Fractal

Θέατρο Σκιών: «Οι ακακίες του Ζντούφη».

Γράφει ο Κώστας Δεληγιάννης // 

 

 

 

 

 

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ «Οι ακακίες του Ζντούφη».

 

«Ο Καραγκιόζης, που αποτελεί την Ελληνική εκδοχή του Θεάτρου Σκιών, δεν είχε καμία σχέση με την σημερινή κοινωνική αποδοχή. Τώρα έχει γίνει μια παράσταση για πιτσιρικάδες, που βρίσκει τρόπο ο Καραγκιοζοπαίχτης να τους ξεσηκώνει, ακολουθώντας πρακτικές συμμετοχής τους, στην υπόθεση του έργου. Παλαιότερα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, ειδικά για την Ελληνική ύπαιθρο, που πέρασα τα πρώτα προσχολικά χρόνια της ζωής μου, αλλά και αρκετά επόμενα Καλοκαίρια, έζησα τον Καραγκιόζη σαν το μοναδικό υπερθέαμα της εποχής»

Όταν το Θέατρο Σκιών ερχόταν στο χωριό, ήταν τεράστια είδηση, για ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Ήταν ένα θέαμα, που οι ευκατάστατοι με τις συζύγους τους, πάντα παρακολουθούσαν και αυτό έδινε κύρος και ευρύτερη αποδοχή των παραστάσεων του Καραγκιόζη. Η «πλέμπα» του χωριού, όπως και οι πιτσιρικάδες, ήταν αποκλεισμένοι, αφού το εισιτήριο ήταν ιδιαίτερα «αλμυρό» γι αυτούς.

Ένας ντελάλης αναλάμβανε να ενημερώσει το χωριό, για την παράσταση που θα δινόταν. Δεν ξέρω αν έτυχε στη ζωή σας να ακούσετε ντελάλη, αλλά και αυτή η δουλειά είχε την τεχνική της. Ο ντελάλης είχε δυνατή και καθαρή φωνή, με αποτέλεσμα να γίνεται κατανοητός απ’ όλους, κοντινούς και μακρινούς. Είτε σε μια μικρή πλατεία, είτε σε μια μεγάλη, ο ντελάλης μιλούσε το ίδιο δυνατά. Είχε μια ένταση και ήταν η ανώτερη που μπορούσε. Ποτέ δεν άρχιζε με την ουσία της ενημέρωσης, αλλά προσπαθούσε στην αρχή να προσελκύσει την προσοχή, των ανθρώπων, που βρίσκονταν στην εμβέλεια της φωνής του. Γι αυτό άρχιζε με το κλασσικό:

– «Ακουούσατε ακουούσατε» παρακολουθώντας, αν οι περισσότεροι σταμάταγαν να τον ακούσουν. Μάλιστα μερικές φορές έκανε παρατηρήσεις σε βιαστικούς συγχωριανούς του, που εννοείται ότι τους ήξερε όλους και μάλιστα με τα μικρά τους ονόματα.

– «Κάτσε ρε Μήτσο να δείς τι θα ειπώ και μετά πας στην ευχή του Θεού. Τι φοβάσαι ορέ, μήπως σου κλαφτούν τ’ αρνιά για ένα λεπτό;» έλεγε γνωρίζοντας ότι απευθύνεται σε βοσκό. Και ξεκινούσε πάλι.

– «Ακούουσατε ακούουσατε. Μεθαύριο το Σάββατο στις 8 το βράδυ, στις ακακίες του Ζντούφη, ο καραγκιοζοπαίχτης Γιάνναρος, θα παρουσιάσει το καινούργιο έργο «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το φίδιιιιι». Να είστε όλοι εκείειειει» έλεγε και ξεκίναγε να πάει σε άλλο μέρος του χωριού, προκειμένου να συνεχίσει την ενημέρωση. Μερικές φορές τον πείραζαν και τον ρωτούσαν.

– «Και είναι μεγάλο το φίδι, που σκοτώνει ο μέγας Αλέξανδρος ρε Θανάση;» Αλλά αυτός απτόητος συνηθισμένος στα πειράγματα έλεγε:

– «Δεν το έχουν φέρει ακόμα ρε αδέλφια, αλλά απ’ ότι άκουσα ξεπερνάει τα τρία μέτρα. Τι διάβολο Μέγας Αλέξανδρος είναι αυτός. Τι νομίζετε θα σκοτώσει, καμιά χουρχούρα;»

– «Και για κάθε έργο, χρησιμοποιούν καινούργιο φίδι;» συνεχιζόταν το δούλεμα…

– «Πήγαινε στο Μεσολόγγι, που θα δώσουν την επόμενη παράσταση, να δεις αν είναι διαφορετικό και να ειπείς και σε μας, για να ξέρουμε». Έλεγε ο Ντελάλης γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά, ότι το ταξίδι στο Μεσολόγγι, ήταν τότε ένα πολύ μακρινό ταξίδι, για τους περισσότερους.

Οι «Ακακίες του Ζντούφη», ήταν ο προαύλιος χώρος ενός ήσυχου καφενείου, περικυκλωμένο από ακακίες που δεν τις διαπερνούσε το μάτι. Ίσως και γι αυτό επιλεγόταν, σαν χώρος παραστάσεων του Καραγκιόζη. Είχε τραπεζάκια έξω, για να δροσίζονται οι πελάτες, τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι ο χώρος αυτός ήταν πασίγνωστος, αλλά όχι ιδιαίτερα κεντρικός. Δεν ήταν δηλαδή πχ η Ομόνοια, ή το Σύνταγμα, αλλά ήταν οπωσδήποτε η πλατεία Βικτωρίας, τηρουμένων των αναλογιών.

Είχε φάτσα σε τρείς δρόμους και η σκηνή στηνόταν στην μεσαία φάτσα απέναντι από το κτίσμα του καφενείου, για να λιγοστέψουν τους λαθραίους θεατές, που σας πληροφορώ δεν ήταν λίγοι και μέσα σε αυτούς και η αφεντιά μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ το έργο, που θα παιζόταν, αλλά θυμάμαι ότι ο καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο «Βασίλαρος»

Προετοίμασα το πέρασμά μου από νωρίς, γιατί οι ακακίες είχαν αγκάθια και θα περίμενα να σβήσουν τα φώτα και με μόνο το φως του μπερντέ, θα σερνόμουν κάτω από τις ακακίες και θα καθόμουν σε μια μεριά ήσυχος, για να δω το έργο. Μικροκαμωμένος όπως ήμουν τότε, μπορούσα να περάσω απαρατήρητος, αρκεί να επέλεγα το σωστό «timing».

Οι πρώτοι προύχοντες του χωριού, άρχισαν να έρχονται με τις κυρίες τους και στις 8, που είχε πέσει και ο ήλιος, άναψαν τα φώτα του μπερντέ, έσβησαν τα φώτα του καφενείου και η παράσταση άρχισε. Τότε που ξεκίνησε να μιλάει ο «Βασίλαρος» και έπεσε το πρώτο χειροκρότημα, έκρινα ότι ήταν η ευκαιρία μου. Έπεσα μπρούμυτα και άρχισα να περνάω δύσκολα ανάμεσα από πυκνοφυτεμένες ακακίες παρά την προετοιμασία, χάνοντας λίγο τον προσανατολισμό μου, προς το κέντρο του μπερντέ. Σε λίγο κατάλαβα ότι ήμουν κάτω από το πατάρι του καραγκιοζοπαίχτη. Τα πανιά που έπεφταν για την κάλυψη της βάσης, έκρυβαν κι εμένα, αλλά ο μοναδικός δρόμος που μπορούσα να ακολουθήσω, ήταν ευθεία εμπρός, που με οδηγούσε στο κέντρο, μπροστά από τα καθίσματα των θεατών. Σε λίγο το τόλμησα. Βγήκα έρποντας και με μια γρήγορη κίνηση πήγα στο δεξιό κενό μεταξύ καθισμάτων και ακακιών, κάθισα κάτω και έμεινα ακίνητος. Οι άνθρωποι του Ζντούφη όμως είχαν την προσοχή τους στην «στεγανότητα» του χώρου και πολύ γρήγορα ήλθαν εκεί που ήμουν, με έπιασαν από το αυτί και με «πέταξαν» έξω, αφού μου έσουραν και μερικά «Γαλλικά». Παρά το πόνο στο αυτί, πέρασα πάλι μέσα από τις ακακίες, χωρίς όμως να βγω στον χώρο της παράστασης. Κουλουριάστηκα και έμεινα εκεί, αφού άκουγα πολύ καλά και παρακολούθησα την παράσταση. Μάλιστα όταν οι θεατές χειροκροτούσαν, το ίδιο έκανα κι εγώ. Φαντάζομαι ότι όσοι κάθονταν κοντά, άκουγαν με απορία το δικό μου χειροκρότημα, ανάμεσα στις ακακίες.

Μόλις τελείωσε η παράσταση, από εκεί που ήμουν, σύρθηκα και μπήκα μέσα. Ήθελα να δω από κοντά τον «Βασίλαρο», αλλά και να εκδικηθώ τον Ζντούφη. Πήγα πίσω από τον μπερντέ και μόλις μου είπαν ποιος είναι ο Καραγκιοζοπαίχτης, τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Αυτός ξαφνιάστηκε. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να αγγίξω τις φιγούρες και κατάλαβα ότι οι περισσότερες ήταν δερμάτινες. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε η φιγούρα του Καραγκιόζη, γιατί ήταν η μοναδική που είχε δύο βαστήγματα. Ένα για τον κορμό και ένα για το μακρύ του χέρι. Όταν έφευγα, ο «Βασίλαρος» μου χάρισε μια μικρή χάρτινη φιγούρα, από το μικρότερο κολλητήρι.

– «Σ’ ευχαριστώ πολύ μπαμπάκο» του είπα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήμουν χαρούμενος, προχώρησα και πέρασα μπροστά από αυτούς που με είχαν πετάξει έξω, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ακολουθώντας τους άλλους προς την έξοδο. Αυτοί όταν με είδαν χίμηξαν να με βουτήξουν, αλλά έχοντας προετοιμαστεί για τα πάντα, μπερδεύτηκα γρήγορα μέσα στον κόσμο και μ’ έχασαν. Μάλλον αυτοί ξέχασαν γρήγορα το συμβάν, αλλά εγώ, που επί δύο μέρες πονούσε το αυτί μου από το τράβηγμα, τους θυμόμουν.

Για χρόνια είχα κρεμασμένη στο δωμάτιό μου την φιγούρα από το κολλητήρι, που μου χάρισε ο «Βασίλαρος», που το κανονικό του όνομα ήταν Βασίλειος Ανδρικόπουλος. Η κανονική του φωνή, ήταν αυτή που χρησιμοποιούσε για να προφέρει τα λόγια του Καραγκιόζη. Παρ’ όλο που είχε γεννηθεί στην Ροδοδάφνη Αιγίου, παντρεύτηκε την κυρά Κική και έμεινε στον Αλισσό, μέχρι και τον θάνατό του. Ήταν λοιπόν ο τοπικός μας καραγκιοζοπαίχτης. Ήταν πολύ καλός μουσικός. Έπαιζε μάλιστα μπουζούκι. Από τους ο πιο μορφωμένους του Θεάτρου Σκιών, αφού είχε βγάλει το Σχολαρχείο. Πέθανε το 1979 σε ηλικία 80 χρονών, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο για τον Καραγκιόζη, που τον πήρε υποβαθμισμένο και τον έφτασε ειδικά την δεκαετία του ’50, σε υψηλά επίπεδα ουσιαστικής τέχνης.

Για να δώσω το μέγεθος του έργου του «Βασίλαρου», θέλω να δανειστώ κάποια κομμάτια από το άρθρο της συγγραφέως Γεωργίας Καρατζά: «Το δραματολόγιό του, βασίστηκε στην παράδοση του καραγκιόζη, αλλά όχι μόνο. Είναι πλαισιωμένο και από διασκευές του ίδιου πάνω σε θεατρικά έργα, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, κοινωνικά γεγονότα που απασχόλησαν τον τύπο ανά εποχές και κέρδισαν το ενδιαφέρον και την αγάπη του κοινού. Επίσης, άντλησε υποθέσεις από μυθιστορήματα, αστυνομικά, ιστορίες, κουκλοθέατρο, προφορικές αφηγήσεις και φυλλάδια με εικονογραφημένες ιστορίες».

Η κόρη του «Βασίλαρου», η κυρία Κατερίνα, μιλώντας για τον πατέρα της ανέφερε, «Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το Σχολαρχείο της εποχής του και διάβαζε συνέχεια και πολύ. Τη μόρφωση που είχε, δεν την άφησε να χαθεί. Ήτανε άνθρωπος που το μυαλό του έκοβε. Δηλαδή, μπορεί να του έδινες μια μικρή ιδέα κι εκείνος την έκανε ολόκληρη παράσταση. Αυτό που λένε “μια εικόνα χίλιες λέξεις”, ο πατέρας μου το έκανε “μια λέξη χίλιες εικόνες”. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1979 και μέχρι και τον Δεκέμβριο έδινε παραστάσεις.» «Παρ’ όλες τις δυσκολίες, κατάφερε με την καταγραφή του ο «Βασίλαρος», να διασώσει πολύτιμο υλικό της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, που αυτή τη στιγμή (όσα έχουν καταγραφεί) βρίσκονται συγκεντρωμένα σε δύο μουσεία και μια ιδιωτική συλλογή. Στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών-Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο –Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης και στη Συλλογή Θεάτρου Σκιών Κώστα Μακρή. Δεν είναι μόνο αυτά τα έργα του «Βασίλαρου», αλλά πολύ περισσότερα, που καταγράφονται σιγά σιγά, συμπληρώνοντας το έργο του».

Σε ένα τόσο μικρό τιμητικό σημείωμα, δεν θα μπορούσα να αναπτύξω ολόκληρη την προσφορά του «Βασίλαρου» στον πολιτισμό μας, αλλά τελειώνοντας, θέλω να τον τιμήσω, για την προσφορά του στο Θέατρο Σκιών, με μια στροφή από το ποίημα του Μάνου Ελευθερίου «Στον μπερντέ του Καραγκιόζη»:

«Η μοίρα το χε γράψει σε χαρτί,

τον πόνο των ανθρώπων να δοξάζω,

να κάνω τούμπες και να διασκεδάζω,

τη φτώχια μας, που πάει ασορτί».

 

Delis 10/9/2020

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top