Fractal

Οι ανθρώπινες επιλογές και η πανίσχυρη έλξη της ιστορίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Jacqueline Woodson, “Κάτι αστραφτερό”. Μτφρ: Άννα Μαραγκάκη. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2021

 

Η Τζάκλιν Γούντσον (Jacqueline Woodson, 1963- ), από το Κολόμπους του Οχάιο, έγινε γνωστή στο ελληνικό κοινό, πριν δύο χρόνια, με ένα άλλο  βιβλίο της, το ‘Ένα άλλο Μπρούκλιν’, από τις εκδόσεις Πόλις, ξανά, σε μετάφραση επίσης της  Άννας Μαραγκάκη.  Τώρα επανακάμπτει στον ελληνικό χώρο με το άλλο μυθιστόρημά της που ακούει στον τίτλο ‘Κάτι αστραφτερό’ (στην αμερικανική έκδοση κυκλοφόρησε ως: ‘Red at the Bone’, 2019). Η Τζάκλιν Γούντσον είναι αφροαμερικανίδα συγγραφέας πολλών βραβευμένων βιβλίων για ενήλικες και για νεαρούς αναγνώστες. Μεταξύ των σχεδόν τριάντα βιβλίων που ως τώρα έχει γράψει, τα πιο γνωστά της περιλαμβάνουν το ‘Another Brooklyn’, ‘Miracle Boys’, ‘Brown Girl Dreaming’ και το ‘Red at the Bone’ που αναφερόμαστε εδώ. Η συγγραφέας μας εισαγάγει σε αυτό γρήγορα και χωρίς πολλές περιστροφές και χρονοτριβές. Η αφιέρωσή της λιτή, περιεκτική, σπαθάτη, αταλάντευτη και σημαδεύει ευθέως το στόχο: «Για την ατέλειωτη σειρά των προγόνων μου/όλους εσάς, που σκύβατε και λυγίζατε/ σκύβατε και λυγίζατε»! Τρεις γυναίκες Αφροαμερικανίδες, από διαφορετικές γενιές, είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές στο νέο μυθιστόρημά της, το οποίο διαδραματίζεται  στο Μπρούκλιν, στα 2001. Είναι η γιαγιά Σέιμπι, η κόρη της, Άιρις, με ηλικία λίγο πάνω από τα τριάντα και απόφοιτος κολεγίου, και τελευταία η νεότερη και δεκαεξάχρονη Μέλοντι, η οποία τελειώνοντας το λύκειο ετοιμάζεται για να συνεχίσει τις σπουδές της  στο κολέγιο.

Το μυθιστόρημα ξεκινά το 2001 κατά τη διάρκεια του εορτασμού για την ενηλικίωση της Μέλοντι, την κόρη της  Άιρις και του Όμπρεϊ. Η Μέλοντι γιορτάζει τα δέκατα έκτα γενέθλιά της με την οικογένεια και τους φίλους της, στο σπίτι των παππούδων της όπου μεγάλωσε. Η εναρκτήρια σκηνή χαρακτηρίζει την Μέλοντι και τον φίλο της Μάλκολμ  που περπατούν κάτω από τα σκαλιά του σπιτιού με τη συνοδεία της μουσικής του Πρινς. Η Μέλοντι φοράει ένα όμορφο λευκό φόρεμα που είχε δημιουργηθεί κατά παραγγελία και ανήκε στο παρελθόν στη μητέρα της. Είχε φτιαχτεί, για την ακρίβεια,  για την Άιρις δεκαέξι  χρόνια νωρίτερα. Να σημειώσουμε πως και η Σέιμπι, η γιαγιά της Μέλοντι, φορούσε επίσης ένα λευκό φόρεμα για την τελετή της όταν έγινε δεκαεπτά  ετών. Η παράδοση, όμως, παρέλειψε μια γενιά.  Ο Μάλκολμ  παίρνει το χέρι της Μέλοντι  για τον πρώτο τους χορό. Είναι η στιγμή που η Μέλοντι συνειδητοποιεί πως ήταν μέρος μιας σειράς παρ’ ολίγον διαγεγραμμένων ιστοριών, «ένα παιδί της άρνησης», μέσα σε αυτό το πέτρινο σπίτι, με τα βιτρό και τα υαλότουβλα στα παράθυρα, όπου τώρα οι πρόγονοι επιστρέφουν. Η συνέχεια του βιβλίου περιγράφει την αγάπη του Όμπρεϊ για την Άιρις, κάπου δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα από σήμερα. Πριν από αυτή όμως εκείνος έτρεφε παρεμφερή αισθήματα για την πρώτη του αγάπη, τη  μητέρα του, την Κάθι Μαρί Σίμμονς.  Η οικογένεια του Όμπρεϊ είναι φτωχή, αλλά η μητέρα του τώρα δείχνει αποφασισμένη ότι ο Όμπρεϊ και η Άιρις,  δεν θα αποτελέσουν μέρος του ήδη υφιστάμενου συστήματος. Η Κάθι πιέζει για να βεβαιωθεί ότι η Άιρις θα αποκτήσει  καλή εκπαίδευση. Έτσι οι οικογένειες ενώνονται για να στηρίξουν την Άιρις και τον Όμπρεϊ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της.

Το μυθιστόρημα ετούτο είναι στην ουσία μια ιστορία για τις παραδόσεις, τις ελπίδες και τα όνειρα που έχουν σταματήσει λόγω της απροσδόκητης εγκυμοσύνης της Άιρις στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά της. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει τις σκέψεις κάθε χαρακτήρα, κάνοντας τις σελίδες να ζωντανεύουν με το περιγραφικό της κείμενο. Η ιστορία εναλλάσσεται σε συνεχόμενη βάση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος για να βοηθήσει τους αναγνώστες ώστε να παρακολουθήσουν τα συναισθήματα των χαρακτήρων, αν και μερικές φορές αποδεικνύεται  κάπως δύσκολο. Ένα από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι πώς η Τζάκλιν Γούντσον περιλαμβάνει στο κείμενό της τίτλους από τη μουσική της εποχής για να μεταφέρει τον αναγνώστη σε εκείνη  την εποχή, όπου κάθε φορά αναφέρεται. Το μυθιστόρημα αφορά ποικιλοτρόπως τον πολιτισμό, τη μουσική, τη μόδα, την πολιτική, τον ρατσισμό, τον εξευγενισμό των ανθρώπων και την κοινότητα των ΛΟΑΤ. Ένα άλλο θέμα που αναφέρθηκε ενδιαμέσως ήταν η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, και πώς η τραγωδία εκείνη επηρέασε και άγγιξε όλους. Το μυθιστόρημα τελειώνει με το θέμα της αναγνώρισης των προγόνων του παρελθόντος και εκείνων που ζουν και οι οποίοι θα γίνουν αναγκαστικά μελλοντικοί πρόγονοι, ώστε ο κύκλος να παραμείνει αδιάσπαστος. Καθώς η Μέλοντι, λοιπόν,  ετοιμάζεται για τον δέκατο έκτο εορτασμό των γενεθλίων της, είναι σαφές ότι υπάρχουν εντάσεις μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων  χαρακτήρων, κι’ όταν οι συγκεντρωμένοι  βλέπουν τη Μέλοντι να κατεβαίνει απ’ τα σκαλιά, σκέφτονται την ιστορία της και ξέρουν ότι είναι «ένα αφήγημα, μια παρ’ ολίγον  ξεχασμένη ιστορία. Που τη θυμήθηκαν». Καθώς ο Όμπρεϊ βλέπει την κόρη του σε αυτή τη φάση, θυμάται την παιδική του ηλικία και δείχνει να μαθαίνει, κατά κάποιο τρόπο, λεπτομέρειες για τον δικό του πατέρα.

Το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ανοίγει με την Άιρις  στο κολέγιο Όμπερλιν που διέμενε, στην μοναδική πανεπιστημιούπολη που προοριζόταν αποκλειστικά για μαύρους. Εκεί θυμάται την Σέιμπι, τη μητέρα της, ανακαλύπτοντας την εγκυμοσύνη της. Αν και ήθελε κατηγορηματικά να κρατήσει το παιδί που εγκυμονούσε, συνειδητοποιεί ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πραγματικά θέλει στη ζωή της. Μετά, η σκέψη μετακομίζει στον παππού της, τον Πο Μπόι να κρατά την εγγονή του, τη Μέλοντι, όταν ήταν μωρό. Αναλογίζεται  αυτή τη χαρά, όσο και εκείνη που του  πρόσφερε η κόρη του, Άιρις, όσο ήταν μικρή, και σκέφτεται πόσο δύσκολο είναι τελικά να παρακολουθείς χρονικά όλον αυτόν τον κόσμο. Ενώ βρισκόταν στην φοιτητική εστία, και καθώς η Άιρις «άνοιγε ένα γράμμα που της είχαν στείλει οι γονείς της -εβδομήντα πέντε δολάρια, μαζί με μια φωτογραφία της Μέλοντι-, θυμήθηκε ξαφνικά τι συνέβη μόλις αποκαλύφτηκε η εγκυμοσύνη της. Τα αναφιλητά του πατέρα της, την οργή της μητέρας της, τις καλόγριες, τους γείτονες,… την εκκλησία τους…», αλλά εμφανώς λατρεύει τις φωτογραφίες της κόρης της. Ένα κορίτσι του άμεσου περιβάλλοντός της, η Τζέιμσον, παρατηρεί τη φωτογραφία, και λέει στην Άιρις ότι έχει μια χαριτωμένη αδελφή, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι τέκνο της.

Στο Κεφάλαιο έξι, η συγγραφέας μας γράφει για τον Όμπρεϊ που φέρνει την Άιρις στο σπίτι του για πρώτη φορά, αφ’ ότου η σχέση τους είχε προχωρήσει αρκετά. Η Σέιμπι παρουσιάζει τον χαρακτήρα του εαυτού της λίγο παρακάτω, στο Κεφάλαιο επτά, λέγοντας στον αναγνώστη πως «αν θέλετε να επιβιώσετε, πρέπει να κρύβετε χρήματα παντού», και υπάρχει ειδικός λόγος γι’ αυτό. Η γιαγιά της Μέλοντι εδώ, περιγράφει τις ρατσιστικές ταραχές που έκαναν οι λευκοί στην Τάλσα, το 1921, στις οποίες η μητέρα της Σέιμπι κινδύνευσε να καεί, όπως όλη η περιουσία τους. Αυτή είναι η αιτία που κάτω από ετούτη τη σκάλα τώρα βρίσκεται κρυμμένη κάποια ποσότητα χρυσού. Έκτοτε η Σέιμπι, είναι αποφασισμένη να ενημερώνει τους απογόνους της γι’ αυτό το άθλιο περιστατικό, εκεί στην Τάλσα. «…Και φρόντισα να το μάθει η Άιρις. Και θα φροντίσω να το μάθει η Μέλοντι, γιατί, αν θέλουμε να θυμόμαστε τους νεκρούς μας, πρέπει να αφηγούμαστε την ιστορία τους…». Συνεχίζει με τον αγώνα που είχαν μπροστά τους με την  εγκυμοσύνη της Άιρις. Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Πο Μπόι αφηγείται λεπτομέρειες για την παιδική του ηλικία και πως συνάντησε την Σέιμπι για πρώτη φορά. Οι δύο τους παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1967, στο Σικάγο. Ο πρώτος γιος τους, ο Μπέντζαμιν, πέθανε όταν ήταν μωρό, και αυτή η απώλεια τους ώθησε να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη. Το κεφάλαιο εννέα ανοίγει με την Άιρις να έχει ένα κακό όνειρο στο κολέγιο, όπου ονειρεύτηκε τη μαμά του Όμπρεϊ, την Κάθι Μαρί, να καίγεται. Αυτό την κάνει να θυμηθεί όταν εκείνη τη βοήθησε να σπουδάσει στο σχολείο. Συναντήθηκαν στη βιβλιοθήκη και η Κάθι Μαρί,  της λέει ότι καθώς είναι έγκυος στο εγγόνι της, δεν θα επιτρέψει στη «μητέρα του εγγονιού της να εγκαταλείψει το γυμνάσιο». Αργότερα, όμως, η Άιρις θα  περιγράψει τον περίπατο με τη Μέλοντι και τον Όμπρεϊ σε μερικές παραλίες στο Κόνι Άϊλαντ, σκορπίζοντας τις στάχτες της Κάθι Μαρί.

Το μυθιστόρημα παίρνει μια δραστική στροφή όταν η Μέλοντι δίνει στον αναγνώστη ένα όραμα μιας ημέρας στο σχολείο που τελειώνει με την πολύκροτη επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και, στη συνέχεια, με τον θάνατο του πατέρα της. Σύντομα η συζήτηση επανήλθε  στο πώς κάποτε ο Όμπρεϊ και η οικογένεια συζητούσαν για τον πηγαιμό της Άιρις στο Όμπερλιν και τη σχέση των δύο συζύγων όπως αυτή έδειχνε να εξελίσσεται με την Άιρις να φεύγει από τη ζωή του Όμπρεϊ. Η συγγραφέας μας περιγράφει αμέσως μετά τη γέννηση της Μέλοντι, μια οδυνηρή εμπειρία για την Άιρις. Μόλις γεννηθεί, ωστόσο, τρομοκρατείται από τη συνειδητοποίηση ότι δημιούργησε κάτι μόνιμο με περαιτέρω συνέπειες γι’ αυτή. Όταν επέστρεψε στο σπίτι από το νοσοκομείο, η Άιρις άρχισε να υποβάλλει αίτηση για κολέγια. Αγνοώντας τις κραυγές της μικρής της κόρης συνέχισε να επιδιώκει τις φιλοδοξίες της. «…Την ώρα που ο Όμπρεϊ κοιμόταν με το μωρό ακουμπισμένο στο στέρνο του, εκείνη διάβαζε Σαίξπηρ, αδελφές Μπροντέ και Ώντεν…». Η Τζάκλιν Γούντσον μας απεικονίζει πως αναπτύσσεται μια πολύ ισχυρή και στοργική σχέση ανάμεσα στην Μέλοντι και τον πατέρα της. Αργότερα παρατηρούμε την Άιρις να ξυπνάει δίπλα στην Τζέιμσον ή Τζαμ,  αφού είναι προφανές ότι έχει αναπτυχθεί μια βαθιά  ερωτική και στενή σχέση ανάμεσά τους. Ίσως αυτό να είναι τελικά ο έρωτας, σκέπτεται, να θέλεις έναν άνθρωπο με όλες σου τις αισθήσεις. Μόνο που κάποια στιγμή όταν η Τζαμ παρατηρεί τα στήθη της να στάζουν γάλα, η Άιρις της αποκαλύπτει ότι είναι μητέρα ενός παιδιού και δεν οφειλόταν σε μόλυνση όπως υπέθετε η Τζαμ, κι ότι πίσω στο Μπρούκλιν είχε μια οικογένεια κι’ ένα σύζυγο. Και τότε φαίνεται πως κάποια πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν!

 

Jacqueline Woodson

 

Η συγγραφέας προχωρώντας στην εξιστόρηση, μας μεταφέρει στο τωρινό Μπρούκλιν, όπου πριν λίγο γιορτάστηκε η ενηλικίωση της Μέλοντι.  Τώρα βρίσκεται μαζί με τον Μάλκολμ και καθώς εκείνος την βοηθά να γδυθεί, παραδέχεται πως είναι γκέι. «Είναι εκατό τοις εκατό γκέι και το ξέρω», μουρμουρίζει. «Οποιοσδήποτε έχει μάτια και είναι κάτω από εικοσιενός, στρέιτ ή γκέι, το ξέρει. Μόνο οι ενήλικοι δεν λένε να κατανοήσουν κάτι που αρνούνται και να το δουν». Στη συζήτηση που ακολούθησε, εκείνος εξομολογείται πολλά και κυρίως εστιάζεται στο γεγονός ότι, «… οι άλλοι νομίζουν πως ο κόσμος είναι έστω κι’ ελάχιστα προετοιμασμένος για ότι του φέρνουμε». Η Σέιμπι, από μεριάς της, αναπολεί τους Πο Μπόι και Όμπρεϊ: «Μυστήριο αυτό που συμβαίνει με τη μνήμη. Σε κάνει να επιστρέφεις στο μέρος που ήσουν και σε αφήνει να μείνεις για λίγο εκεί. Πάνε πέντε χρόνια από την ημέρα που πέθανε ο Όμπρεϊ. Κι’ είχα φτάσει πια να τον νιώθω σαν γιο μου». Ακόμα μας λέει πόσο δύσκολο ήταν να βλέπεις τον Πο Μπόι  να επιδεινώνεται από τον καρκίνο, αναπολώντας επίσης τη δική της τελετή ενηλικίωσης και τον Πο Μπόι από τον παράδεισο να της γνέφει, πως πρέπει να αντέξει λίγο ακόμα, ώσπου η Άιρις και η Μέλοντι να καταλάβουν επιτέλους η μια την άλλη!  Η Άιρις την ίδια στιγμή ασχολείται με το χωρισμό της από την Τζαμ, αναπολώντας τις προσωπικές της ερωτικές σχέσεις, κυρίως με τα αγόρια. Στο τελευταίο κεφάλαιο, η Μέλοντι και η Άιρις  βρίσκονται στο σπίτι μετά την κηδεία της γιαγιάς Σέιμπι. Η Άιρις σκέφτεται τον καιρό που έχει περάσει και τον θάνατο του Όμπρεϊ, νιώθοντας μια εγγύτητα με τις προγονικές της ρίζες, με την Τάλσα. Κοιτάζοντας τη Μέλοντι, βλέπει για πρώτη φορά τον εαυτό της κορίτσι. Βλέπει όμως και πολλά άλλα πράγματα που θάφτηκαν στο παρελθόν, στην ιστορία  της οικογένειάς τους.

Με αυτό το μυθιστόρημα, η Τζάκλιν Γούντσον συνεχίζει την ευαίσθητη και νοσταλγική εξερεύνησή της για το τι σημαίνει να είσαι ένα μαύρο κορίτσι στην Αμερική εκείνης της εποχής. Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια υπέροχη ιστορία δύο αστικών μαύρων οικογενειών. Στη μια, ένα  αφοσιωμένο ζευγάρι, στην άλλη μια ανύπαντρη μητέρα.  Οι ζωές τους αλληλοσυνδέονται όταν τα μόνα τους παιδιά συλλαμβάνουν ένα παιδί στην εφηβεία τους. Αυτό το συμπαγές μυθιστόρημα επικεντρώνεται κυρίως στις αποφάσεις που σε συγκεκριμένες στιγμές παίρνουμε στη ζωή, συχνά υπό πίεση, ή προτού καταλάβουμε πλήρως τις μετέπειτα συνέπειές τους. Η αφήγηση μετακινείται με ταχύτητα και μετατοπίζει την οπτική γωνία μεταξύ των πέντε χαρακτήρων που εκτείνονται σε βάθος χρόνου τριών γενεών, το απρογραμμάτιστο παιδί μιας κοπέλας, τους γονείς και τους παππούδες της. Σε λιγότερες από διακόσιες αραιογραμμένες σελίδες, αυτό το βιβλίο καταφέρνει να συμπεριλάβει ζητήματα κοινωνικής τάξης, εκπαίδευσης, φιλοδοξίας, φυλετικής προκατάληψης, σεξουαλικής επιθυμίας και προσανατολισμού, ταυτότητας, σχέσεων μητέρας-κόρης, μητέρας-αγοριού, γονικής μέριμνας και απώλειας, μια λίστα ελέγχου με σημαντικά θέματα που εμφιλοχωρούν και διαχέονται ανάκατα μέσα στο κείμενο. Η Γούντσον σηματοδοτεί την όλη κατάσταση, με ένα υπέροχο επίγραμμα που αφορά μεταβολές της ζωής με μια συζήτηση μεταξύ δύο ηλικιωμένων: «Ε, Αδερφέ, τι κάνεις; Πως τα βγάζεις πέρα; Φίλε, ξέρεις πώς πάει αυτή η ιστορία. Τη μια μέρα κοτόπουλο, την άλλη μόνο κόκαλα». Και δυστυχώς, τα κόκαλα του κοτόπουλου αφθονούν διάσπαρτα στο μυθιστόρημα!

Ο πρωτότυπος αμερικανικός τίτλος του μυθιστορήματος της Γούντσον (Red at the Bone), αναφέρεται κυριολεκτικά στην αποκρουστική, μαγειρεμένη σάρκα του κοτόπουλου που βρίσκεται κοντά στο κόκαλο, με την οποία εκπλήσσεται η Μέλοντι όταν βλέπει να την τρώνε τα λευκά κορίτσια στο ιδιωτικό σχολείο της. Αλλά είναι επίσης μια ισχυρή έκφραση των ωμών συναισθημάτων που δεν χωνεύονται εύκολα. Πάντως, αυτό που η νεαρή Άιρις απέτυχε να αναγνωρίσει είναι «ότι στην άλλη πλευρά της εγκυμοσύνης υπήρχε η Μητρότητα». Όμως η συγγραφέας εδώ αναστρέφει το συνηθισμένο σενάριο της εγκύου κοπέλας  που εγκαταλείπεται από τον πατέρα του μωρού της, αφού στο βιβλίο οι σχέσεις πατέρα και κόρης υπήρξαν υποδειγματικές, με έναν αφοσιωμένο πατέρα προσκολλημένο στερεά στην οικογένειά του.  Η γλώσσα της Γούντσον είναι πανέμορφη σε όλο το κείμενο, αλλά εκτοξεύεται θετικά στις ενότητες που γράφονται από την άποψη της μητέρας της Άιρις, της γιαγιάς Σέιμπι, όταν εκείνη έλεγε, μετά την απάνθρωπη καταστροφή που βίωσαν στην Τάλσα από τους λευκούς, : «… Και συνεχίζεις να σηκώνεσαι. Εξαργυρώνεις λίγο χρυσό και αγοράζεις ένα σπίτι πολύ μακριά… Μαζεύεις τα πράγματά σου και σηκώνεσαι. Τραγουδάς τα τραγούδια που θυμάσαι από τη  δική σου παιδική ηλικία… Θυμάσαι πως ήταν οι γονείς σου όσο ζούσαν, τυλίγεις εκείνες τις παμπάλαιες φωτογραφίες… που γλύτωσαν από τις φλόγες… και σηκώνεσαι. Σηκώνεσαι. Σηκώνεσαι»!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top