Fractal

Η γεωμετρία του αποτρόπαιου

Της Χρύσας Φάντη //

 

Μισέλ Φάις: “Caput mortuum [1392]. Φάρσα αφανισμού”, Νουβέλα, Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 192.

 

Στη νουβέλα Caput mortuum [1392], µε τον υπότιτλο Φάρσα αφανισµού, ο Μισέλ Φάις μάς συστήνει  με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο στις Βάκχες του Ευριπίδη (και κατ’ επέκταση τον κατακερματισμένο κόσμο μας), κλείνοντας έτσι ένα λογοτεχνικό πολύπτυχο, μιαν άτυπη τετραλογία της αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου ─ εγχείρημα που είχε ξεκινήσει με τον Τζούλιο Καίμη (Το µέλι και η στάχτη του Θεού, 2002)και τον Γ.Μ. Βιζυηνό (Ελληνική αϋπνία, 2004), για να απογειωθεί μετά από μακρόχρονη και πυρετώδη σπουδή στον  Κάφκα, με την  Ερευνήτρια  (2020) ─ έργο, το οποίο απέσπασε το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος του περιοδικού Αναγνώστης.

 Caput mortuum (mortum/mortem), διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, σημαίνει  νεκρό κεφάλι ή άχρηστα υπολείμματα οξείδωσης μετάλλων, ουσία που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αλχημεία όσο και στη ζωγραφική, ενώ 1392 είναι ο αριθμός των στίχων στην κατάλοιπη τραγωδία του Ευριπίδη ή, όπως γράφει, «[…] Ένα caput mortuum σκεπάζει τα πάντα—κάτι ανάμεσα σε αιγυπτιακό καφέ και ενετικό ερυθρό»(σελ. 61). Ο συγγραφέας  αποκαλύπτει το μυστήριο του τίτλου, αφήνει όμως ανοιχτά στην  αίσθηση του αναγνώστη τα θεμελιώδη υπαρκτικά και πολιτικά ζητήματα, τα οποία δεν παύουν να τον κατατρύχουν. Το αμφίσημο, σπαρακτικό και αποτρόπαιο έργο του Ευριπίδη έρχεται να κουμπώσει με τη ρευστή, κρυπτική και εξ ίσου αμφίσημη πένα του, τα θρυμματισμένα κομμάτια της οποίας (αντανάκλαση του διαµελισµένου Πενθέα), δεν σταματούν ούτε στην ανοικειότητα του δράματος ούτε στην επίπλαστη ευφορία της φάρσας.

Το βιβλίο έχει για προμετωπίδα ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου (εδάφιο 15), αποκαλυπτικό σε ότι αφορά  την αναγκαιότητα της επινόησης του Διόνυσου και τη φαντασιακή διάσταση των Διονυσιακών εορτών.  Πάνω σ’ αυτό εδάφιο εδράζει και αναπτύσσει ο Φάις τη δική του θεώρηση, προεκτείνοντας την ματιά του στο τώρα.  Στη συνείδησή του συγγραφέα, όπως και σ’ εκείνη του μεγάλου τραγωδού, η διαχρονική βία, η πολιτική εξαχρείωση, η ηθική πτώση και η εσωτερική αποσάθρωση συνδέονται εγγενώς με το οικογενειακό δράμα και τη πολλαπλή σύγχυση ταυτότητας (ερωτική, συναισθηματική, διανοητική, σεξουαλική) αφού, όπως σημειώνει, «αν ο δρακογεννημένος πατέρας, ο πιο σθεναρός και συνετός από τους Σπαρτούς της θηβαϊκής γης, πρόβαλλε στον σκιαγμένο γιο του έναν σκληροτράχηλο στρατιώτη, η βασιλογεννημένη μητέρα, στον αντίποδα, η κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, τον ήθελε μαλθακό και άβουλο σαν κορίτσι».

Τίποτα δεν είναι όπως αρχικά εμφανίζεται. Διαβάζουμε: «Σ’ έναν αττικό ψυκτήρα της εποχής του Ευφρονίου (520-510 π.Χ.), ο Πενθέας διαμελίζεται από τη Μαινάδα ΓΑΛΕΝΕ (Γαλήνη), ενώ σ’ ένα ανάγλυφο αγγείο της Κάτω Ιταλίας (3ος αι. π.Χ.) η Μαινάδα που τον διαμελίζει ονομάζεται ΛΥΣΣΑ («Λύσσας κύνες», Βάκχες)». Τι μεσολάβησε ανάμεσα στη ΓΑΛΕΝΕ και στη ΛΥΣΣΑ; Πόσο διαφέρει από την παράνοια και την αντιφατικότητα του δικού μας εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα μ.Χ, ο 4ος αιώνας π.Χ., τον οποίο προβλέπει και προαναγγέλλει «με τρομακτική ακρίβεια και αβάσταχτη λεπταισθησία» ο γερο-Αγέλαστος Ευριπίδης; Από τη μια οι δημαγωγοί της Αθήνας κι από την άλλη οι πολεμοκάπηλοι του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε ποιο βαθμό διαφοροποιούνται (αν διαφοροποιούνται) από το δυσοίωνο πολιτικό και ιστορικό σκηνικό του καιρού μας, το χάος και τον τρόμο που βιώνουμε καθημερινά;

Συμπτωματική η δραματουργική αμηχανία του τραγωδού στην υπερφυσική σκηνή της απελευθέρωσης του Διονύσου; Συμπτωματικά το απομονωτήριό του εμφανίζεται ως «spelunca taetra et horrida», φρικτό και αποτρόπαιο σπήλαιο, που με τη δαιδαλώδη χωροταξία του θυμίζει το Κτίσμα του Κάφκα; Τυχαία ο σκηνοθέτης στο τέλος της νουβέλας μεταμορφώνεται  σε ερπετό ή κάτι εφιαλτικά φασματικό «που σκαρφαλώνει στον τοίχο,  αναρριχάται  από τον καναπέ στη βιβλιοθήκη και μετά κρεμιέται ανάποδα από το ταβάνι», θυμίζοντας μας την Μεταμόρφωση; (σελ. 162). Όπως ο Ευριπίδης, με τις Βάκχες, φτάνει στα όρια τους ιδιωτικούς και δημόσιους τρόμους του, έτσι και ο συγγραφέας του Caput mortuum [1392] τεντώνει τον  αμφίρροπο λόγο του «μέχρι τα άκρα του, μέχρι να σπάσει».

Θρήνος και κοπετός, έκταση και γαλήνη, ή σαγήνη του αποτρόπαιου; Τραγούδια για ραμμένο στόμα, Οικογενειακά βίντεo, Ψευδο-Αγέλαστος ή καθ’ ύπνον σημειώσεις, Project P. Τέσσερις παράδοξοι υπότιτλοι μάς εισάγουν επαναληπτικά σε κείμενα λοξά και ταυτόχρονα απόλυτα συνεπή ως προς την βαθύτερη ανάγνωση του έργου του Ευριπίδη, ενώ  ένα πλήθος από πληροφορίες, πραγματολογικά στοιχεία και «πειραγμένες» ή αυτούσια παρένθετες φιλοσοφικές ρήσεις αποκαλύπτουν σύγχρονες καταστάσεις συλλογικής παράνοιας και ειδεχθή οικογενειακά σκηνικά κακοποίησης και βεβήλωσης.

Οι φαρσικές θεατρογενείς παρεμβάσεις του Δραµατοθεραπευτή, ο οποίος άλλοτε μετέχει ενεργά κι άλλοτε σιωπηρά στις εξομολογήσεις, τις φαινομενικά ασυνάρτητες ατάκες, τους απαράμιλλους διαπληκτισμούς, τους φαρμακερούς χαρακτηρισμούς ή πικρόχολους αστεϊσμούς των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών στις Βάκχες (Οικογενειακά βίντεο)─ ζωντανεύουν και ενισχύουν τον  δοκιμιακό  λόγο του µελετητή του ψευδο-Αγέλαστου Ευριπίδη (Ψευδο-Αγέλαστος ή καθ’ ύπνον σημειώσεις), ενώ τα ανατρεπτικά ποιήματα που γράφονται ή απαγγέλλονται με το στόμα ραμμένο (Τραγούδια για ραμμένο στόμα), δένουν αριστοτεχνικά με τη νευρωσική ατμόσφαιρα και τον ασθματικό λόγο του δευτεροπρόσωπου αφηγητή, στην οντισιόν για έναν ρόλο που δεν υπάρχει (Project P).

 

Μισέλ Φάις
(Φωτ. ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ)

 

Αποσπάσματα από την Ποιητική του Αριστοτέλη και  το Περτομὴ ὄντος περφύσεως, του δεινού σοφιστή Γοργία τoυ Λεοντίνου, βρίσκουν τόπους κοινούς με αρχαία ελληνικά επιτύμβια και σύγχρονα λαϊκά τραγούδια, αγχώδεις αφηγήσεις  (αντλημένες από την τρέχουσα ανηλεή ειδησιογραφία) με γιούς που ντύνονται γυναικεία και υποδύονται τη νεκρή μητέρα τους για να εισπράξουν τη σύνταξή της ή μάνες που στέλνουν με watsapp σε πρώην συζύγους και πατεράδες φωτογραφίες του κατακρεουργημένου από τις ίδιες παιδιού τους, συνομιλούν με παραλλαγές του αρχέγονου μύθου αλλά και αυτούσια κομμάτια από τις Βάκχες του Ευριπίδη, επιβεβαιώνοντας το αιρετικό και πολυσχιδές βλέμμα του  Φάις, όπως αυτό είχε επισημανθεί από κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, από την αρχή της παρουσίας του στην πεζογραφία (Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου, 1994).

Το Caput mortuum [1392], αποτελεί μια πολυφωνική, εναγώνια συνομιλία ανάμεσα στο χθες και το τώρα∙ συνομιλία που έρχεται να φωτίσει αυτά που κρύβονται πίσω από την επιφάνεια, μέσ’ από ένα κυκλωτικό τετράπτυχο σχήμα, μείγμα  ασθματικής θεατρικής πρόζας και αντισυμβατικών δοκιμίων, σοφιστειών και κλασικά διατυπωμένων φιλοσοφικών θέσεων, νουάρ πεζόμορφης ποίησης ή στίχων ομοιοκατάληκτων που θυμίζουν μαύρα, σουρεαλιστικά παραμύθια ─ σχήμα, που επαναλαμβάνεται σταθερά και με ακρίβεια γεωμέτρη, αναδεικνύοντας και εκθέτοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο το θέμα του (δες ανάλογα σχήματα και σε άλλα έργα του συγγραφέα, με  τα πιο πρόσφατα Η Ερευνήτρια και Όπως ποτέ). Πρόκειται για  μια πυκνή σε σύμβολα,  νοήματα και εικόνες νουβέλα, που με τη μεταμοντέρνα της σύλληψη αλλά και τη σύνθετη, αυστηρά δομημένη μορφή της, τον λεκτικό, εκφραστικό και σκηνοθετικό πλούτο και το πλήθος των προσώπων και των θεμάτων που πραγματεύεται, κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα, εφάμιλλο σε πρωτοτυπία και τόλμη με το σύνολο του έργου του συγγραφέα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top