Fractal

«Αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος, πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Νάσια Διονυσίου «Τι είναι ένας κάμπος», Εκδόσεις Πόλις

 

Ο Κύπριος δημοσιογράφος Φαίδωνας, φτάνει στο βρετανικό στρατόπεδο του Καραόλου στα περίχωρα της Αμμόχωστου, το camp ή κάμπο, όπως το αποκαλούν οι Κύπριοι. Είναι η πρώτη φορά που επιτρέπονται συνεντεύξεις κρατουμένων, και μάλιστα μετά από δικό τους αίτημα.

 

«Δεξιά μου ο διπλός αγκαθωτός φράχτης που κυκλώνει το στρατόπεδο, ψηλός ως δέκα μέτρα, στο βάθος φτάνει ως το κύμα. Ακόμα κι η θάλασσα, θαρρείς, περιφραγμένη. Ίδιο αίσθημα, όπως τον Αύγουστο όταν πρωτοαντίκρυσα τούτο το μέρος, σαν να έλειπε ολωσδιόλου ο αέρας· άθλιο αίσθημα, άθλιο….Μέσα από τον φράχτη ξεχώριζαν οι πύργοι της φρουράς, τα φυλάκια, οι προβολείς, τα μπεζ αντίσκηνα στοιχισμένα, στριμωχτά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, κι οι άνθρωποι μαντρωμένοι σαν τα ζώα να ψάχνουν σκιά κάτω από ισχνούς ευκαλύπτους».

 

Την αμέσως επόμενη της άφιξής του ημέρα, ξεκινά την ημερολογιακή καταγραφή του και την προετοιμασία των συνεντεύξεων που προτίθεται να πάρει. Είναι Άνοιξη του 1947, «αστράφτει το αναλλοίωτο λευκό του μαρμάρου, ο αιώνιος κόσμος του ήλιου, άπειρη ομορφιά να την ψηλαφείς», μα η Κύπρος τόπος μικρός, ρημαγμένος, κι ο λαός της βουτηγμένος στην φτώχεια και τον φόβο, μήπως χειροτερέψει κι άλλο η ζωή τους.

Ο δημοσιογράφος ακούει τις μαρτυρίες των Εβραίων προσφύγων, καταγράφει, αφουγκράζεται τον πόνο αλλά και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, κατανοεί σε βάθος τις παροντικές απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής τους, τις γεμάτες διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις.

Τρεις ιστορίες, παράλληλες με τις αφηγήσεις των ηρώων, ενσωματώνονται αρμονικά, στον ίδιο πάντα τόπο και χρόνο, εμπλουτισμένες με εκφράσεις κυπριακής διαλέκτου.

 

Ένας φόρος τιμής στην ενσυναίσθηση η πρώτη ιστορία

«Ναι, για να πνάσει ένα κορμί, μπορεί και να του φτάνει μια στεγνή γωνιά ώσπου ν’ αναφανεί ο ήλιος, γιατί το κορμί γέρνει πάντα προς τη μεριά της ζωής, ακόμα κι αν πέρασε μέσα από την κόλαση, ακόμα κι αν την έφτιασε ο ίδιος την κόλαση», σκέφτεται η ηλικιωμένη αγρότισσα που κρύβει έναν Γερμανό δραπέτη, γιατί, «ξέρει πως με το γύρισμα της μοίρας μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου, διότι είναι τέτοιες οι μοίρες των ανθρώπων, που ανακατώνονται, ποιος φεύγει και πού έρχεται, ποια χώρα κάρπισε και ποια θα γερημώσει, πόσες ανεστραμμένες διαδρομές πάνω στην ίδια θάλασσα, κι η θάλασσα πάντοτε αλμυρή, η θάλασσα πάντοτε κλάμα. Ποιος σκοτωμός τάχα να δικαιώθηκε ποτές;»

 

Ωδή στην ελευθερία η δεύτερη ιστορία, με την Εβραία που μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της, ψιθυρίζοντας το μόνο σεφαραδίτικο τραγούδι που θυμάται. Ελευθερία που αντηχεί σαν την βουή των κυμάτων, σαν φτερούγισμα και σαν άνεμος που φυσά. Και στην τρίτη ιστορία, ο οδηγός της υδροφόρας που μεταφέρει νερό στον κάμπο και παίρνει στα κρυφά μικρά προσφυγόπουλα για έναν περίπατο, «για να ευκαριστηθεί η καρτούλλα τους, να ευκαριστηθεί τζι η δική του».

 

Νάσια Διονυσίου

 

Μια παρηγορητική ομίχλη σκεπάζει πού και πού τον κάμπο, να μαλακώσει κάπως τον ζόφο, τις αιχμές του συρματοπλέγματος, την σκληρή σιγή, τα σκοτεινιασμένα βλέμματα. Ο δημοσιογράφος πλημμυρίζει από μια αλλόκοτη αίσθηση, σαν να χτυπά η καρδιά του με πολλές καρδιές μαζί. Κατανόηση και σεβασμός. Με ορθή κριτική σκέψη, αντιδρά στον φόβο των προσφύγων, τον αντιλαμβάνεται αλλά διαφωνεί με την σιωπή, δεν πιστεύει πως το αντίδοτο στο Κακό είναι η λήθη. Το κυρίαρχο συναίσθημα, η ανημπόρια που τον κυκλώνει από παντού. Απόκοσμα όνειρα ταράζουν τον ύπνο του, ξετυλίγοντας βασανιστικά την «Φούγκα του Θανάτου», το ποίημα του Τσέλαν για το Ολοκαύτωμα. Και είναι ο ίδιος ο ποιητής, που σαν σκεπασμένος από αχνό πέπλο συμβολικής παραίσθησης και μαγικού ρεαλισμού, κυκλοφορεί αμίλητος στο στρατόπεδο και στα μάτια του δημοσιογράφου.

Σαν τα μέρη της φούγκας, που είναι σκόπιμα ασαφή για να μην διακόπτουν την συνεχή ροή της εξέλιξης, η τόσο ενδιαφέρουσα αυτή νουβέλα εμπνέεται από το ίδιο της το θέμα, αξιοποιώντας την κάθε λεπτομέρεια και εμπνέει την απνευστί ανάγνωση. Σύντομο κείμενο, με επιβλητικά έντονο χαρακτήρα. Σαν φούγκα.

 

Μικρές ασθματικές προτάσεις, ιδιαίτερα παραστατική δημιουργία γλαφυρών εικόνων, γλώσσα λιτά δομημένη μα λογοτεχνικά άρτια, γραφή εξαιρετική, αρκετά λυρική παρά τον αφηγηματικά ημερολογιακό χαρακτήρα του κειμένου. Μια ευανάγνωστη νουβέλα για την ανθρωπιά και την καλοσύνη – «αξίες που αν τις αποκόψεις από τον άνθρωπο, δεν απομένει παρά μια ολοκληρωτική διαστρέβλωση, η πιο φρικώδης ασυναρτησία» – ως το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην τυφλότητα και το αναίτιο μίσος. Η συγγραφέας κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση ως το τέλος, υπενθυμίζοντας διαρκώς τι σημαίνει Ιστορία και μνήμη και ρίχνοντας φως στον άνθρωπο, όχι στα γεγονότα, αφού, «στον καθένα έρχεται η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει σε τι θα ωφελήσει η ζωή του».

Ερώτηση που θα απαντηθεί με πολλούς τρόπους, ο εύστοχος τίτλος. Γιατί ένας κάμπος δεν είναι μόνο χώμα και σκηνές, δεν είναι Εγγλέζοι, ούτε Εβραίοι πρόσφυγες. Είναι  αμερόληπτη Ιστορία και ιστορίες μεροληπτικές, είναι η μανία της εξουσίας και η δύναμη της καλοσύνης. Είναι οι άνθρωποι που διατηρούν την πίστη, την ελπίδα και τ’ όνειρο, ακόμη κι όταν η φρίκη κυκλοφορεί ανάμεσά τους ολοζώντανη,

«Αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος, πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ ανυπεράσπιστα».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top