Fractal

✔ Ελισάβετ Παπαδοπούλου: «Στην αγάπη των φίλων διακρίνουμε τη βασική λειτουργία της οικογένειας, μια αίσθηση ταυτότητας, μια ρίζα και έναν κοινό τόπο που κάνει δυνατή την επιθυμία και την ύπαρξη»

Συνέντευξη στη Βιργινία Αυγερινού //

 

 

«Γενικά πιστεύω στη δεύτερη ευκαιρία, και κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι ακολούθησαν μια γραμμική πορεία που αποτελείται από σωστές επιλογές, φρόνιμες συμπεριφορές υποδειγματική ζωή. Εξάλλου, οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι που ξέρω, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν».

 

 

Η Ελισάβετ Παπαδοπούλου γεννήθηκε στο Διδυμότειχο. Σπούδασε νομικά στην Κομοτηνή και εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος και αργότερα ως δικαστής, ενώ σήμερα εργάζεται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Αρθρογραφεί στην Athens Voice και στο Marie Claire. Έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της: Hotel Βικτώρια (1995), Άνεμος Ανατολικός (1997), Ψέματα, ζαχαρωτά και πρωτοσέλιδα (2000), Κληρονόμησα όλες τις φίλες της μαμάς μου (2004), Αγαπώντας τις ερωμένες του (2009) και Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας (2014). Διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε συλλογικές εκδόσεις.

Φέτος τον Νοέμβριο, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το νέο της έργο με τίτλο Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες, το οποίο και στάθηκε η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί. Η συγγραφέας, μας μίλησε για τη συγγραφή και για το νέο της έργο.

Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν ακόμα δύο έργα της. «Αγαπώντας τις ερωμένες του» και «Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας».

 

 

 

-Πώς ξεκίνησε να σχηματίζεται στο μυαλό σας η ιδέα του «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη; Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία είναι οι καλύτερος τρόπος για να δείξουμε σε μια κοινωνία την παθογένειά της;

Ξεκίνησε σαν μια αντίδραση στη φράση «αυτός είναι χαμένη υπόθεση». Δεν έχω χειρότερο απ’ αυτό ειδικά όταν αφορά νέους ανθρώπους. Γενικά πιστεύω στη δεύτερη ευκαιρία, και κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι ακολούθησαν μια γραμμική πορεία που αποτελείται από σωστές επιλογές, φρόνιμες συμπεριφορές υποδειγματική ζωή. Εξάλλου, οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι που ξέρω, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν. Δεν είναι τυχαίο που άμα ψάξεις πίσω από τις κακές περιπτώσεις, και πίσω από τις εξαρτήσεις είναι σίγουρο ότι θα βρεις μια μεγάλη μαύρη τρύπα εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρεις άλλα πράγματα, όπως σταθερότητα, στήριξη, αποδοχή, αγάπη. Γι’ αυτό σε κάποιο σημείο του βιβλίου γράφω «πώς να μεταφράσεις έναν άνθρωπο αν δεν τον βάλεις στη σωστή του θέση, ένα σπίτι, ένα στρωμένο τραπέζι, μια μάνα, έναν πατέρα, ένα μηχανισμό ενθάρρυνσης και επιβράβευσης». Τα πρόσωπα του βιβλίου μου, τα συναντάμε στη φάση όπου είναι χαμένα. Τα ακολουθώ μέχρι τη στιγμή που τους δίνεται η ευκαιρία. Συνεχίζω να τους ακολουθώ μετά από αυτό, να ζω μαζί τους τη μεταμόρφωση. Αυτές ήταν και οι καλύτερες στιγμές του βιβλίου, όταν τους έβλεπα να αναγεννιούνται.

 

-Ποια συναισθήματα επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου και πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να το ολοκληρώσετε;

Δεν ξέρω πόσο χρόνο χρειάστηκα για να το ολοκληρώσω, επειδή στην αρχή ξεκίνησα ένα βιβλίο και στο τέλος βγήκε κάποιο άλλο. Είναι η μεγαλύτερη σπατάλη χρόνου που μου έχει συμβεί. Όμως νομίζω πως ήταν απαραίτητο. Γιατί στην πορεία αυτή δεν άλλαξε μόνο το βιβλίο, αλλά και ο τρόπος που γράφω. Γενικά μέσα σε αυτά τα εννιά χρόνια που έκανα να βγάλω βιβλίο άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου και μαζί τους κι εγώ. Το κυριότερο απ’ όλα είναι ότι μεγάλωσα, και μεγαλώνοντας ελευθερώνεσαι, πολλά πράγματα που για διάφορους λόγους σε ψευτίζουν, καθώς μεγαλώνεις μένουν πίσω.

 

-Αναμφίβολα, οι προκαταλήψεις επηρεάζουν την κοινωνία και τις σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτή και δημιουργούν τραύματα. Οι ήρωές σας βιώνουν την επίδραση των προκαταλήψεων και αγωνίζονται να τις ξεπεράσουν. Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας πιστεύετε ότι καταφέρνει καλύτερα να αφήσει πίσω του το τραύμα των προκαταλήψεων;

Το αγόρι, γιός μεταναστών δεύτερης γενιάς, είναι αυτός που αφήνει πίσω το βάσανο της προκατάληψης. Προκαταλήψεις δεν έχουν μόνο αυτοί που υποδέχονται τους μετανάστες, αλλά και οι ίδιοι οι μετανάστες. Το αγόρι αυτό έχει έρθει αντιμέτωπο με το ρατσισμό, αλλά δεν τον ιδεολογικοποιεί. Τον αντιμετωπίζει σε πραγματική βάση. Μας μίσησαν, λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου, όχι οι μακρινοί μας, αυτοί δηλαδή που είχαν λεφτά κι έφυγαν από τις γειτονιές που πήγαμε, αλλά οι γείτονές μας, αυτοί που δεν είχαν λεφτά και έμειναν. Μας μίσησαν, λέει, που στοιβαχτήκαμε στις γειτονιές τους, με τη μεγάλη μας φτώχια που τους έκανε να μοιάζουν φτωχότεροι. Αλλά όταν είδαν ότι βάλαμε κουρτίνες στα παράθυρα, γλάστρες στα μπαλκόνια, ότι οι πατεράδες μας δεν ήταν μεθύστακες και οι μανάδες μας μαγείρευαν για μεσημέρι, ησύχασαν, με τα χρόνια έγιναν φίλοι μας. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι, μόνο τρομαγμένοι ήταν. Έτσι λέει. Επιπλέον το αγόρι αυτό παρ’ ότι έζησε στη φτώχια, «έζησα καλά, είχα μια καλή ζωή» λέει. Αυτό το λέει σε μια ακόμα «χαμένη περίπτωση», ένα πλουσιοκόριτσο, που για να τον προστατεύσει από το βλέμμα της δικής της προκατάληψης απέναντι στη φτώχια, αρνείται να πάει στο σπίτι του, καθώς φοβάται ότι με το βλέμμα της, θα καταστρέψει ετούτη την παρωχημένη γλυκύτητα.

 

-Πώς αντιμετωπίζουν οι ήρωές σας τη μητρική απόρριψη;

Παρ’ ότι οι ψυχαναλυτές τοποθετούν τον πατέρα στη θέση του νόμου που οδηγεί στον εξανθρωπισμό, εγώ διαλέγω να ασχοληθώ με τη μητέρα, αφού όπως λέει η Ντόρις Λέσινγκ στο «Χρυσό σημειωματάριο» οι πατεράδες δεν έχουν λόγο να ανησυχούν. Πάντα τη μητέρα ξεσκίζουν στα ψυχαναλυτικά ντιβάνια. Στο βιβλίο μου λοιπόν η μητρική απόρριψη είναι αυτή που βυθίζει τον ψυχικό κόσμο των ηρώων στο χάος, είναι αυτή που τους εξορίζει από τη δυνατότητα της ολοκλήρωσης και της ευτυχίας.

 

-Ένα σημαντικό θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο σας είναι το θέμα της φιλίας. Η Άννα και ο Ίκαρος δίνουν το χέρι και σφιχτοδένουν τα φιλικά τους συναισθήματα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Είναι η φιλία ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς τις αντιξοότητες της ζωής ή μήπως τελικά δοκιμάζεται και αυτή στις μέρες μας;

Τοποθετώ τις φιλίες του βιβλίου, πάνω στις στάχτες του δεσμού αίματος. Οι φίλοι αγκαλιάζουν τον άλλον, όχι παρά το γεγονός ότι είναι μια χαμένη υπόθεση, αλλά ακριβώς επειδή είναι μια χαμένη υπόθεση. Είναι μια προέκταση της παραβολής του ασώτου. Υπάρχει το κορίτσι που φτάνει ξεριζωμένο, και ζητάει ένα σπίτι και έχει ανάγκη από δεσμούς. Είναι φανερό ότι η οικογένεια δεν έκανε τη δουλειά για την οποία προορίζεται. Το ρόλο αναλαμβάνουν οι φίλοι. Γενικά παίζω πολύ με την αγάπη που έχει εξωβιολογικό χαρακτήρα, δεν στηρίζεται στους δεσμούς αίματος, ούτε έχει να κάνει με τα γονίδια, κι όμως φέρνει τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα. Στην αγάπη των φίλων διακρίνουμε τη βασική λειτουργία της οικογένειας, μια αίσθηση ταυτότητας, μια ρίζα και έναν κοινό τόπο που κάνει δυνατή την επιθυμία και την ύπαρξη.

 

-Υπάρχει κάποιος ήρωας που σας παίδεψε περισσότερο κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας του βιβλίου σας;

Ναι υπάρχει ένας ήρωας που με δυσκόλεψε υπερβολικά, γι’ αυτό και τον άφησα τελικά έξω από το βιβλίο. Πρόκειται για έναν σαραντάρη πετυχημένο και famous δικηγόρο, που όμως από παιδί είναι τόσο ταυτισμένος με μια δυστυχισμένη μητέρα του, που ολόκληρη η ζωή του, η καριέρα του, τα πάντα του δεν είναι παρά ένα διαρκές τρέξιμο, μια προσπάθεια να φύγει μακριά της, κι ενώ φαίνεται να τα έχει καταφέρει, η αρρώστια της μητέρας και το καθήκoν του ως γιου τον ξαναφέρνει από εκεί όπου ξεκίνησε, στην ταύτιση. Αυτόν λοιπόν δεν κατάφερα να τον οδηγήσω κάπου πειστικά γι’ αυτό τον εγκατέλειψα.

 

-Ποιο στοιχείο του βιβλίου πιστεύετε ότι θα αγαπήσουν περισσότερο οι αναγνώστες σας και τι θα θέλατε να κρατήσουν από το βιβλίο;

Θέλω να πιστεύω ότι θα κρατήσουν την αθωότητα, την αφέλεια που σε έναν βαθμό χρειάζεται για να πορευτείς με αισιοδοξία σε έναν κόσμο χαλασμένο. Γιατί άμα δεις τη ζωή με όρους μαθηματικών και αθροίσματος, δεν έχεις και μεγάλες πιθανότητες να πας ένα βήμα μπροστά, ούτε τον εαυτό σου, ούτε τους άλλους.

 

-Σε ποιο βαθμό οι νομικές σας σπουδές και η εμπειρία της δικαστικής σας σταδιοδρομίας επηρεάζουν τη θεματολογία σας;

Αν υπάρχει κάποιος τρόπος που η δικαστική μου σταδιοδρομία επηρεάζει τη θεματολογία μου, αυτός γίνεται από την ακριβώς αντίθετη μεριά. Δεν με ενδιαφέρει να καταδικάσω αλλά να ψάξω. Όσο για τις νομικές μου σπουδές, όσο χρήσιμες μου είναι το πρωί, όταν εργάζομαι πάνω στο αντικείμενό μου, τόσο άχρηστες μου είναι όταν γράφω βιβλία. Η νομική είναι τελολογία. Υπάρχει η αιτιολογία, ο σκοπός και ο στόχος. Για να είναι ένας νόμος πετυχημένος και αποτελεσματικός, πρέπει όλα αυτά να βρίσκονται σε απόλυτη σύνδεση. Ο νόμος δεν αγαπά την έκπληξη, επειδή ο νόμος είναι η στέγη της λογικής, ή και αντίστροφα. Αντίθετα στη ζωή και στην τέχνη, το τυχαίο κάνει μάγια, όπως είχε πει ο Κούντερα.

 

-Είστε στον χώρο της σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας από το 1995. Σε αυτό το ταξίδι της συγγραφής, ποιοι θα λέγατε ότι αποτέλεσαν τις συγγραφικές σας αναφορές;

Η συγγραφική μου αναφορά όσο έγραφα αυτό το βιβλίο είναι το «εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε. Στο βιβλίο αυτό ο Καπότε ασχολείται με τη δολοφονία μιας τετραμελούς οικογένειας από δυο δράστες. Περιγράφει τη ζωή της οικογένειας αλλά και των δολοφόνων. Με συντάραξε η στιγμή όπου ο ένας από αυτούς πριν δολοφονήσει το κορίτσι, όπως ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα, του έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι, μια πράξη καλοσύνης χωρίς νόημα, αφού πρόκειται να ακολουθήσει μια επόμενη τερατώδης πράξη, αυτή του φόνου. Εκεί σ’ αυτή την ελάχιστη πράξη βρίσκονται όλες οι δυνατότητες αυτού του ανθρώπου που πήγαν χαμένες. Το βιβλίο μου στέκεται σε αυτό το ελάχιστο του καθενός και το δουλεύει. Τώρα αν με ρωτάτε γενικά για τις λογοτεχνικές μου αναφορές, θα αναφέρω μερικά βιβλία που για μένα είναι στανταράκια. «Αμερικάνικο ειδύλλιο» Φίλιπ Ροθ, «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων» Αρουντάτι Ρόι, «Ιστορία αγάπης και σκότους» Άμος Οζ, «Ο Εραστής» Μαργκερίτ Ντυράς, «Ο Δρόμος» Κόρμακ Μακάρθι.

 

-Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε μας μιλήσετε για τα μελλοντικά συγγραφικά σας βήματα;

Δεν ξέρω πια θα είναι τα επόμενα συγγραφικά μου βήματα. Δεν έχω κάτι προγραμματισμένο. Κάτι θα προκύψει θέλω να πιστεύω.

 

Μια ιστορία για τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσουν τα προσωπικά μας οικοσυστήματα. Για γονείς που θέλουν το καλό των παιδιών τους, όμως εμποδίζονται από τις προκαταλήψεις τους. Η Λίλα και η Νεφέλη έρχονται από τέτοια σπίτια. Η Νεφέλη έχει παραπανίσια κιλά και μια κοσμική γυναίκα για μητέρα, που θεωρεί το πάχος αναπηρία. Η Λίλα, με μια μάνα θρησκόληπτη και εκδικητική, ψάχνει προστασία στους άντρες. Η Άννα και ο Ίκαρος, αδέλφια όχι από το ίδιο αίμα αλλά από κοινά βιώματα, μπλέκονται στη ζωή των κοριτσιών. Η φιλία, στην περίπτωσή τους, επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι κατεστραμμένοι ψυχισμοί σε συνθήκες αποδοχής γιατρεύονται και ανθίζουν.

Ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται σε κλειστά δωμάτια, όμως ανοιγοκλείνει τα παράθυρα που κοιτούν την κοινωνία, τους θεσμούς, την εξουσία. Μέσα και έξω από τα δωμάτια αυτά, σκοντάφτουμε στη σχέση που έχουν με το σώμα τα νέα κορίτσια, στον φυλετικό ρατσισμό και στον ρατσισμό της εικόνας, σε άντρες κακοποιητικούς αλλά και σε άντρες τρυφερούς.

Στο τέλος μπορεί να υποψιαστούμε πως δεν φέρνει πάντα η “τέλεια ζωή” την ευτυχία. Μερικές φορές τα τραύματα τα καταφέρνουν καλύτερα, επειδή διατηρούν στη μνήμη τους την τέχνη της επούλωσης.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top