Fractal

Η λεμονιά

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

 

 

Σκίστηκε το ένα μπράτσο και έμεινε ανάπηρη κατά το ένα τρίτο. Λίγο μετά σκίστηκαν και τα άλλα δυο. Λύγησαν από το βάρος του χρόνου τα κλαδιά της, κατάφορτα από καρπούς και φύλλα σαν χέρια που δεν αντέχουνε το βάρος και δεν ξέρουν πού να το ακουμπήσουν. Πόσες, αλήθεια, εφαρμογές μπορεί να ’χουν οι στίχοι: Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω (1). Τα μέρη αποσπάστηκαν στο σημείο της διακλάδωσης και  απομακρύνθηκαν. Απόμεινε ο κορμός/ torso, ξερός σαν οδοδείκτης, σαν κάποια από τις Ερμαϊκές ή επιτάφιες στήλες:  ενθάδε κείται η λεμονιά, χωρίς ανθούς, χωρίς καρπούς και χωρίς φύλλα και  κλαδιά.   Μόνη στον περίγυρό της, σήμα τής κάποτε   παρουσίας της, σαν να μου λέει; Πρόσεχε, στέκεις ακόμα. Ήξερες πως πέφτουνε τα φύλλα· στο είχε πει ο Όμηρος, αλλά δεν πέφτουν μόνο τα φύλλα, πέφτουν και τα δέντρα κι ας έχουν βαθιές ρίζες. Δες με!

…. απόμεινα ξερό δεντρί / σε χιονισμένο κάμπο… (2)

Κάπως έτσι περιγράφει τη μάνα που έχασε τον γιο της, ο Γιάννης Ρίτσος στον περίφημο Επιτάφιο, μόνο που η δικιά μου η αυλή δεν έχει χιόνια και η γύρω γη από τον εναπομείναντα κορμό είναι ολοζώντανη, χλοερή  και καταπράσινη. Άφησα εκεί τον κορμό, ορόσημο, αρκεί να υπάρχει. Ίσως και να ξαναβλαστήσει, ποιος ξέρει, κάποτε! Γιατί, όπως έλεγε ο Πωλ Βαλερύ «το σπάραγμα εμπεριέχει μια ακατανίκητη τάση, το σπέρμα κάποιου πράγματος». Και με αφορμή το σπάραγμα, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε με έδωσε ένα θαυμάσιο ποίημα με τίτλο «Ο Αρχαϊκός κορμός Απόλλωνος», επειδή μοιάζει με ένα non finito έργο που φέρει μέσα του μια αφανή τελειότητα. Έτσι από κακοτυχία του δέντρου προέκυψε η ανάδειξη ενός αληθινού σημείου που τείνει να γίνει μείζονος σημασίας.  Ένα punctum, μια σκιά ασήμαντη, μεγίστης σημασίας!

Λένε πως από τον κομμένο κορμό βγαίνει η ψυχή του δέντρου και όταν η ψυχή αυτή είναι θυμωμένη κάνει κακό στον νοικοκύρη. Εγώ δεν τον φοβάμαι. Τον ποτίζω ακόμα. Χλόη και νερό στα πόδια του, σαν κάτι να υπάρχει· άρα υπάρχει. Και καθόλου δεν  εννοώ να τον ξεριζώσω, δεν το αντέχω· θα τον αφήσω εκεί μοιραμένο απ’ τους αιώνες θρονί (3) να καθίσει η ψυχή του και να στοχαστεί και να εξευμενιστεί. Λένε, δηλαδή, πως στην κουφάλα του δέντρου κρύβεται ένα ξωτικό και όποτε αποφασίσει, θα βγει να τιμωρήσει αυτόν που το ’κοψε. Εγώ δεν το έκοψα, εγώ το ξαλάφρωσα από το βάρος του. Εγώ καθόλου δεν ήθελα να το κόψω γιατί, ο ποιητής με έμαθε να βλέπω: «και το πιο ταπεινό πράγμα, εάν τ’ αγαπώ, το ονειρεύομαι να φτάνει στην τελειότητα ενός κιονόκρανου» (4), πόσω μάλλον που εγώ δεν είχα κιονόκρανο, αλλά ολόκληρο τον κίονα, τον κορμό, τον torso! Χωρίς να το συνειδητοποιώ έκανα πράξη αυτό που έλεγε ο Πικασό και ήταν αρχή των υπερρεαλιστών: «Πάρτε μια μπουκαλοθήκη, ένα ευτελές, αν υπάρχει ευτελές, αντικείμενο, δώστε του μόνος σας καλλιτεχνική αξία αποσπώντας το απ’ το συνηθισμένο περιβάλλον, καλέστε το ασυνείδητο των άλλων να το δει έτσι απομονωμένο και να ξεχάσει τη χρήση του, κι έχετε αμέσως φτιάξει ένα παράξενο αντικείμενο, καταλύτη ενός πλήθους επιθυμιών, παρορμήσεων, ενστίκτων» (Maurice Nadeau, Η ιστορία του σουρρεαλισμού, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πλέθρον 1978, σελ. 191). Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε σε μικρό Παρθενώνα μια μικρούλα κρήνη με αέτωμα, τόσο σύνηθες, σε ένα άγνωστο χωριό…

Κι η τόση δενδρολογία γιατί; Τόσα δέντρα και φυτά, έχουν πάρει θέση στα βιβλία και στο πεντάγραμμο. Όλα, σχεδόν όλα, και όλα τα λουλούδια και όλα τα πουλιά. Καθένα με τον μύθο του.

Να φέρουμε παράδειγμα την πασίγνωστη και μελοποιημένη αμυγδαλιά του Δροσίνη, που βιάστηκε ν’ ανθίσει μες στη βαρυχειμωνιά,  να πούμε για την πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά,(5)  την κορομηλιά, και τη μυρτιά στα παραθύρια τα πλατιά (6),  του Μίκη, την «τρελή  ροδιά» και τη νεραντζιά που φύτρωσε ανάμεσα Σύρο και Τζια (7) και τις μανταρινιές που μαϊστραλίζουν στην Κάλυμνο, του Ελύτη. Ακόμα, τη λεύκα και τα βήματά της στον άσπρο τοίχο, τις ανθισμένες αμυγδαλιές που τις βλέπουμε αν σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, τις πιπεριές στις όχθες της λεωφόρου Συγγρού, κάποτε,  και τις τζακαράντες στις όχθες της  Kerk Str. Oost, Pretoria, Transvaal του Σεφέρη. Τη μουριά ή Συκαμιά του Μυριβήλη, εκεί κοντά στη Γοργόνα Παναγιά. Την ιτιά του δημοτικού τραγουδιού, το αρρενωπό πεύκο από τους πάντες και παντού. Τον  πλάτανο και το κυπαρίσσι που επιλέγονται από τον γερο-Δήμο για τον τάφο του (8). Ο πλάτανος για να ’ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε και το κυπαρίσσι για τα κυπαρισσόμηλα που φαίνεται πως έχουν ιαματικές ιδιότητες, να πλένουν τις λαβωματιές.      Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν/ άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι’ αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γαρυφαλλόνερο./ Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν το άπειρο! (9)

Κυπαρίσσι από το σόι μου λοιπόν, ψηλό κι ευθυτενές. Ορόσημο της καταγωγής μου.

Στον τάφο του Μυσέ βρίσκεται μια ιτιά, γνωστή ως κλαίουσα, αφού τα λεπτά κλαδιά της γέρνουν κάτω σαν πλερέζες. Στου Ρούπερτ  Μπρουκ μια ελιά, εκεί σε μια της Σκύρου απόμερη ακρογιαλιά (10). Του Γεωργίου Βιζυηνού ένα πεύκο, να ιδρώνει το ρετσίνι του κάθε καλοκαίρι, Γιωργή! Στη βρύση τη βουνίσια του Φραντς Σούμπερτ η φλαμουριά, μας υπόσχεται μιαν απόκοσμη  γαλήνη. Στου Παλαμά τα ποιήματα η  αψηλή Φοινικιά με «εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα  που μας ζάλισε» (11). Κι από κοντά τα λουλουδικά: τριανταφυλλιά, γαρυφαλλιά, μαργαρίτα, όλα, σχεδόν, κορίτσια σε μεταμορφωμένη εκδοχή.

Και τούτο διότι οι ποιητές, προτίμησαν να πάρουν το παράδειγμα της φύσης που μιλάει με εικόνες, υπαινικτικά και δεν μας λέει το μυστικό  ψυχρά, σαν γιατρός, έξω από τα δόντια. Η φύση δίνει απαντήσεις σε όλες τις απορίες, αρκεί να προσέξουμε τα απρόσμενα ξεσπάσματά της, τα αλλόκοτα ξαφνιάσματά της, τις επιθετικές αλλαξοκαιριές της και όλες τις συμπεριφορές της. Προσωποποιημένη και αυτή,  όταν θυμώνει  γίνεται  κακιά και όταν γαληνεύει είναι γλυκός ο αέρας κι ο ουρανός ασυγνέφιαστος.

Έτσι, μέσα από τη μεταφορά, μπόρεσε ο άνθρωπος να πει τα λόγια τα πικρά και να καταπιεί το φαρμάκι τους.

Συχνά χρησιμοποιούμε τη φράση «Έπεσε ο γερο-πλάτανος», όταν θέλουμε να δείξουμε πως έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος άνθρωπος.

Διάσημος γέρος Πλάτανος στην Ελλάδα είναι ο Πλάτανος του Ιπποκράτη στην νήσο Κω. Στον ίσκιο του αποκάτω δίδαξε ο Ιπποκράτης και χρόνια μετά ο Απόστολος Παύλος. Από το 1985 φέρει τον τίτλο του διατηρητέου μνημείου της φύσης, με πολλά υποστυλώματα των γιγαντιαίων  κλάδων του, για να αντέξει το βάρος και των χρόνων και της φήμης του. Αλλιώς διάσημος και εκείνος στην αυλή του Αλή Πασά, ο τόπος μαρτυρίου για τους εχθρούς του. Τρεφόταν με το αίμα των θυμάτων. Όπως συνέβη με τον Κατσαντώνη, τον οποίο, αφού δεν μπόρεσε να τον προσεταιριστεί ο Αλής,  τον παρέδωσε στον βασανιστή του μαζί με τον αδελφό του. Και εκεί,  στον γνωστό πλάτανο, και αφού βασανίστηκε άγρια και τέλος του έσπασαν τα κόκαλα  όλα, πέθανε πρώτος αυτός και ο αδελφός του λίγο μετά. 

Σκαρφαλώνοντας στον κορμό του σήμερα μπορείς να ατενίσεις τον Άραχθο που κυλάει ατάραχος τα νερά του και δεν συμμερίζεται καθόλου τις μνήμες από τα βάσανα που είχε το γεφύρι του ή τι απαίτησε και αυτό, τότε, από τον πρωτομάστορα…

 

Γέρικη είναι και η συκομουριά, την οποία έχει στο κέντρο του ποιήματος του ο Σεφέρης με τον τίτλο «Αγιάναπα Β΄» κέντρο και ο ίδιος πια της  Αγίας Νάπας. Τα τελευταία χρόνια, το Συμπόσιο που γίνεται προς τιμήν του  ποιητή, σ’ αυτό το μικρό «ψαροχώρι», μας γεμίζει συγκίνηση και φωτογραφιζόμαστε κι εμείς κάτω από τη γέρικη συκομουριά, όπως εκείνος κάποτε.

Κάθε γέρικο δέντρο, όπως και κάθε ηλικιωμένος άνθρωπος προκαλεί δέος και θαυμασμό. Και θεωρείται κακό πράγμα να ξεριζώνει κανείς δέντρα. Με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο π.χ. η γη δενδροτομήθηκε, για να τιμωρηθεί ο αντίπαλος και έτσι πλήρωσαν τα δέντρα την τρέλα των ανθρώπων και το έγκλημα. Στο έργο του Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν», ο Βαγγέλης που έκοβε όλα τα μεγάλα δέντρα, αφού έκοψε και την βασιλική δρυ, αρρώστησε και πέθανε Το ξωτικό που κατοικούσε μέσα της τον εκδικήθηκε, όπως είπε μια γραία που έγνεθε με τη ρόκα της.

Κι ενώ στο Μαντείο των Δελφών η Πυθία έδινε τους χρησμούς της πλάι στην Κασταλία πηγή, στη Δωδώνη – Μαντείο του Δία και της Διώνης- η ομόλογή της έδινε τους χρησμούς της κάτω από την Ιερά Φηγό  ή τη γέρικη βελανιδιά.

Στην Ελλάδα, χρόνια τώρα, κάθε καλοκαίρι, θρηνούμε τα δέντρα μας. Θρηνούμε και ανθρώπους πολλούς. Η σύμφορά με τη μορφή μιας φωτιάς της Κόλασης κατέφαγε ανθρώπους, δάση, ζωντανά. Πανικοβλημένοι όλοι έτρεχαν να ξεφύγουν. Ο καιρός πέρασε, ου πολύς, και οι συνέπειες φάνηκαν. Σε μια γειτονιά στη Ζάκυνθο, έχασε η γη, μετά τις φονικές πυρκαγιές τα υποστυλώματά της –τις ρίζες των δέντρων της· κάηκαν οι ζωντανές ρίζες που κρατούσαν το χώμα και κόπηκε ο δρόμος στα δυο. Κινδυνεύει όλο το βουνό κι η Μπόχαλη κι ο Κόκκινος βράχος. Ήδη γίνονται κατολισθήσεις στα πρανή της περιοχής Ναυάγιο. Καημένε Κάλβε, με το νησί σου και την μυρωδίαν των χρυσών κίτρων, υπάρχει ελπίς πατρίδος; Καημένε Ξενόπουλε, με τα μπουγαρίνια σου και το Φιόρο του Λεβάντε σου. Θα αντέξει ο Λόφος του Στράνη την ιδέα στο Διονυσίου Σολωμού; Θα ανεμίζει τον αέρα της Ελευθερίας η φεγγαροντυμένη ρεντικότα του;

 Ακούω κούφια τα τουφέκια./ Ακούω σμίξιμο σπαθιών. 

Ακούω ξύλα ακούω πελέκια. Ακούω τρίξιμο δοντιών ( στρ. 44)

 

Κάθε εποχή και τα ακούσματά της.

Το θηρίο στα εντόσθια της γης βρυχάται, αλλά κανείς δεν το ακούει. Το Μάτι βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Μυρίζει ακόμα καμένο πεύκο και σάρκα. Στον νέο Βουτζά Αττικής, σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, σπίτια, χτισμένα με ιδιαίτερη φροντίδα, άρχισαν να βουλιάζουν κάτω από τα θεμέλιά τους, σαν να τα τραβούσαν οι καμένες ρίζες τους μέσα στο χώμα. Η γη θύμωσε και όλα τα ξωτικά από τα καμένα δέντρα βγήκαν να πάρουν εκδίκηση.  Έχετε δει πίθηκο τρελό από φόβο και έκπληξη μέσα σε φλεγόμενο δάσος; Η λογική δεν αρκεί κι ο πίθηκος δεν έχει. Να είναι άραγε ο Μέγας Κογκ, η ψυχή της φύσης που ανέλαβε να καταστρέψει το τέρας της λογικής;

Γι’ αυτό κι εγώ δεν ξεριζώνω τίποτα, μονάχα τις τσουκνίδες. Περιμένω ελπίζοντας Από την άλλη μεριά του κεραυνού. Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου (12), καθώς λέει ο ποιητής.

 

Σημειώσεις

  1. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Γ΄ .
  2. Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, ΙΙ.
  3. Άγγελος Σικελιανός, «Ιερά οδός».
  4. Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική οδός, Α΄, σελ.10.
  5. Ιάκωβος Καμπανέλλης- Μίκης Θεοδωράκης, «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα».
  6. Νίκος Γκάτσος-Μίκης Θεοδωράκης, «Μυρτιά».
  7. Οδυσσέας Ελύτης- Μίκης Θεοδωράκης, Μικρές Κυκλάδες.
  8. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Ο Δήμος και το καριοφίλι του».
  9. Οδυσσέας Ελύτης, Έξη και μια Τύψεις για τον ουρανό, «Εφτά μέρες για την αιωνιότητα», «Σάββατο».
  10. Γεώργιος Δροσίνης,  Άπαντα, Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου, 7ος τ. σελ. 170.
  11. Γιώργος, Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά».
  12. Οδυσσέας Ελύτης, Έξη και μια Τύψεις για τον ουρανό, «Εφτά μέρες για την αιωνιότητα», «Τετάρτη».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top