Fractal

«Είναι η πιο γλυκιά παγίδα να αιχμαλωτίζεσαι από την ομορφιά»

Γράφει o Κώστας Τραχανάς //

 

«Το κισσόσπιτο», Γιώργης Ξηρογιάννης, Εκδόσεις Βακχικόν 2021, σελ. 212

 

«…Ο πολιτισμός αυτοκαταστρέφεται.

Η νέμεσις κτυπάει την πόρτα.

Τι να τους κάνουμε τους ποιητές αυτούς τους καιρούς;

Ποια είναι η χρησιμότητα της ποίησης;

Η κατάσταση του κόσμου καλεί τους ποιητές να τον σώσουν.

Αφού θες να είσαι ποιητής, φτιάξε έργα ικανά να απαντήσουν στην πρόκληση αποκαλυπτικών ημερών, ακόμα κι αν τούτο το νόημα ακούγεται αποκαλυπτικό…» Λώρενς Φερλινγκέτι

Σαράντα πέντε χρόνια ζούσε ο Ζουμπουλάκος στον πύργο του στην Μάνη. Οι κάτοικοι στον Γερολιμένα τον αποκαλούσαν γερο-Δαίμονα, επειδή ενσάρκωνε τον σκοτεινό δαίμονα των παραμυθιών των γιαγιάδων και των παππούδων της Μάνης.

Ο Ζουμπουλάκος τόλμησε να κατοικήσει τον στοιχειωμένο πύργο, τον οποίο οι ντόπιοι φοβούνταν να πλησιάσουν. Ψιθυρίζανε ότι όποιος έμπαινε στον πύργο, ζούσε πια χωρίς να ζει και πέθαινε χωρίς να έχει πεθάνει. Τέτοιοι αμφίσημοι χρησμοί συντηρούσαν ζωντανό  τον θρύλο του πύργου, του πνιγμένου στον κισσό, το Κισσόσπιτο.

Στα νιάτα του ο Ζουμπουλάκος υπηρέτησε στη Βασιλική Χωροφυλακή και είχε γίνει διάσημος και πήρε προαγωγή, διότι συνέλαβε τον κομμουνιστή Π.Ν. Τον οδήγησε στη φυλακή Κλείδωσε μέσα ένα μάτσο κόκαλα, κάμποσα κιλά σάρκα και λίγο αίμα σκοτωμένο. Συνέχιζε να βήχει ο κρατούμενος, να βγάζει τα σωθικά του στο μαντίλι σε άτακτα χρονικά διαστήματα καθημερινά. Ήταν φυματικός. Ο Ζουμπουλάκος κατάλαβε ότι δεν ήταν ένας τυχαίος κρατούμενος. Το αδίκημά του; Οι ιδέες του. Ποιες ήταν αυτές δεν γνώριζε παρά ελάχιστα. Τώρα, έβλεπε τις ιδέες του να δραπετεύουν από το κελί μπρος στα μάτια του και να μην μπορεί να τις αγγίξει. Φυλακίζεται η ελευθερία; Οι χοντροί τοίχοι της φυλακής, τα κάγκελα, η απομόνωση δεν ήταν το όριο της ελευθερίας του. Δεν ήταν κλεισμένος αυτός μέσα, αλλά αυτοί οι υπόλοιποι έξω. Οι χωροφύλακες ήταν κλεισμένοι έξω από τη φυλακή …

Ο Π.Ν. κυκλοφορούσε ελεύθερος στα χειμαδιά της ποίησής του. Το μέγιστο προαπαιτούμενο της ελευθερίας της σκέψης είναι η επικοινωνία. Ο Π.Ν., εξώνητος για τους δικούς του, προδότης και κατάσκοπος για τους χωροφύλακες, ασφυκτιώντας, αναζητούσε ένα σωσίβιο για να μην τρελαθεί. Δίχως να το καταλάβει ο Ζουμπουλάκος, έγινε το σωσίβιο του αλλά στο τέλος δίχως να το αντιληφθεί, μετατράπηκε και αυτός με τη σειρά του σε σωσίβιο για τον Ζουμπουλάκο…

Ο φυλακισμένος βομβάρδιζε τον Ζουμπουλάκο με στίχους καθημερινά. Η ψυχή του, παρθένα σε τέτοιες εμπειρίες, άρχισε να αποκτά μορφή, τη μορφή που θα έπρεπε να έχει, τη μορφή του ιδανικού σώματος. Αν και δεν είχε διαβάσει ποίηση ποτέ, τα ποιήματά του, δεν του ήταν ακατάληπτα. Γνώριζε ότι τον κόσμο τον αλλάζουν οι επαναστάσεις, όχι όμως και τον άνθρωπο. Δεν ήξερε ο Ζουμπουλάκος αν η ποίηση, η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Τον άνθρωπο όμως ίσως… μπορεί.

Η ζωή του Ζουμπουλάκου σημαδεύτηκες όταν στα νιάτα του συνέλαβε και οδήγησε στη φυλακή τον ηττημένο επαναστάτη. Για πολλά χρόνια έζησε σαν ναυαγός, σαν ερημίτης στο στοιχειωμένο πύργο στη Μάνη. Λίγο πριν πεθάνει, ο γέροντας Ζουμπουλάκος ένιωσε επιτακτική την ανάγκη, το καθήκον, να ρίξει το μπουκάλι του, ένα μήνυμα στο χρόνο.

Λίγο πριν πεθάνει, ο γέροντας Εύμαιος, ίσως μέσα στην αυθαιρεσία των ονείρων επιδίωξε και γνώρισε ένα ζευγάρι ερωτευμένων σε ώριμη ηλικία, σαραντάρηδων, τον Μανώλη και την Μυρσίνη, για να τους αφηγηθεί την ιστορία του. Η αλήθεια είναι ότι είχε μπει στον πειρασμό να μιλήσει σε κάποιους από τους ελάχιστους έτσι κι αλλιώς που είχαν επισκεφθεί τον πύργο του, αλλά κανείς δεν τον είχε εμπνεύσει για εξομολογήσεις, κανείς δεν είχε την αβέβαια στοχαστικότητα των ερωτευμένων.

Ο Μανώλης, μετά τρείς μήνες σχέση με την Μυρσίνη, αγόρασε τον πύργο στη Μάνη, απόμερο, παλιό στην κορυφή του βουνού με θέα τον Γερολιμένα, θρυλικό με τ’ όνομα «Πύργος του Ζουμπουλάκου».

Μόλις αντίκρισε το ζευγάρι των αγοραστών του πύργου του, ο γέρος (σουρεαλιστικό Φάντασμα /πλάσμα της φαντασίας), οι αντιστάσεις του εξανεμίστηκαν και, όπως συνήθως επιβάλλει η οικονομία των ονείρων, άρχισε χωρίς χρονοτριβή να επικοινωνεί με το μέλλον και μετά ήσυχα εξαϋλώθηκε…

 

 

 

 

Ο επαναστάτης της σκέψης, χρειάστηκε δέκα μέρες μοναξιάς για να ετοιμάσει την απολογία του, τους είπε πριν φύγει, στο τέλος της αφήγησης-εξομολόγησης ο γέρος, αλλά τότε κατάλαβε ο επαναστάτης ότι σκοπός είναι η κατανόηση, ότι ελάχιστα βρίσκεις αν απλώς κολυμπάς, τα  πολλά τα ανακαλύπτεις όταν βουτάς στον άπατο βυθό. Όταν αναπόφευκτα ξεκίνησε η καταβύθιση άρχισε να ορθώνεται μπροστά του ο πλέον αμείλικτος κριτής, που μπορεί να υπάρξει, ο γυμνός εαυτός του. Τότε ανατράπηκαν όλα. Στην απολογία του στην  δίκη είπε μόνο μία φράση «Πρόδωσα, αλλά κανέναν και τίποτα από αυτά που κατηγορούμαι. Ούτε τους συντρόφους, ούτε τους αντιπάλους. Πρόδωσα όμως τον εαυτό μου και την ουσία του ανθρώπου…» Ο γέρος, τον παρουσίαζε τον Π.Ν. σαν τον άνθρωπο ο οποίος σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε με τα πιο αγνά υλικά της ψυχής του να αλλάξει τον κόσμο. Θυσίασε, διοχέτευσε το εγώ του στο πολυδαίδαλο, το στιβαρό εμείς, το οποίο με τη σειρά του δεν έχασε την ευκαιρία να εμπλουτιστεί από τη συναναστροφή, να εισχωρήσει στο εγώ με βουλιμία, να το μολύνει τελικά. Ακριβώς όπως ήταν η σκοτεινή σχέση του σπιτιού με τον κισσό. Ο κισσός χρειαζόταν το σπίτι για να υπάρξει, το σπίτι πέθαινε από ασφυξία, αλλά το παράσιτο το έκανε όμορφο το σπίτι. Είναι η πιο γλυκιά παγίδα να αιχμαλωτίζεσαι από την ομορφιά. Το Κισσόσπιτο απαιτούσε να ζήσει με τους δικούς του όρους, στη δική του διάσταση. Έργο τέχνης που είχε αυτονομηθεί από τον δημιουργό του…Ο Π.Ν. (είναι ο Πλουμίδης Νίκος) έκανε το λάθος να ξεκόψει από αυτό που τον συντηρούσε, απομόνωσε το εγώ του από τις σχέσεις που το είχαν διαμορφώσει και αποσύρθηκε να σκεφτεί στην ερημιά, τότε το εγώ του απαίτησε ύπαρξη και επανακαθορισμό. Τα πάντα τότε ανατράπηκαν και η σχέση κατέρρευσε. Έτσι θα κατέρρεε και το Κισσόσπιτο, αν κοβόταν ο κισσός…

Η Μυρσίνη ζητούσε απόν Μανώλη ότι «τον ήθελε Ολόκληρο ». Ο Μανώλης δεν κατανοούσε την έννοια της φράσης. Τρόμαζε με τη λέξη, την εκφρασμένη απαίτηση, τη γυναικεία πλεονεξία, την ύβρη, «Ολόκληρο». Πώς να διαθέσει κάτι που δεν κατείχε; Δεν μπορεί να προσφέρει κανείς το ζητούμενο μιας ολόκληρης ζωής. Το «Σε θέλω Ολόκληρο» μοιάζει με βαρκάρη δίχως βάρκα, εάν δεν συνοδεύεται από το απλό «Σου δίνομαι ολόκληρη». Δεν είχε λάβει σοβαρά στην αρχή ο Μανώλης τι του ζητούσε η Μυρσίνη, αλλά μετά κατάλαβε ότι μόνο έτσι μπορεί να στεριώσει η σχέση ανάμεσα σε ένα άντρα και μια γυναίκα. Με την άνευ όρων παράδοση του άντρα.

Τον καλούσε ο παράδεισος και αυτός σκεφτόταν το εισιτήριο που θα κόψει στην είσοδο.

«Σε θέλω Ολόκληρο»…

Και ολόκληρος ξεκινά να της δοθεί…

Ποτέ, πάντα, ολόκληρο. Οι λέξεις είναι παγίδες, η γλώσσα ένας απέραντος ιστός αράχνης.  Έτρεξε πίσω της σίγουρος ότι σε ενάντια περίπτωση θα την έχανε για πάντα. Ο έρωτας δεν υπολογίζει κοινωνικές συμβάσεις. Ο έρωτας πνίγεται από τις αναβολές. Ο έρωτας τρέφεται με το τίποτα. Όχι με το πριν, όχι με το ύστερα. Μόνο με το τώρα και το πάντα…

Ακολούθησαν τρεις φρενιασμένοι μήνες αναζήτησης και χάραξης δρόμων που οδηγούν στον κορεσμό της αρχέγονης ανάγκης του κορμιού για ηδονή…

Λόγια, σαν να τα σέρνει ο άνεμος από πολύ μακριά, από παραμυθένιους κόσμους, από κόσμους που κάποτε ήταν και πλέον μας βασανίζει η απουσία τους. Ήταν όλα αυτά πλάσματα της φαντασίας ή υπήρξε, όπως υπάρχει ένας στίχος αγαπημένος σε ένα ποίημα, τον οποίον δεν καταλαβαίνουμε και είναι σκοτεινός ακόμα και για τον ίδιο τον ποιητή! Και όμως μπορεί αυτό το ποίημα εξαιτίας του ακατανόητου στίχου να μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή. Να φτάσουμε εντέλει να σκεφτούμε φευγαλέα ότι ναι, αυτό είναι ίσως η ζωή ένας ακαταμάχητος στίχος από ένα πανέμορφο ποίημα…

Ρεαλιστική στιβαρή γραφή, ιδιαίτερη οξυμένη ματιά πάνω στον Έρωτα, στη ζωή, στην ποίηση, στην φιλία, στον γυμνό εαυτό, στο εγώ και στο εμείς, στην προδοσία, στην επανάσταση, σε αυτούς που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο.

Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό, σπαρακτικό, ποιητικό κείμενο, αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις, όπου ο ορθός λόγος  και η μαγική σκέψη συγκρούονται ασταμάτητα.

Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέραν από τις λέξεις. Το βιβλίο είναι ένας κωδικοποιημένος χάρτης της γλώσσας με τις λέξεις που αγαπάμε. Διαβάζοντας σε μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φωτίσει μία όψη των νοημάτων του. Αποκρυπτογραφώντας το, διαφαίνεται ένα δευτερεύον κείμενο εξίσου σπουδαίο στη σύλληψή του, κρύβει έναν θησαυρό που αξίζει να ανακαλυφθεί. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί μία διέξοδο στον περιχαρακωμένο κόσμο που ζούμε, είναι ένα μικρό ταξίδι της σκέψης, μία ανάσα χωρίς μάσκες, σκοτεινές σκέψεις.

Μέσα από αυτή την περιπλάνηση στα πεζά /κραυγές και στις ποιητικές επεκτάσεις  του Γιώργη Ξηρογιάννη, προβληματιζόμαστε για τα μεγάλα προβλήματα που μαστίζουν την εποχή μας, συναινούμε στην καταφυγή στην ποίηση και σε κάθε μορφή τέχνης, ως το σημαντικότερο καταφύγιο /αντίδοτο στη μοναξιά μας.

Ένα έξοχο μυθιστόρημα χτισμένο με τα μπερδεμένα, πονεμένα , ανθρώπινα υλικά, θεμελιωμένο, ωστόσο, σε στέρεη γνώση και νηφάλια προσέγγιση της ελληνικής ιστορικής και πολιτικής περιπέτειας.

Πρόκειται για Αριστούργημα.

 

 

 

O Γιώργης Ξηρογιάννης γεννήθηκε το 1961 στην Καλαμάτα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε εμποροπλοίαρχος, μπάρκαρε για έξι μήνες, αλλά παρέμεινε στεριανός. Θεραπεύει, πλέον, τη λογοτεχνία ασκώντας το «επάγγελμα» του βιβλιοπώλη και καβγαδίζοντας διαρκώς με τις λέξεις. Έχουν εκδοθεί πέντε ποιητικές συλλογές του και τρία μυθιστορήματα. «Το Κισσόσπιτο» είναι το όγδοο βιβλίο του.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top