Fractal

Επτά τελευταίες ιστορίες του Ρέιμοντ Κάρβερ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

 

Ρέιμοντ Κάρβερ, «Ελέφαντας». Μετάφραση-Επίμετρο: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2019

 

Οι επτά ιστορίες που περιέχονται σε αυτήν την συλλογή, είναι οι τελευταίες που έγραψε ο φημισμένος αμερικανός συγγραφέας. Όλες  διακρίνονται από μια αίσθηση απαισιοδοξίας, απελπισίας και κατάθλιψης των κύριων χαρακτήρων τους. Οι σύζυγοι υποφέρουν από μακρόχρονο αλκοολισμό, έχουν επώδυνα διαζύγια στις πλάτες τους,  είναι άνεργοι με σοβαρή οικονομική ανέχεια, πολυποίκιλα προβλήματα στις σχέσεις τους με τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους, όπως πατέρα και γιού ή μητέρας και παιδιών, αποξένωσης και δυσκολίας προσαρμογής στον κοινωνικό ιστό και έκφρασης και ανάδειξης των βαθύτερων και κρυφών επιθυμιών τους. Οι περισσότεροι εργάζονται περιστασιακά και σε περιθωριακές εργασίες, κερδίζουν λίγα χρήματα χωρίς να διαγράφεται κάποια πιο ελπιδοφόρα προοπτική στον ορίζοντα. Όλα τα διηγήματα του Κάρβερ, παράλληλα, χαρακτηρίζονται από την εμφανή έλλειψη εύκολων μελοδραματικών στοιχείων στους χαρακτήρες, οι οποίοι συμπεριφέρονται με αρκούντως απλό καθημερινό τρόπο.  Σε πολλά διηγήματά του υπάρχει ενδιάμεσα κάποιο αυτοβιογραφικό στοιχείο, συνήθεις εμπειρίες από τον επαγγελματικό  ή τον συναισθηματικό του κόσμο.

Στα  ‘Κιβώτια’ (Boxes), ο Ρέιμοντ Κάρβερ φέρνει  μπροστά τα θέματα της σχέσης, της συγγένειας, της σύνδεσης, της ανησυχίας, του φόβου, της κατανόησης, της αδυναμίας και της θνητότητας. Το πρώτο και ομώνυμο διήγημα της συλλογής ‘Ελέφαντας’ (για την αγγλική γλώσσα: Elephant and other stories, Vintage Classic, 2019) εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο από έναν ανώνυμο αφηγητή και αφορά την ιστορία της μητέρας του που δείχνει αποφασισμένη να επιστρέψει στην Καλιφόρνια από το Λόνγκβιου της Ουάσιγκτον, αλλά και την σχέση του με αυτή. Γνωρίζει ότι η μετακόμισή της πίσω στην Καλιφόρνια μπορεί να υπαινίσσεται  ότι ο χρόνος που περνά μαζί της στο Λόνγκβιου ίσως είναι η τελευταία φορά που βρίσκονται μαζί, ενώ αιωρείται κατά κάποιο τρόπο η αίσθηση ότι ο αφηγητής προσπαθεί να έρθει κοντά με τη μητέρα του πριν εκείνη μετακομίσει, σε αντίθεση με τη φίλη του, Τζιλ, η οποία  καταβάλλει ελάχιστη προσπάθεια να συνδεθεί μαζί της. Αυτό φαίνεται από την αρχή της ιστορίας, όταν ο αφηγητής ζητά από την Τζιλ να πάνε μαζί για δείπνο στη μητέρα του. Παρ’ όλο που εκείνη αρχικά συμφωνεί, στην πραγματικότητα είναι απρόθυμη. Επίσης, στο δείπνο παρά το γεγονός ότι η μητέρα του αφηγητή μιλάει, η Τζιλ μερικές φορές δεν ακούει τι λέει και ο αναγνώστης, από τη μεριά του, διαπιστώνει ότι ούτε ο αφηγητής ακούει, αν και για διαφορετικό λόγο, ίσως λόγω κάποιας υφέρπουσας ανησυχίας γι’ αυτή και για το δυσοίωνο μέλλον της σχέσης τους. Συνειδητοποιεί ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξαναδεί τη μητέρα του, γεγονός που αρκετές φορές τον έκανε να δυσκολεύεται να κοιμηθεί τη νύχτα και ξυπνώντας την Τζιλ να της  λέει ότι την σκέφτεται. Ενώ τρώνε, η μητέρα του απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους υποθέτει και φαντάζεται ότι ο σπιτονοικοκύρης της, ο Λάρι Χάντλοκ, την έχει αδικήσει στην εδώ παραμονή της. Ο αφηγητής γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αποτρέψει από την διαφαινόμενη μετακόμισή της. Η απόφασή της, όμως, είναι ειλημμένη πια. Μια άλλη στιγμή στην ιστορία, ο αφηγητής συνδέει την έννοια του θανάτου με τη μητέρα του. Ενώ μιλάει στο τηλέφωνο με αυτή, βλέπει έναν εργάτη να σκαρφαλώνει σε έναν στύλο και  φοβάται μην πέσει, ενώ από την άλλη άκρη της γραμμής η μητέρα του τού εκμυστηρεύεται ότι εύχεται να  πεθάνει και να τελειώσουν τα βάσανά της. Αυτή η παρατήρηση μπορεί να είναι σημαντική γιατί μόλις εκείνη την εκστομίζει,  ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον εργάτη πάνω στον στύλο και τους φόβους του αφηγητή ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα αν εκείνος ο άνδρας έπεφτε από τον στύλο και σκοτωνόταν, κάτι που αντικατοπτρίζει ακριβώς το πώς αισθάνεται ο αφηγητής για τον θάνατο της μητέρας του, ξέροντας ότι δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα θα βρίσκεται μακριά της. Κάπου αλλού, επίσης, ο αφηγητής-γιός, συνδέει το κρύο του Λόνγκβιου με τον θάνατο της μητέρας του. Στο τέλος της ιστορίας, καθώς η μητέρα του ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Καλιφόρνια, ο αδύναμος αφηγητής λέει ότι η μητέρα του ήταν ντυμένη στα λευκά, κάτι που να συμβολίζει τους ουρανούς. Ο Κάρβερ τελειώνει τα ‘Κιβώτια’ με το γιό να επιστρέφει στο σπίτι αφού έχει βοηθήσει τη μητέρα του να φτάσει στο αυτοκίνητό της και τη θλίψη που νιώθει για το γεγονός ότι εκείνη εγκατέλειψε αυτόν και το Λόνγκβιου, να αργοσβήνει ποσοτικά. Αρκετές μέρες αργότερα, όταν η μητέρα του επικοινωνεί μαζί του για να του πει ότι μετακόμισε και τακτοποιήθηκε στο διαμέρισμά της στην Καλιφόρνια, αισθανόμαστε και πάλι τη λαχτάρα και την επιθυμία του να έρθει ξανά σε επαφή με τη μητέρα του. Θυμάται τον πατέρα του να αποκαλεί στοργικά τη μητέρα του ‘καρδούλα μου’ και καθώς συνομιλούν στο τηλέφωνο αποκαλεί και αυτός τη μητέρα του με τον ίδιο τρόπο. Αφού ο γιός κλείσει το τηλέφωνο και ενώ εξακολουθεί να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, παρατηρεί ότι ένας από τους γείτονες έχει αφήσει αναμμένο το φως της βεράντας του, αλλά στη συνέχεια θυμάται να το σβήσει, κίνηση που πιθανόν να συμβολίζει στον αναγνώστη το σκοτάδι που νιώθει ή που θα νιώσει ο αφηγητής γνωρίζοντας ότι ενδεχομένως δεν θα ξαναδεί ποτέ τη μητέρα του ζωντανή.

Το «Όποιος κι’ αν ήταν σ’ αυτό το κρεβάτι’ (Whoever Was Using this Bed), το δεύτερο διήγημα της συλλογής του Ρέιμοντ Κάρβερ, ξεκινάει με ένα τηλεφώνημα που γίνεται  στις τρεις και μισή το πρωί με μια μεθυσμένη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής να λέει: «Είναι εκεί ο Μπαντ;». Μετά ξανακαλεί λέγοντας: «Είναι ανάγκη να μιλήσω με τον Μπαντ». Ο άντρας τότε λέει στη γυναίκα ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί που να λέγεται Μπαντ  και ότι δεν πρέπει να ξαναπάρει τηλέφωνο. Η γυναίκα του, δίπλα, είναι πολύ θυμωμένη που κάποιος τηλεφωνεί τόσο αργά. Ο σύζυγός της θέλει να ξανακοιμηθεί, αλλά εκείνη το μόνο που θέλει τώρα είναι να καπνίσει ένα τσιγάρο.  Καθώς χτυπούσε το τηλέφωνο, η γυναίκα του, Άιρις, έβλεπε ένα όνειρο, όπως και τα περισσότερα βράδια. Η Άιρις συνεχίζει τότε και λέει στον σύζυγό της για το όνειρο. Εκείνος θυμώνει κάπως που δεν βρίσκεται ποτέ παρών στα όνειρά της. Μετά από αρκετές συζητήσεις περί ονείρων, αποφασίζουν ότι δεν θα κοιμηθούν το υπόλοιπο της νύχτας και συνεχίζουν να μιλούν. Η συζήτησή τους μετατρέπεται από τη συζήτηση για τα όνειρα σε αναφορές για το θάνατο και τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν εκείνοι να πεθάνουν. Μίλησαν επίσης για τα μέλη της οικογένειάς τους και για το πώς ο καθένας τους έχει πεθάνει και ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να πεθάνουν και οι ίδιοι από τις ίδιες αιτίες.

 

Ρέιμοντ Κάρβερ

 

Στην ‘Οικειότητα’ (Intimacy) έρχεται μπροστά το θέμα της μνήμης, του προσωπικού αγώνα, της αποχώρησης και του κλεισίματος των διαφόρων διαπροσωπικών εκκρεμοτήτων. Ένας συγγραφέας, αφηγητής της ιστορίας,  επισκέπτεται σε δεδομένη στιγμή την πρώην σύζυγό του. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι κατά καιρούς εκείνος έστελνε σε αυτή αποκόμματα ή συνεντεύξεις που είχε δώσει σε διάφορα περιοδικά, νοιώθοντας ενδόμυχα πως μπορεί να την ενδιέφερε και αφήνοντας να υποθέσουμε πως δυσκολευόταν να αφήσει πίσω το παρελθόν του. Αλλά  και ο αναγνώστης γρήγορα διαπιστώνει ότι και η πρώην σύζυγος του αφηγητή δυσκολεύεται να εγκαταλείψει το παρελθόν της, παρά το γεγονός ότι στο τέλος τα καταφέρνει. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμία αίσθηση οικειότητας, όπως κάποιο φιλί ή στοιχειώδης  εναγκαλισμός. Παρ’ όλο που υπάρχει κάποια προφανής αντιπάθεια για τον αφηγητή της ιστορίας από την πρώην σύζυγο, διαφαίνεται παράλληλα και μια προφανής αίσθηση ότι κάποιου είδους σχέση υφίσταται ακόμα μεταξύ του αφηγητή και της πρώην συζύγου του. Παρ’ όλο που τον επιπλήττει συνεχόμενα για την συμπεριφορά του,  εξακολουθεί να έχει κάποια συναισθήματα γι’ αυτόν, έστω και δυσάρεστα. Καθώς μιλάνε, διαπιστώνουμε ότι ήταν ο αφηγητής εκείνος που έδωσε τέλος στη σχέση τους και όχι αυτή. Μαθαίνουμε επίσης τις δυσκολίες που βίωσε με το τέλος της σχέσης. Τώρα, αν και  υπάρχει μια αίσθηση πάλης στη γυναίκα ώστε να αφήσει πίσω της το παρελθόν, σύντομα γίνεται σαφές ότι και ο αφηγητής αγωνίζεται επίσης για το ίδιο πράγμα. Φαίνεται ότι μέσω του διαλόγου ή της συνομιλίας, η γυναίκα  έχει επιτέλους προχωρήσει και έχει αρχίσει να αποδέχεται όσα κατά καιρούς έλαβαν χώρα. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα στιγμή όπου ενώ ο αφηγητής την ακούει  να τον επικρίνει, εκείνος γονατίζει μπροστά της και κρατιέται από το στρίφωμα του φορέματός της, ίσως γιατί κατανοεί ότι έχει προκαλέσει κάποιο τραύμα στην πρώην σύζυγό του και ότι τώρα ζητά τη συγχώρεση της. Σαν να συνειδητοποιεί αίφνης ότι για να αφήσει οριστικά πίσω και το δικό του παρελθόν και να προχωρήσει μπροστά, πρέπει πρώτα να ζητήσει τη συγχώρεση της πρώην γυναίκας του. Στην αρχή δεν φαίνεται ότι η πρώην σύζυγος είναι έτοιμη να ξεχάσει το παρελθόν, αλλά και πάλι ο Κάρβερ κάνει μια ενδιαφέρουσα χειρονομία  και φέρνει τεχνηέντως έναν τρίτο χαρακτήρα μέσα  στην ιστορία. Η πρώην σύζυγος του αφηγητή έχει ξαναπαντρευτεί και φοβάται ότι ο σύζυγός της, Φρεντ, θα έρθει σπίτι και θα τον δει εκεί. Αυτό είναι σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον επειδή η γυναίκα συνειδητοποιεί ότι θα δυσκολευόταν να εξηγήσει στον Φρεντ γιατί ο πρώην σύζυγός της ήταν γονατισμένος στο πάτωμα και δεύτερον επειδή θέλει να δείξει ότι τελικά απομακρύνθηκε ποικιλοτρόπως από εκείνη τη ζωή μαζί του. Έτσι με κάποιο τρόπο δείχνει πως θέλει να φύγει ο πρώην άντρας της, αφήνοντας πίσω το παρελθόν και κλείνοντας οριστικά τις παλιές ιστορίες σε αντίθεση, μάλλον, με εκείνον! Παρ’ όλο που βρίσκεται με άλλη γυναίκα, καθώς φεύγει από το σπίτι, ο Κάρβερ χρησιμοποιεί τον συμβολισμό των φύλλων που πέφτουν, που υποδηλώνουν επίσης τη μνήμη, για να τονίσει στον αναγνώστη ότι ο αφηγητής εξακολουθεί να παλεύει να αφήσει το παρελθόν βλέποντας τα  πεσμένα σκόρπια φύλλα κάτω στο δρόμο.

Στο ‘Menudo’, η ιστορία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο από έναν αφηγητή που δεν κατονομάζεται και από την αρχή της ιστορίας γίνεται σαφές πως ο Κάρβερ ασχολείται με το θέμα της εξάρτησης από τις διάφορες σχέσεις μας. Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ, που δημοσιεύτηκε λίγο μετά τον θάνατό του, συντάχθηκε σε ένα διάστημα πέντε περίπου ετών. Υπάρχει μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής στους κύριους χαρακτήρες κάθε ιστορίας, είτε τους στοιχειώνουν αισθήματα ενοχής, είτε μνησικακίας, είτε συνδυασμός και των δύο. Είναι φανερά πανικόβλητοι, ανήσυχοι και φοβισμένοι. Ο ποιητής και συγγραφέας διηγημάτων Ρέιμοντ Κάρβερ (1938–1988) έχει συσχετιστεί με μια απαισιόδοξη ευαισθησία, και δικαίως. Το ‘Menudo’ αφορά έναν άνδρα που απιστεί άλλη μια φορά σε σημείο να χάσει και τη δεύτερη σύζυγό του, ενώ δεν έχει συνέλθει πραγματικά ακόμα από την απώλεια της πρώτης. Η Μόλι στην αρχή, η Βίκι στη συνέχεια, και τώρα εγκλωβισμένος στη γοητεία της Αμάντα, στην οποία ο σύζυγός της έδωσε προθεσμία μιας εβδομάδας να εγκαταλείψει οριστικά το σπίτι. Ο τίτλος της ιστορίας ‘menudo’, παραπέμπει σε μεξικάνικη σούπα που γίνεται και περιέχει πατσά, κρεμμύδια, ντομάτα, χυμό καλαμποκάλευρου, μεταξύ των άλλων υλικών, όπως και οι επιθυμίες του κύριου χαρακτήρα και αφηγητή του διηγήματος.

Το διήγημα,  ‘Ελέφαντας’, από το οποίο πήρε και τον τίτλο της η συλλογή ετούτη, είναι μια θαυμάσια μικρή ιστορία που αγγίζει ευαίσθητες χορδές της αμερικανικής κοινωνίας. Τον αφηγητή μας, εν προκειμένω, τον απομυζούν συνεχώς η πρώην σύζυγός του, μια μητέρα που είναι φτωχή αλλά και άπληστη, ταυτόχρονα, ένας άβουλος γιος, μια  κόρη με δύο παιδιά και έναν ανίκανο και τεμπέλη σύζυγο, και έναν αδελφό που του τηλεφωνεί αναφέροντας ιστορίες κακοτυχίας και ζητώντας του χρήματα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ο άντρας είναι κυριολεκτικά εξαθλιωμένος, σωματικά και ψυχολογικά, εξαντλεί μέχρι εσχάτων την περιορισμένη, ούτως ή άλλως, οικονομική του κατάσταση,  εργάζεται και ανησυχεί, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις ατελείωτες καθημερινές απαιτήσεις όλων. Τότε ονειρεύεται ότι ο πατέρας του τον κουβαλάει, σαν παιδί, στους ώμους του και εκείνη η εικόνα του φέρνει μια μεγάλη και ανέλπιστη ανακούφιση. Το τέλος της ιστορίας ενέχει σίγουρα κάποια θεολογική παράμετρο. Κοιτάζοντας επιφανειακά το διήγημα ‘Ελέφαντας’ μπορεί κανείς να πιστέψει ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει μερικά απλά και συνηθισμένα πράγματα, αλλά όταν εξετάζουμε διεξοδικά το διήγημα, είναι πολλά παραπάνω. Μέσα από τις φαινομενικά ασήμαντες περιγραφές των γεγονότων στη ζωή ενός μοναχικού εργαζομένου, ο Ρέιμοντ Κάρβερ οδηγεί τους αναγνώστες του σε μια πορεία που εκτείνεται πέρα ​​από αυτά τα φαινομενικά τετριμμένα  γεγονότα της καθημερινότητας, τουλάχιστον για πολλούς αμερικανούς κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, όπως σκιαγραφούνται στην μικρή ιστορία. Είναι στην πραγματικότητα ένα ταξίδι μέσα την ίδια τη φύση της αμερικανικής κοινωνίας και των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτήν στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, ακριβώς μέσω της συγκεκριμένης απλούστευσης, ο συγγραφέας μας ωθεί να θεωρούμε πιο περίπλοκα ζητήματα, όπως την ανθρώπινη απληστία, τις οικογενειακές σχέσεις, τη μοναξιά και την προσωπική λύτρωση κάτω από διαφορετικό πρίσμα. Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος είναι επίσης ο αφηγητής αυτού του διηγήματος, δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος με τη ζωή του, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της ιστορίας. Φυσικά αναφερόμαστε στη ζωή του τυπικού Αμερικανού στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο τίτλος της ιστορίας είναι κάπως περίεργος προτού την διαβάσει κάποιος ολόκληρη. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν μέρος της φύσης του βασικού χαρακτήρα, τουτέστιν την σταθερότητα, την πίστη, την επιμέλεια και την ταπεινότητα στη συμπεριφορά, για να αναφέρουμε έτσι μερικά από αυτά. Δεν παρατηρούνται επίσης υπερβολές όσον αφορά τα συναισθήματα του αφηγητή ούτε και στα γεγονότα που περιγράφονται από τον Κάρβερ στη δεκαετία του ογδόντα, ή τουλάχιστον το τέλος της δεκαετίας του ογδόντα, η οποία ήταν εποχή μειωμένης αισιοδοξίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ίσως λόγω της πολιτικής του Ρόναλντ Ρέιγκαν, όπως ισχυρίζονται αρκετοί οι οποίοι έβλεπαν αποτυχία ή ξεθώριασμα του περιβόητου αμερικανικού ονείρου. Το ύφος του συγγραφέα φαίνεται μοναδικό αφού καταφέρνει  να συνδυάσει και φέρει κοντά απλοϊκές καταστάσεις με βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα που εγγίζουν ερωτήματα όπως τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, τις διαπλεκόμενες οικογενειακές σχέσεις και τόσα άλλα. Βεβαίως στη θέση του πρωταγωνιστή είχαν βρεθεί και βρίσκονται καθημερινά  πολλοί άνθρωποι, και όχι μόνο στη χώρα αυτή. Η απερισκεψία του ανθρώπου  και η έλλειψη όποιας ελπίδας, αναδεικνύεται στο τέλος του κειμένου όταν οι δύο φίλοι έτρεχαν ιλιγγιωδώς στο δρόμο με το μεγάλο απλήρωτο αυτοκίνητο του Τζορτζ.

Στο επόμενο διήγημα ‘Κοτσυφόπιτα’ (Blackbird Pie), oι σχέσεις πάλι βρίσκονται στο επίκεντρο, όπως και όλων των ιστοριών, άλλωστε, του Κάρβερ. Ο Κάρβερ αποτυπώνει σύντομες στιγμές στο χρόνο, με τις συγκρούσεις μεταξύ των ενηλίκων να μελετώνται λεπτομερώς και να εκτίθενται μπροστά στον αναγνώστη με καθαρή και λιτή γλώσσα. Η ‘Κοτσυφόπιτα’  είναι γραμμένη σε παρελθόντα χρόνο, με τον πρωταγωνιστή να θυμάται και να περιγράφει γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Το θέμα της ομίχλης επανέρχεται συνεχώς και χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα ως μεταφορά για τη σύγχυση και την αβεβαιότητα που παραμένει ανάμεσα  στους δύο συζύγους. Ο αφηγητής μένει αγανακτισμένος και μπερδεμένος καθώς η γυναίκα του τον εγκαταλείπει. Η στιγμή σηματοδοτεί το τέλος του γάμου του, το τέλος ενός κεφαλαίου της ζωής του,  το τέλος της ιστορίας ετούτης.

‘Το θέλημα’ (Errand), το τελευταίο διήγημα της εν λόγω συλλογής, έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τον Τσέχωφ ως συγγραφέα παρά με τις τελευταίες μέρες και τον θάνατό του, με την  έννοια του ρεαλισμού να βρίσκεται πανταχού παρούσα. Η προσθήκη ενδιαμέσως όλο και πιο λεπτομερών φανταστικών, βεβαίως, επεισοδίων καθιστούν δύσκολη τη διάκριση μεταξύ της πραγματικότητας της ζωής του Τσέχωφ και της απαραίτητης μυθοπλασίας της μικρής ιστορίας του Κάρβερ. Αναγκαστικά, όπως γίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι αναγνώστες αδυνατούν να συμπεράνουν εάν και κατά πόσο όσα διαβάζουν τώρα, στον ενεστώτα χρόνο, αφορούν πραγματικά γεγονότα ή καθαρή μυθοπλασία. ‘Το θέλημα’, να σημειώσουμε, είναι το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Ρέιμοντ Κάρβερ και δημοσιεύτηκε αρχικά στο The New Yorker, τον Ιούνιο του 1987, ενώ αποτέλεσε μέρος της συλλογής ‘Where I’m Calling From’ η οποία είδε το φως της δημοσιότητας λίγους μήνες πριν πεθάνει ο συγγραφέας της,  το 1988. Διαφέρει αισθητά από κάθε άλλη ιστορία του, μια εν μέρει περίεργη μυθιστορηματική περιγραφή των τελευταίων στιγμών και του θανάτου του Ρώσου συγγραφέα Άντον Τσέχωφ, την οποία ο Κάρβερ ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε διαβάζοντας τη βιογραφία του Τσέχωφ. Εδώ φαίνεται πως ο Κάρβερ έκανε ειδική εξαίρεση γράφοντας για τον συγκεκριμένο Ρώσο συγγραφέα, αφού οι ιστορίες του αφορούσαν κατά κύριο λόγο καθημερινά και άγνωστα πρόσωπα, και το σπουδαιότερο χωρίς να εμπλέκουν την ιστορία με την μυθοπλασία με τόσο έκδηλο και προκλητικό τρόπο. Ο Κάρβερ περιγράφει λεπτομερώς την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του Τσέχωφ και τον θάνατό του στην πόλη Μπάντενβαϊλερ, στο Μέλανα Δρυμό  της Γερμανίας, το 1904. Με τον Τσέχωφ να βρίσκεται στο κρεβάτι και να πεθαίνει, η σύζυγός του, Όλγα Κνίπερ, στέλνει έναν Ρώσο γκρουμ για να έρθει σε επαφή με  έναν εργολάβο κηδειών, για την περαιτέρω διαδικασία. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ βασίζεται σε διάφορες ιστορικές πηγές, όπως για παράδειγμα τα γραπτά του ίδιου του Τσέχωφ, τα απομνημονεύματα της αδελφής του Μαρίας, τα ημερολόγια του Λέοντος Τολστόι και τη βιογραφία του από τον Ανρί Τρουαγιά. Μέσα από τη δημιουργία αυτού του ιδιόρρυθμου κειμένου, της φανταστικής δηλαδή αφήγησης του θανάτου ενός γνωστού προσώπου της ρωσικής, ειδικότερα, λογοτεχνίας, ο Κάρβερ προκαλεί τους αναγνώστες να ξανασκεφτούν και να επανεξετάσουν τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας και να αναλογιστούν  πώς θα αντιδρούσαν οι ίδιοι στον θάνατο ενός άλλου προσώπου αυτής της εμβέλειας. Υπάρχει μια ομάδα κριτικών της λογοτεχνίας, που ισχυρίζονται πως αυτό το διήγημα του Κάρβερ είναι από  τα καλύτερα κείμενά του τα οποία θα  αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου.

Στο τέλος του βιβλίου ετούτου των εκδόσεων Μεταίχμιο, υπάρχει ένα εξασέλιδο σημείωμα της μεταφράστριας, Τρισεύγενης Παπαϊωάννου, με κάποια βιογραφικά ουσιώδη στοιχεία του αμερικανού συγγραφέα Ρέιμοντ Κάρβερ (25 Μαΐου 1938-2 Αυγούστου 1988), ενός συγγραφέα που ήρθε στον κόσμο μέσα σε μια δύσκολη εποχή αμέσως μετά την μεγάλη οικονομική κρίση του του 1929,  βίωσε κατάσαρκα την φτώχεια, την ανέχεια και την αθλιότητα, δύστροπες ομολογουμένως καταστάσεις που περιέγραψε στη συνέχεια του σύντομου βίου του στα διηγήματά του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top