Fractal

Γκύντερ Κούνερτ (Günter Kunert): Δύο ποιήματα για τον πόλεμο

Μετάφραση από τα γερμανικά – Εισαγωγή: Θεοδόσης Κοντάκης  // *

 

              

 

Η 1η Σεπτεμβρίου του 2019 σηματοδοτεί μια θλιβερή επέτειο: τα 80 χρόνια από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, που ξεκινά τυπικά με την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη του 1939. Όπως είναι γνωστό, ο καταστροφικότερος αυτός πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας κράτησε σχεδόν έξι χρόνια, με ανυπολόγιστες καταστροφές…

 

Το βίωμα του πολέμου είναι αναμενόμενο ότι σφράγισε το έργο των γερμανόφωνων ποιητών της εποχής, με ποικίλους τρόπους: άλλοι έζησαν στα φριχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλοι πολέμησαν και αιχμαλωτίστηκαν μετά το τέλος του πολέμου, άλλοι είχαν ήδη καταφύγει στην εξορία κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας και άλλοι, τέλος, συνέπλευσαν με το καθεστώς ή σιώπησαν, για να επανεμφανιστούν μετά τον πόλεμο με μια ποίηση που προσπαθεί να αποτελέσει βάλσαμο για την ενοχή.

 

 

Ο Γκύντερ Κούνερτ (Βερολίνο, 1929) είναι σήμερα ένας από τους τελευταίους επιζώντες της πρώτης γενιάς ποιητών της μεταπολεμικής Γερμανίας. Στη διάρκεια των παιδικών του χρόνων γνώρισε την περιθωριοποίηση, λόγω της εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του. Ως έφηβος, έζησε τους βομβαρδισμούς και ανδρώθηκε μέσα στη «Γερμανία των ερειπίων». Ο Κούνερτ έζησε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, αρχικά συμπλέοντας με το κομμουνιστικό κόμμα, από το οποίο όμως αποξενώθηκε αργότερα. Το 1979 μετεγκαταστάθηκε στη Δυτική Γερμανία.

Ως συγγραφέας είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Εκτός από το ποιητικό του έργο, υπάρχει πλούσιο και ποικίλο υλικό σε πεζό λόγο, από το οποίο ξεχωρίζουν οι σύντομες ιστορίες του (ή «παραβολές»). Για τον Κούνερτ, η ποίηση θα πρέπει να διαχωρίζεται από την πολιτική. Πάντως, στα πιο γνωστά ποιήματά του, όπως αυτά που παρουσιάζονται εδώ, η κοινή ιστορική – κοινωνικοπολιτική περιπέτεια αποτυπώνεται με τρόπους ασυνήθιστους, συχνά με πνεύμα καυστικό και αμφίσημο.

 

 

 

 

 

 

Ένα φιλμ τυλιγμένο ανάποδα

[Film verkehrt eingespannt]

 

Σαν ξύπνησα,

ξύπνησα μες στο δίχως ανάσα μαύρο

της κάσας. Άκουγα: άνοιγε η γη

πάνω απ’ το κεφάλι μου. Σβώλοι από χώμα

αιωρούνταν, πετούσανε πίσω στο φτυάρι.

Τ’ ακριβό κουτί με μένα, τον ακριβό

αποδημήσαντα, ανέβηκε γοργά.

Πήδησε πάνω το καπάκι, κι εγώ

σηκώθηκα κι ένιωσα στη στιγμή: τρία

σμπάρα βγήκαν απ’ το στήθος μου

και μπήκανε στων φαντάρων τα τουφέκια, που

φεύγανε, εν-δυο, πιάνοντας

μεσ’ από τον άνεμο ένα τραγούδι

με ήρεμο, σταθερό βηματισμό

προς τα πίσω.

 

 

 

Για μερικούς που γλίτωσαν

[Über einige Davongekommene]

 

Αφού τον σύραν έξω

από κάτω

απ’ τα ερείπια

του βομβαρδισμένου του σπιτικού,

ο άνθρωπος

σκούπισε τη σκόνη

και είπε:

ποτέ ξανά.

 

Ή έστω, όχι αμέσως τώρα.

 

 

 

* O Θεοδόσης Κοντάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Κατάγεται από την Ιεράπετρα της Κρήτης και τη Θεσσαλονίκη. Έχει ζήσει και εργαστεί ως εκπαιδευτικός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. 

Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και μία συλλογή με πεζά κείμενα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πόρφυρας, Πλανόδιον, Κουκούτσι, κ.ά. Έχει μεταφράσει τα βιβλία: “Ο ναός της Ιερουσαλήμ”, του Simon Goldhill, “Η Ωραία Ελένη”, της Bettany Hughes (μαζί με τον Μάνο Κοντάκη), και “Τρεις μέρες στην Αβάνα”, του Robert A. McCabe. Επίσης, ασχολείται με τη μετάφραση ποίησης από τη γερμανική, την ιταλική και την αγγλική γλώσσα. Μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top