία” είναι εδώ  όχι για να μας δείξει τη γοητεία και τη λάμψη  των άστρων, αλλά τη φυσική διεργασία των πολλαπλών τους εκρήξεων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top