Fractal

Εκεί όπου δεν φαίνεται ο Θεός

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μιχάλης Μακρόπουλος «Μαύρο νερό», εκδ. Κίχλη, σελ. 80

 

Βιολόγος, μεταφραστής και δημιουργός έργων όπως «Το δέντρο του Ιούδα», «Τσότσηγια & Ω’μ», «Η Ιουλία είχε ένα πόδι», «Ιστορίες για μικροσκοπικά και γιγαντιαία πλάσματα», «Η μαγική εκδρομή», «Το τέλος του ταξιδιού», «Οδοιπορικό στο Πωγώνι» και άλλα», ο Μιχάλης Μακρόπουλος εξαρχής υποσχόταν και είχε συγγραφικά εξασφαλίσει μια διαφορετική θέαση ζωή. Ωστόσο, παρά το παπαδιαμαντικό, ντοστογεφσκικό ύφος και ήθος του, εκείνο το σκηνικό που ζούσαν οι ελάχιστοι απομείναντες και επιμένοντες κάτοικοι στο ορεινό ηπειρώτικο χωριό ήταν ένα παρόν ζόφου. Το δηλητηριασμένο νερό της περιοχής είχε μολύνει τα πάντα: πουλιά, ζώα, δέντρα, φυτά, καρπούς, την ίδια τους τη ζωή. Η πολιτεία, προσπαθώντας να κάνει το χρέος της, έστηνε καινούργια σπιτικά παραπέρα, προσπαθώντας να τους αποκόψει από την έως τώρα δική τους «μαύρη» ζωή. Δίχως επίδομα, ρεύμα, μα δανεικά τα- εντελώς -απαραίτητα από τα γύρω σπίτια τα ερειπωμένα, οι ελάχιστοι κάτοικοι ζούσαν με τους νεκρούς τους και τις φωτογραφίες και με κινήσεις αυστηρής επιβίωσης που ωστόσο είναι καθαρά τελετουργικές. Ανάμεσά τους και οι πρωταγωνιστές:  ο Πατέρας κι ο γιος, σα να ήταν «οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη».

Τριγύρω τους «Ήταν φωτογραφίες από μια άλλη ζωή- η τωρινή ήταν όλη το αγόρι». Ωστόσο ακόμα και αυτή «η τακτική αλλαγή του φίλτρου ήταν σαν προσευχή σ’ ένα θεό που, ενώ δεν τον πίστευε πια, δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε πάψει να τον πιστεύει». Για τον Πατέρα, όλες του οι κινήσεις, επισκέψεις σε ερημοκκλήσια, στον Άγιο Χριστόφορο που είχε το όνομα του παιδιού και του μοιάζει, έτσι τον κουβαλά τιμαλφές βάρος στην πλάτη παντού, στα βασικά της ζωής, ήταν – είναι καθαρά ευχαριστηριακή: «Καθάρισε το κορμί του όπως θα έτριβε τη σκουριά από ένα εργαλείο που το χρειαζόταν- μια τσάπα ή ένα φτυάρι». Ναι, το σκηνικό είναι ζοφερό και αυτή είναι και θα είναι στο εξής και η δική τους δεδικασμένη, και μολυσμένη από το «μαύρο νερό» ζωή.

Και εδώ ακριβώς συναντάμε την ευχαριστηριακή δυνατότητα του μεγάλου συγγραφέα: με τρόπο λιτό, καθημερινά ποιητικό και πυκνό να αναδεικνύει στο κάθε τους βήμα μέσα στο ζόφο, το Φως. Σε έναν τόπο όπου «Οι άγιοι δεν ήταν μακρινές παρουσίες πλέον, τώρα που δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ήταν τόσο κοντινοί όσο τα φαντάσματα των χωριανών στους άδειους πάγκους της εκκλησίας».

«Για να υπάρχεις για τη γριά, ίσως έπρεπε να ‘χεις πάψει να ζεις», «αν πέθαινε, ο θάνατός της δεν θα ‘ταν τόσο ένα τέλος όσο μια συνάντηση και το μολυσμένο χώμα θα την δεχόταν στη σκοτεινή και νοτερή του αγκαλιά σαν ξενιτεμένη που παλινόστησε»: ο Μακρόπουλος αντικρίζοντας κατάματα την πιο σκληρή εκδοχή, στο κάτω -κάτω και τη μόνη αληθινή, καταφέρνει να αντλήσει «φωνή αύρας λεπτής». Διότι τον Παράδεισο ή θα τον βρούμε από δω και θα τον πάρουμε μαζί, έτσι δεν λένε οι άγιοι Πατέρες; ή δεν θα τον συναντήσουμε ποτέ.

Αλλά στο «Μαύρο νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου, Πατέρας και γιος θα τον συναντήσουν τον Παράδεισό τους. Ο συγγραφέας σε κάθε βιβλίο του το κατορθώνει αυτό το ακατόρθωτο, με τρόπο κρυστάλλινο, αληθινό, το ξαναλέμε, παπαδιαμαντικό. Ένα πραγματικά αναστάσιμο βιβλίο, εξάλλου αυτό δεν είναι και το χρέος του μεγάλου συγγραφέα; να αντλήσει από το μαύρο σκοτάδι, Φως.

 

Μιχάλης Μακρόπουλος

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top