Fractal

Διήγημα: “Εις μνήμην…”

Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρρης //

 

 

 

 

 

Εις μνήμην…

 

Άλλο ένα μουντό σκηνικό, άλλη μία γκρίζα και βροχερή ημέρα. Καλύτερα, θα πει κάποιος. Με όλες αυτές τις απαγορεύσεις η καλοκαιρία δεν θα βοηθούσε. Από την άλλη βέβαια, έχουμε όλα τα στραβά, έχουμε και τον καιρό να υπερτονίζει το μίζερο σκηνικό που έχει στηθεί εδώ και εβδομάδες στη χώρα. Πλήξη.

Το δελτίο ειδήσεων έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην τηλεόραση. Όχι ότι το παρακολουθώ. Πιο πολύ για να ακούγεται μία φωνή μέσα στο σπίτι. Το μάτι μου πέφτει μόνο σε αριθμούς. Κρούσματα και θύματα. Δεν ένιωσα ποτέ ότι απειλούμαι. Ίσως επειδή η Θεσσαλονίκη δεν βρέθηκε στο μάτι του πανδημικού κυκλώνα, ίσως επειδή η ηλικία μου αντιστέκεται στον ιό και δεν ανήκω σε κάποια ευπαθή ομάδα. Όπως και να έχει το μυαλό μου ήταν αλλού σε μόνιμη βάση.

Η υπερήλικη γυναίκα που με μεγάλωσε μετά τον απροσδόκητο θάνατο των γονιών μου, η γιαγιά-Αργυρώ, νοσηλεύεται ήδη στο Αττικόν στην Αθήνα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να πάω να τη φροντίσω. Προσπάθησα κάποια ημέρα να φτάσω αλλά στον πρώτο έλεγχο δεν έπεισα και οι αστυνομικοί με γύρισαν πίσω.

Η αδερφή μου στο μεταξύ που είχε παραμείνει στην Αθήνα, μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, ήταν όμως δύσκολο και γι’ αυτήν να έχει ξεκάθαρη εικόνα. Γρήγορα έμαθε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Εμένα στο τηλέφωνο με καθησύχαζε ότι όλα πάνε καλά και ότι σύντομα η γιαγιά θα έπαιρνε εξιτήριο. Και κατάφερνε να με πείσει. Είχα ξεχάσει όμως ότι διέπρεπε στο Εθνικό και ότι υποκρινόταν με ευκολία εδώ και μέρες.

Άρχισε να βρέχει πιο έντονα τώρα έξω. Κοιτώ από το τζάμι. Όταν χτύπησε το κινητό μου, ένας ποδηλάτης προσπαθούσε ανεπιτυχώς να επιταχύνει.

«Η γιαγιά έφυγε», μου είπε η Αλίκη και βαριανάσαινε λες και επρόκειτο να εκραγεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια ποια ήταν η πρώτη σκέψη μου. «Αύριο θα τη θάψουμε, Κωστή. Μου είπαν ότι πρέπει να γίνουν όλα με συντομία και διακριτικότητα. Δεν θα προλάβεις, ούτε θα σε αφήσουν να έρθεις».

Δεν νομίζω ότι έχω νιώσει ποτέ πιο αλυσοδεμένος. Έφτιαξα μια ταινία μικρού μήκους στο μυαλό. Πρωταγωνίστρια η κυρά-Αργυρώ. Κομπάρσοι εγώ και η αδερφή μου. Σίγουρα στο δικό της μυαλό, στη δική της ζωή, οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι. Αλλά κάθε έργο εξαρτάται από την οπτική που το βλέπεις.

Στο έργο που ζούσα βέβαια αυτή τη στιγμή δεν υπήρχαν οπτικές και διέξοδοι, αλλά μονόδρομος. Εγκλωβισμένος σε ένα δυάρι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ανήμπορος να χαιρετήσω τον άνθρωπο που με μεγάλωσε, ασφυκτιούσα.

Ούρλιαξα.

Ούρλιαξα τόσο δυνατά που θα μπορούσε να με ακούσει.

Ίσως να με άκουσε.

Η βροχή ολοένα δυνάμωνε….

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top