Fractal

Αναζητώντας το ανέφικτο, το δυσδιάκριτο, το αόρατο

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Μαρία Δ. Σφήκα: «Άλογα στο στήθος», Εκδ. ΑΩ, 2022

 

Η Μαρία Σφήκα έχει περάσει από όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Από το Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης πήρε πτυχίο Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, από το Δυτικής Μακεδονίας για τη Δημιουργική Γραφή και  στο Εθνικό Καποδιστριακό της Αθήνας ετοιμάζει τη διδακτορική της διατριβή στην Κοινωνική Θεολογία.

Η ποιήτρια έχει δημοσιεύσει τα ποιήματά της σε διάφορα περιοδικά,  τα έχει παρουσιάσει σε εκδηλώσεις  και βιβλιοθήκες, έχει διακριθεί σε Διαγωνισμούς, έχει συμπεριληφθεί σε Ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και η παρούσα, τρίτη  συλλογή της, Άλογα στο στήθος, έχει τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο του 26ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού «Κούρος Ευρωπού» 2021.

Δε θα πω πως μια νέα ποιήτρια γεννιέται, αλλά πως γεννήθηκε ήδη και εξηγούμαι.

Τα ποιήματα της συλλογής είναι δεκαέξι και εκείνο που τα χαρακτηρίζει, εκ πρώτης όψεως, είναι η κάπως ψυχρή,  αντιμετώπιση του θέματος, η λιτότητα της διατύπωσης, η μίνιμαλ μορφή. Αν και το ποίημα εκτείνεται σε μάκρος, οι στίχοι είναι μικροί, συχνά, ακόμα και μονοσύλλαβοι, λες και  πίσω από αυτή την, ας πούμε, αντικειμενικότητα της αφήγησης, τη μάσκα της αυτοσυγκράτησης, τα άλογα τρέχουν και η ίδια ανασαίνει στον καλπασμό τους.

Αρχίζοντας από το πρώτο ποίημα με τίτλο  «Πλήθος (Metropolis)» μας δίνει λογικά, μέσα σε συνθήκες, απρόσωπες, δήθεν, και με μαθηματικούς ή οικονομικούς όρους, αυτό που έτσι κι αλλιώς είναι ο νόμος της ζωής. Πλήθος ο κόσμος, ένας κανένας  είναι ο καθένας, η ροή είναι συνεχής και  όλα αλλάζουν –άνω κάτω οδός μία- «όλοι αυτοί που πάνε κι έρχονται», «οι ίδιες πηγές που τροφοδοτούν, οι ίδιες  καταπίνουν».  «Επάνω φτάνει /μόνο η βοή, / η περιδίνηση / και κάποια λόγια σκόρπια,/ ακατάλυπτα»∙ σαν να λέμε με όρους Γιώργου Σεφέρη: «τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια. Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό» και φυσικά εκείνον που ποδοπάτησαν «χίλια ζευγάρια μπότες»  της Σφήκα είχαν το ανάλογό τους στα «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» του Σεφέρη. Έχει  υπόψη της η ποιήτρια τους στίχους του Σεφέρη ή όχι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τα πράγματα, οι ιδέες, οι σκέψεις, οι στίχοι, όλα έρχονται και επανέρχονται, και κάθε ποιητής με τα όπλα της δικής του εποχής δίνει τη μορφή που εκείνος έχει επιλέξει. Τραγικός ο Σεφέρης. Ρεαλιστική η Σφήκα παρατηρεί το πανάρχαιο παιχνίδι της ζωής να επαναλαμβάνεται,   σαν θεατρική παράταση, όπως τη βλέπουμε στο ποίημα «Αληθινή ζωή». Εννέα πράξεις ή σκηνές. Τα πράγματα εξετάζονται με όλες τις λεπτομέρειές τους, περιβάλλον, σκηνικό, ηθοποιοί,  σκηνοθέτης και όσα αφορούν τη θεατρική σύμβαση. Η ποιήτρια μερικές φορές φαίνεται να οργίζεται, βλέπει τον θάνατο σαν «ακονισμένη γκιλοτίνα», τη ζωή σαν θεατρικό έργο, ταινία ή σίριαλ, βλέπει τους ήρωες να κάνουν έρωτα σαν τα ζώα, που δεν τήρησαν την υπόσχεση «πως πάντα…» (τίποτα δεν διαρκεί πάντα), βλέπει διαφημίσεις. Με διάθεση αποδόμησης, με αίσθημα αηδίας, με μνήμες που δεν φεύγουν όσο κι αν τρίβονται με «μυρωμένο αφρόλουτρο», όπως πλένει η Λαίδη Μάκβεθ τα ματωμένα χέρια της. Σ’ αυτό ειδικά το ποίημα η ποιήτρια μοιάζει να έχει αφομοιώσει πολύ καλά του Σεφέρη τα λόγια που και αυτά είναι παιδιά πολλών ανθρώπων. Η καταγωγή καλά κρατεί, αν και η ποιήτρια φαίνεται να έχει περιδιαβεί όλους της ίδιας ψυχοσύνθεσης με τη δική της, επιφανείς ξένους και εμβληματικούς ομοτέχνους της.

Άλλοτε πάλι, μεταμφιεσμένη η Ιστορία βγαίνει για μπάνιο «Στην Πλαζ του ΕΟΤ», «μια Έξοδος/ με ημιδιατροφή/ στο Μεσολόγγι/ μια διανυκτέρευση / στο Δίστομο/ στο Αρκάδι». Από την άλλη, ο τόπος η θάλασσα, ο ήλιος, ο φράχτης, η ξερολιθιά έχουν χάσει την συμπαθητική, ηθογραφική τους αθωότητα και έχουν πάρει τη μορφή του μάρτυρα. Το παραμύθι, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Άι-Γιώργης, ο αντάρτης με το δίκοχο στραβά.

 

Μαρία Δ. Σφήκα

 

Η Σφήκα μοιάζει να αναζητεί το ανέφικτο, το δυσδιάκριτο, όπως είναι  το αλάτι στο νερό, διαλυμένο παντού αλλά αόρατο:

«Ποιο αλάτι, το θαλασσινό;/ Το διαλυμένο κι άφαντο/ που ’ναι παντού και πουθενά,/ το υπαρκτό κι αόρατο;/ (Έτσι ακριβώς, τυφλά, κι εγώ / την ύπαρξή σου αγάπη/ υποθέτω/ […] Και σε ρωτώ:/ το αλάτι ως λέξη/ λάμδα υγρό/ και πλημμυρίδα/ αείρροη/ στο στόμα σάλιου/ κάτω απ’ τον θόλο /του ουρανίσκου/ μες στις σπηλιές που ηχεί το ποίημα/ με τα φωνήεντα να λάμπουν/ […] βρεγμένα βότσαλα / που σέρνει / σειρές σειρές / το άγριο κύμα,/ γλώσσα μπλεγμένη μεσ’ τα φύκια/ που πλαταγίζει/ στην αλμύρα / (λιγοθυμάω στην ιδέα/ μιας γευσιγνωστικής /απαγγελίας)/ μα εσύ θέλεις/ κάτι άλλο/ […] αλάτι να ’ ναι / κι ό,τι να ’ναι/ […] / (όλο το βράδυ/ ρέεις ρέω)/  …»

Και όπως είναι προφανές δεν είναι το «αλάτι» αυτού του παραληρηματικού καλπασμού η αιτία που  μέσα στο πολύστιχο ποίημα, από δίστιχο σε δίστιχο, κατέληξε  στης ποιητικής φαντασίας το απογοητευτικό αποκύημα.

Η ποιήτρια θα κάνει μια μικρή επίσκεψη στα οικιακά καθήκοντα, θα σπρώξει σε στίχους τη μονότονη καθημερινή ζωή μιας γυναίκας, θα συγκρατήσει τη διαμαρτυρία της θα αφήσει «νηστικά πρόθυμα τα χαρτιά της /  για να ταΐσει τα παιδιά» και για να μετανιώσει, τελικά.

Όλα τούτα συμβαίνουν γιατί τα Άλογα στο στήθος της Σφήκα καλπάζουν, οι ορμές και τα συναισθήματα βρίσκονται σε διέγερση. Κι ενώ είπαμε πως παρακολουθεί από απόσταση, όχι, θα το πάρουμε πίσω και θα πούμε πως παρακολουθεί εξωτερικά σαν ψυχρός φακός αλλά από μέσα βρυχάται  σαν ηφαίστειο.

Ο Κώστας Μπαλάσκας έγραψε για τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή: τα εξής : «μια ωδή αναβαθμών που συνδέει τεχνηέντως   τα τρέχοντα και τα δρώμενα με τα υπαρξιακά ενδότερα, όθεν και η πραγματική αφετηρία, αναμειγνύοντας ορατά και αόρατα σε συμπαγή ποιητικά σώματα με εσωτερική αλληλουχία και συνοχή. Το θέμα ούτως ή άλλως είναι το ποίημα. Το κάτω και το άνω, το έξω και το μέσα, το νυν και το αιέν, τα φυσικά και τα μεταφυσικά αλληλοδιαπλέκονται  και συνομιλούν καταγράφοντας, ζωγραφίζοντας και σχολιάζοντας εικόνες – πλάνα μιας πολύεδρης και  ρευστής πραγματικότητας» (ηλεκτρ. Περιοδικό Περί ου, 21 -5-22).

Θα τελειώσω τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στη συλλογή με το ποίημα «Σε όλους τους ειλικρινά  φωνασκούντες (Άλογα στο στήθος)» όπου η γλώσσα είναι η πρωταγωνίστρια∙  η λέξη, το  εργαλείο όλων των «φωνασκούντων» εναντίον του Σωκράτη, του Ιησού, της Υπατίας, κάθε αδικημένου, αλλά είναι και η λέξη που θα ζητά «ελευθερία» «από την κόψη πάντα,/ όχι από τη λαβή». Γιατί η ποίηση, η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι μια αιματηρή υπόθεση, τελικά… τη γνωρίζεις από την κόψη….

 

(Σαν σήμερα, 21 Ιουλίου 1928, αυτοκτόνησε ο Κώστας Καρυωτάκης που κι αυτός τη σάρκα και το αίμα έβαλε στους στίχους του).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top