Fractal

Ξαναζώντας το τραύμα

Γράφει η Μαρία Χατζηχριστοδούλου // *

 

 

 

Δημήτρης Χριστόπουλος, «Έλα να παίξουμε», εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 160

 

Αυτός είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Δημήτρη Χριστόπουλου, μια φράση-κάλεσμα, προτροπή, άκουσμα ελκυστικό και αθώο.

Μόνο που το κάλεσμα τούτο δεν εκπληρώνει τη λανθάνουσα  υπόσχεση της αθωότητας, αντίθετα, με τις πρώτες σελίδες τραβάει σαν κινούμενη άμμος τον αναγνώστη μέσα σε στρώματα επάλληλων και δραματικών σιωπών – βιωμένων, τραγικών, τραυματικών. Οι σιωπές γίνονται πέπλα, σάβανα, μαρτυρικοί χιτώνες, ρούχα γαζωμένα σε μια μηχανή Σίνγκερ, θυμοί και ανεκπλήρωτοι πόθοι, κατάρες και εφιάλτες. Στον κόσμο των σιωπών, που παντού διαφεντεύουν, υψώνεται η Σιωπή ομιλούσα, μορφή με υπόσταση πάνω απ´ όλους και όλα.

Στα δυο μέρη του μυθιστορήματος οι ήρωες άλλοτε τυλίγονται με τον μανδύα της κι άλλοτε συνειδητά τον απεκδύονται με σπαραγμό ψυχής. Ο πρωταγωνιστής, ο Στέργιος, ο νέος γιατρός με το ανομολόγητο μυστικό που του ξεσκίζει σώμα και ψυχή, φθάνει στη Σίφνο, το νησί της μητέρας του για να ασκήσει το “αγροτικό” του, αλλά ουσιαστικά επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα. Το όμορφο κυκλαδίτικο νησί με τη γιαγιά τη Μαργαρώ να τον περιμένει, μετατρέπεται κι αυτό μέσα στη σιωπή της ομορφιάς του σε Λαβύρινθο μυστικών και αβίωτων πεπρωμένων. Στα δαιδαλώδη μονοπάτια της αυτογνωσίας που βαδίζει ο Στέργιος θα συναντήσει πολλά από τα πρόσωπα αυτού του πεπρωμένου που σφράγισε τη δική του ζωή, θα ανακαλύψει μυστικά, θα γνωρίσει κι άλλων ανθρώπων τους  πόνους, θα ξετυλίξει ώς το τέλος το κουβάρι μέχρι να βγει στο φως. Ο παλιός άρχοντας  Πατριαρχέας με την επιβλητική του παρουσία και τα μυστικά του γίνεται ο καταλύτης της πλοκής που θα οδηγήσει στην κορύφωση. Η πεθαμένη προγιαγιά του η Στεργιανή (ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Πατριαρχέα), ο χαμένος θείος του – ένα εφτάχρονο  παιδί που εξαφανίστηκε τα Χριστούγεννα του 1942 – η γιαγιά του η Μαργαρώ, ο παλιός (επίσης από καιρό πεθαμένος ), αγαπημένος του καθηγητής Φάνης, η Αγγελική, ο αγγειοπλάστης Λεωνίδας (το Λεωνί), και τέλος η  Μυρτώ, η γυναίκα-χάδι της βασανισμένης του ψυχής θα τον συντροφέψουν σε αυτήν τη διαδρομή. Όπως κάθε τέτοια πορεία που είναι οδυνηρή, θα ζήσει ξανά και ξανά τον εφιάλτη του τραύματος (την κακοποίηση από τον ίδιο τον πατέρα του και τη σιωπή της μητέρας του) αλλά τελικά θα αναδυθεί στο φως, λυτρωμένος από την αγάπη, από τα χειρόγραφα του καθηγητή του, από τη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του μικρού Σπυ.

Μέσα στις τόσες σιωπές, το εξαφανισμένο παιδί είναι το μόνο που μιλάει, δε σωπαίνει, ακούγεται, θεάται. Ούτε η μάνα του, η γιαγιά του Στέργιου, μπόρεσε να σωπάσει ολοκληρωτικά· φωνάζει, σπαράζει, ζητά το παιδί της εδώ και σαράντα χρόνια, ελπίζει. Θα φύγει από τη ζωή με την έγνοια του, με την ελπίδα του γυρισμού του, χωρίς ποτέ να μάθει το αποτρόπαιο μυστικό του θανάτου του. Ο παιδικός  φίλος του Σπυ, το Λεωνί, ένας απλός νησιώτης,  ο Πλάστης του πηλού, αρθρώνει κι αυτός λόγο ανθρώπινο, αυθεντικό, λυτρωτικό, γίνεται ο σύντροφος του Στέργιου την ώρα της αποκάλυψης, της κάθαρσης, της απόδοσης του νεκρού παιδιού στον κόσμο των νεκρών για να ησυχάσει. Αυτή η παρουσία του Λεωνί επιτρέπει στον συγγραφέα με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο να οδηγήσει τον ήρωα του στον εξαγνισμό, να τον  καθάρει, καθώς τελικά η γη, το χώμα, ο πηλός, πρωτεύον υλικό για την κάθε δημιουργία, τον αποσπά από τα χέρια της Σιωπής και τον καθιστά πρωτόπλαστο άνθρωπο, χωρίς ενοχές πια, χωρίς σκοτάδια, χωρίς ανοιχτές πληγές. Το χώμα γιατρεύει, ξαναδίνει την πρωτόλεια υπόσταση στον άνθρωπο, στον Στέργιο, που μπορεί τώρα να ονειρεύεται, δικαιώνει το  Λεωνί για το επάγγελμά του, αποδεσμεύει το νεκρό παιδί για το ταξίδι του στον Αχέροντα, μεταβιβάζοντας, ωστόσο, την παιδικότητα/αθωότητα (τη νέα ταυτότητα) στον ανιψιό.

 

«Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια. Το Σπυριδωνάκι είσ’ εσύ, άκουσε μια φωνή μέσα του. Ένιωσε να βγαίνει από τον εαυτό του, να μπαίνει σε ένα άλλο σώμα και να κοιτάζει τον κόσμο με μάτια παιδικά».

 

Δημήτρης Χριστόπουλος

 

Ο χρόνος στο βιβλίο αυτό είναι άχρονος, σύνορο ανοιχτό, πύλη για να μπαινοβγαίνουν εκείνοι που από χρόνια έφυγαν, εκείνοι που ακόμη ζουν αλλά είναι σα να έχουν πεθάνει, εκείνοι που θα ζήσουν απελευθερωμένοι από όλες τις συναπαντήσεις.

Η γραφή του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι ένας θησαυρός λογοτεχνικός, ένα πήλινο πιθάρι γεμάτο λίρες χρυσές που ξεχειλίζουν. Οι μονόλογοι των κύριων χαρακτήρων αριστουργηματικοί, τα συγγραφικά του ευρήματα αξιοσημείωτα και η δεξιοτεχνία του απαράμιλλη.

Το θέμα της κακοποίησης δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο να αποδοθεί με λόγο τέτοιο που θα ανατέμνει το τραύμα, ενώ συγχρόνως θα γιατρεύει την ψυχή του ήρωα αλλά και του αναγνώστη. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος τα έκανε και τα δυο.

 

 

* Η Μαρία Χατζηχριστοδούλου είναι Φιλόλογος – συγγραφέας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top