Fractal

Ασκήσεις μνήμης ενάντια στην οργανωμένη λήθη

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Χάινριχ Μπελ: «Απόψεις ενός κλόουν», Μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης, Επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Εκδόσεις: Πόλις

 

Το χρήμα! Το χρήμα!

«Την αποφασιστική στιγμή, παίρνει το πάνω χέρι ο πρωτογονισμός και η βαρβαρότητα. Τότε λένε : Θα πάρετε τη μισή Πολωνία, εμείς τη μισή Ρουμανία και κάτι απ’ τη Σιλεσία πόσο θα θέλατε, παρακαλώ! Τα δύο τρίτα ή μόνο το μισό; 

Θα πάρετε τέσσερις υπουργικές καρέκλες κι εμείς τον τάδε όμιλο εταιρειών”. Ήμουν πολύ ανόητος που παρασύρθηκα από τη διάθεσή μου – και από τη δική του- (σημ. του πατέρα του) και δεν έβαλα χέρι στο πορτοφόλι του. Θα έπρεπε να αρχίσω από το χρήμα, να μιλήσω μαζί του γι αυτό, για το νεκρό, το αφηρημένο, κλειδαμπαρωμένο χρήμα, που για πολλούς ανθρώπους είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. “Το αιώνιο χρήμα”- αυτό αναφωνούσε με τρόμο η μητέρα μου με κάθε ευκαιρία, ακόμα κι όταν της ζητούσαμε τριάντα πφένιχ για ένα τετράδιο. Το αιώνιο χρήμα. Η αιώνια αγάπη.»

 

Μεταπολεμική διαιρεμένη Γερμανία. Δεκαετία του ‘ 60 όταν ο ψυχρός πόλεμος απειλούσε εκ νέου την ανθρωπότητα, η οικονομία της Γερμανίας σε οικονομική άνθηση, η κοινωνία ωστόσο ακόμη αμήχανη για ό,τι είχε συμβεί, προσπαθεί να απωθήσει τη σκέψη της όποιας συνυπευθυνότητας.

Ο Χάινριχ Μπελ με αιχμηρή πένα και δηλητηριώδες χιούμορ στηλιτεύει την ηθική κατάρρευση ενός λαού, την υποκρισία των πολιτών που προσποιούνται ότι δεν ήξεραν, δεν είδαν, δεν συμμετείχαν, σ’ όλο αυτό που προκάλεσε τον παγκόσμιο όλεθρο, σε μία προσπάθεια επιβίωσης.

Ο ήρωας του, Χανς Σνιρ, επαναστατεί με τον τρόπο του.

Η βαθιά υποκρισία των εύπορων προτεσταντών γονιών του, που προσπαθούν να επικαλύψουν τις φασίζουσες συμπεριφορές τους στη διάρκεια του πολέμου με τον μανδύα της δημοκρατίας, τον θέτει, ιδεολογικά και πρακτικά, εκτός οικογενειακού αρχικά περιβάλλοντος και εκτός συμβάσεων της κοινωνίας, αργότερα.

 

«[ … ] ο πατέρας μου δεν έχει άλλη αξίωση παρά να είναι ένας σχετικά ανθρώπινος εκμεταλλευτής  και την αξίωση αυτή την υπηρετεί με επιτυχία»

 

Ο Χανς δεν αντέχει να ανέχεται τη τσιγκουνιά και μιζέρια της μητέρας του, παρά τη μεγάλη περιουσία της οικογένειας, που διατηρήθηκε ακόμη και σε καιρό πολέμου.

«Περίμενα μέχρι το επιδόρπιο και τότε ρώτησα τη μητέρα μου που είχε πάει εκδρομή με το σχολείο η Χενριέτε. Εκείνη γέλασε και είπε: “Ποια εκδρομή; Στη Βόννη κατέβηκε για να καταταγεί στη Φλακ. Και κόβε πιο λεπτές τις φλούδες στο μήλο σου. Για κοίτα λίγο εδώ, αγόρι μου”, και πήρε τις φλούδες από το πιάτο μου, τις ψιλόκοψε με το μαχαίρι της και έχωσε στο στόμα της το προϊόν της οικονομίας της, κάτι φετούλες σαν τσιγαρόχαρτο. Κοίταξα τον πατέρα μου. Είχε καρφωμένο το βλέμμα στο πιάτο του και παρέμενε σιωπηλός. Το ίδιο και ο Λέο. Όταν στράφηκα και πάλι προς τη μητέρα μου, μου είπε με την απαλή φωνή της: 

“Καταλαβαίνεις βέβαια ότι ο καθένας μας πρέπει να κάνει το καθήκον του, για να διώξουμε και πάλι τους Εβραιογιάνκηδες από την ιερή γερμανική γη μας».

 

Δεν αντέχει, μετά τον πόλεμο, να βλέπει τη μητέρα του να διοργανώνει αντιναζιστικές δράσεις. Ούτε να είναι επικεφαλής οργάνωσης για την εξάλειψη των φυλετικών διαφορών, ενώ  η ίδια έστειλε την κόρη της Χενριέτε, το 1945, να ενταχθεί στη ναζιστική αεράμυνα, με τη “συμβουλή”: “Να μας βγάλεις ασπροπρόσωπους παιδί μου”. Η ίδια, με πλήρη απαξίωση στον θάνατο που αφορά τους άλλους, με την απαλή και πάλι φωνή της σχολίασε:ευτυχώς που είναι ορφανό, για το παιδί που σκοτώθηκε, καθώς κουβαλούσε με τα χέρια του μια οβίδα, για τη θωράκιση της γης της. Της ιερής γερμανικής γης, όπως την αποκαλεί, που επί πολλές δεκαετίες, ξεθεμελιώνοντας χωριά και κατοικίες, προσφέρει στην οικογένεια πλούτο, από την εκμετάλλευση του λιγνίτη.

Ο Χανς δεν μπορεί να ξεχάσει, όσα έζησε και είδε στη διάρκεια του πολέμου. Επαναστατεί με τον τρόπο του απέναντι στη γερμανική κοινωνία που θέλει να προστατεύεται κάτω από ένα πέπλο λήθης.  Η μελαγχολική διάθεση τον στοιχειώνει από την παιδική ηλικία. Η θλίψη από τον θάνατο της αδελφής του Χενριέτε, επιτείνει τη μελαγχολία του.

«Πολύ θα’ θελα να μιλήσω με την Χενριέτε στο τηλέφωνο, όμως τη γραμμή για τέτοια τηλεφωνήματα δεν την έχουν εφεύρει ακόμη οι θεολόγοι», σχολιάζει με πικρή ειρωνεία.

Η κριτική θεώρηση του κόσμου τον διαφοροποιεί από τον περίγυρό του. Με αηδία απομακρύνεται από την οικογενειακή εστία. Έχει ήδη αποφασίσει να γίνει κλόουν. Ο ενδοτισμός στην μελαγχολία είναι η δική του επανάσταση, σε αντίθεση με τον ταλαντούχο στο πιάνο, μικρότερο αδελφό του Λέο, που σε πείσμα και προς μεγάλη έκπληξη των προτεσταντών γονιών του σπουδάζει για να γίνει καθολικός θεολόγος.

Ο Χανς εγκαταλείπει τα πάντα, μαζί με την αγαπημένη του Μαρί,  πιστή σε μια προοδευτική εκδοχή του καθολικισμού, με στοιχεία σοσιαλισμού που πλασάρεται στη μεταπολεμική Γερμανία, ως χείρα βοηθείας στην κοινωνία, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να απενεχοποιηθεί από το ναζιστικό παρελθόν της.

 

«Σχεδόν όλοι οι καλλιεργημένοι καθολικοί όμως έχουν αυτό το κοινό γνώρισμα, να κουρνιάζουν δηλαδή πίσω από το προστατευτικό τους τείχος που είναι φτιαγμένο από δόγματα και να εκτοξεύουν δεξιά κι αριστερά τις δογματικές τους αρχές, αλλά όταν κάποιος τους αντιμετωπίσει σοβαρά με τις ίδιες τους τις

ακλόνητες αλήθειες” χαμογελούν και επικαλούνται “την ανθρώπινη φύση”. Στην ανάγκη φορούν ένα σαρκαστικό χαμόγελο, σαν να ήταν μόλις παρέα με τον πάπα, που τους παραχώρησε ένα κομμάτι από το αλάθητό του.»

 

Η Μαρί, πλατωνικός έρωτας του Χανς από την παιδική τους ηλικία, κόρη του Ντέρκουμ, ενός σοσιαλιστή βιβλιοπώλη- που παραδόξως γλίτωσε από τη ναζιστική λαίλαπα- , γίνεται άμεσος κατακτητέος στόχος του, όταν την βλέπει να κρατιέται χέρι-χέρι με τον Τσύπφνερ, έναν καθολικό νεαρό, με “λαμπρό μέλλον”, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια. Τη σαγηνεύει με έναν τολμηρό για την εποχή τρόπο, εκείνη ανταποκρίνεται στον έρωτά του, και την πείθει να τον ακολουθήσει στις καλλιτεχνικές του περιοδείες εκτός Βόννης.

 

«Ο πατέρας μου είχε πει κάποτε: “Βλέπεις και μόνος σου που μπορεί να οδηγήσει ο φανατισμός – και να σκεφτείς ότι μετά τον πόλεμο ο Ντέρκουμ, ως πολιτικά διωχθείς είχε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποκτήσει τη δική του εφημερίδα”. Κατά παράξενο τρόπο, εμένα ποτέ δεν μου είχε φανεί φανατικός, ίσως όμως ο πατέρας μου να μπέρδευε τον φανατισμό με τη συνέπεια».

 

Heinrich Böll

 

Οι περιστάσεις δεν ευνοούν τα καλλιτεχνικά όνειρα του Χανς, η καριέρα του ως κλόουν διαρκώς φθίνει, και ένα ατύχημα τον βγάζει εκτός επαγγελματικής δράσης. Η φτώχεια παραμονεύει και δείχνει στους δύο ερωτευμένους το σκληρό της πρόσωπο. Ο ίδιος, με την εγωιστική ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη επικεντρώνεται στον εαυτό του, και στην προσπάθεια ανάκαμψης της επαγγελματικής του πορείας. Η Μαρί καταλαμβάνεται από “μεταφυσικό τρόμο”, νιώθει  έντονα το βάρος του αποχωρισμού από την πίστη της, παρ’ όλη την αγάπη της για τον Χανς, αισθάνεται παραμελημένη, υφίσταται δύο αποβολές, που αντιμετωπίζει χωρίς την ουσιαστική συμπαράστασή του, αμήχανος μπροστά σε πρακτικές της ζωής, εγκλωβισμένος μέσα στην καλλιτεχνική του φύση και την κριτική του ματιά.

Κάποιες φορές ο Χανς, της κάνει το χατίρι να την ακολουθήσει σε συγκεντρώσεις καθολικών, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα γεύμα και με τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρξει εκ μέρους τους οικονομική ενίσχυση. Συνήθως αποτυγχάνει γιατί παρά τις τρέχουσες ανάγκες επιβίωσής τους, επιτίθεται λεκτικά με καγχασμό και δηλητηριώδες χιούμορ εναντίον της υποκριτικής στάσης αυτών που θα έπρεπε να είναι υποδείγματα για τους πιστούς τους.

Οι οικονομικές ανάγκες διογκώνονται, η καλλιτεχνική αυταρέσκειά του επίσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει μετά τριετή συμβίωση και παντρεύεται τον Τσύπφνερ που τώρα κατέχει μεγάλο αξίωμα ως παράγων του καθολικισμού.

«Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη να “συμφιλιωθεί και πάλι με την Εκκλησία».

Ο Χανς μένει μόνος, φτωχός, μελαγχολικός, απελπισμένος, και πάντα εμμονικός. Ονειρεύεται τις όμορφες μέρες με την Μαρί, και καμώνεται πως περιμένει να επιστρέψει σ’ αυτόν, χωρίς να σφαλίζει την κριτική του ματιά ακόμη και απέναντί της.

«Την έχω μες  στην καρδιά μου την Μαρί, και τα προσκοπικά της λόγια. Πρέπει ν’ ακολουθήσω τον δρόμο μου, θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα αποχαιρετιστήρια λόγια μιας πρωτοχριστιανής που ετοιμάζεται να ριχτεί στα λιοντάρια».

Με την έλλειψη και των στοιχειωδών για επιβίωση απευθύνεται στη μητέρα του για να εισπράξει ξινίλα και εντέλει να επιδοθεί σε καυστικά εναντίον της σχόλια, με αρνητικό αποτέλεσμα, όσον αφορά τη μάλλον αμφισβητούμενη εξαρχής οικονομική ενίσχυση.

«Η συνείδησή μου με υποχρεώνει να σε αποκηρύξω». Το θεώρησε ένα κατάλληλο για την περίσταση τσιτάτο. Όπως και να ‘χει, με “αποκήρυξε”. Είμαι σίγουρος ότι το έκανε μόνο και μόνο επειδή βόλευε τόσο τη συνείδησή της, όσο και τον τραπεζικό λογαριασμό της.»

Η συνομιλία με τη μητέρα γίνεται αφορμή για οξυδερκείς σχολιασμούς της υποκριτικής γερμανικής κοινωνίας που βρίσκεται σε κατάσταση ηθικής κατάρρευσης, πάσχει από αυτοκτονικές τάσεις που εναλλάσσονται με απελπισμένες προσπάθειες επιβίωσης. Ο Χανς Σνιρ πίσω από την ασπίδα άμυνάς του κρύβει στη φαρέτρα του τόλμη, θάρρος, μια απόλυτα προσωπική θεώρηση της αξιοπρέπειας, άμετρη αγάπη για τον άνθρωπο που πάσχει, και εκτοξεύει λόγια γεμάτα πίκρα, ειρωνεία, σαρκασμό, εκφράζοντας έτσι την προσωπική του απελπισία για την κατάντια της κοινωνίας, ίσως και τη δική του. Είναι ένας διφορούμενος ήρωας, που στον δικό του καθρέφτη βλέπει κυρίως τη φιγούρα του κλόουν, του παραγνωρισμένου καλλιτεχνικού του ταλέντου.

Συγκινητική η σκηνή που τον επισκέπτεται ο πατέρας του με πρόθεση να τον νουθετήσει ώστε να σπουδάσει το αντικείμενο που τον ενδιαφέρει και βέβαια να τον ενισχύσει οικονομικά. Ο ίδιος βρίσκεται στην απόλυτα δυσχερή κατάσταση, δεν έχει τροφή ούτε για το αύριο, και διαθέτει ένα μόνο μάρκο. Ένα μάρκο που παίζει ταχυδακτυλουργικά,- και τελικά χάνει ως συνέπεια της ανευθυνότητάς του-, μπροστά στον συγκινημένο, από τα λόγια του, πατέρα. Λόγια που αφορούν τη στέρηση που βίωσε στην παιδική του ηλικία εξαιτίας της μίζερης τακτικής της μητέρας του. Ο πατέρας αποχωρεί συγκινημένος ξεχνώντας το διακύβευμα της συνομιλίας, το χρήμα που είχε την πρόθεση να δώσει στον δεινοπαθούντα γιο του.

 

«Ο πατέρας μου έδειχνε τόσο σοκαρισμένος που φοβήθηκα ότι θα το θεωρούσε εντελώς κακόγουστο να ξαναπιάσουμε τώρα την κουβέντα για τα χρήματα. Η συνάντησή μας γι’ αυτόν ήταν τραγική, όμως αντλούσε ήδη κάποια απόλαυση από τούτη την τραγικότητα, μεταθέτοντας τη σε ένα επίπεδο ευγενούς μαρτυρίου, κι η εξιδανίκευση αυτή το έκανε όλο και δυσκολότερο να επανέλθουμε στα τριακόσια μάρκα που μου είχε προσφέρει. Με τα χρήματα συμβαίνει ό,τι ακριβώς και με τον “σαρκικό πόθο”. Κανείς δεν μιλάει κανονικά γι αυτά, κανείς δεν τα σκέφτεται κανονικά…» 

Η ανάγκη επιβίωσης τον οδηγούν πεισματικά σε μία επίδειξη αγενούς συμπεριφοράς για διεκδίκηση αυτών που νόμιμα δικαιούται. Απευθύνεται ακόμη και στην από δεκαετίας ερωμένη του πατέρα του ζητώντας παρέμβαση ή επινόηση ενός μύθου, καταπατώντας κάθε κοινώς νοούμενη προσωπική αξιοπρέπεια, προκειμένου να του διασφαλίσει κάποιο αναγκαίο χρηματικό

ποσό.

Απευθύνεται στον διευθυντή της Σχολής Κληρικών αναζητώντας τον αδελφό του Λέο. Επιτίθεται λεκτικά στον διευθυντή στηλιτεύοντας την υποκριτική στάση των πιστών του δόγματος, και καταφέρεται δικαίως, σφοδρά κατά του θρηκευτικο-πολιτικού πουριτανισμού.

Ο μελαγχολικός, “εξεγερμένος” αλλά αδύναμος  κλόουν, μπροστά στο φάσμα της απόλυτης ένδειας, αποκομμένος από την οικογένεια, το στενό περιβάλλον, το κοινό, και την αγαπημένη του, καταλήγει ζητιάνος στα σκαλιά κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, υποκρινόμενος ότι περιμένει τη Μαρί που επιστρέφει από το γαμήλιο ταξίδι.

Οι απόψεις του κλόουν Χανς Σνιρ, είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα μακρά αφήγηση με σκηνές από τις αναμνήσεις του στη διάρκεια του πολέμου, και συμπεράσματα μιας εμμονικής παρατήρησης της γερμανικής μεταπολεμικής κοινωνίας, εναντίον της οποίας στρέφει τα βέλη του.

Ο Χανς Σνιρ αυτοσαρκάζεται με λόγια γεμάτα ειρωνεία και χιούμορ. Η μελαγχολική μορφή του κλόουν, απαλλαγμένη από κάθε ωραιοποίηση, στέκεται απέναντι σε μια κοινωνία που πάσχει από υπερβάλλοντα, μάταιο συμβιβασμό, έλλειψη στοιχειώδους ειλικρίνειας και αυθεντικότητας, τάσσεται ενάντια σε κάθε ηθικολογία και επιφανειακό καθωσπρεπισμό, ασκεί ανελέητη κριτική απέναντι στο σαθρό μεταπολεμικό κατεστημένο της Γερμανίας, απέναντι σε κάθε πρόσωπο που προσποιείται απώλεια μνήμης.

Ο Χανς Σνιρ, είναι ο λαβωμένος από τις μνήμες του παρελθόντος άνθρωπος, μνήμες που τον στοιχειώνουν και τον αδρανοποιούν, μέσα σ’ ένα περιβάλλον που έχει αποτάξει το παρελθόν του, ανάμεσα σε άλλους που καμώνονται πως ούτε καν υπήρξε.

Απέναντι στην επιδιωχθείσα οργανωμένη λήθη, μέσα από ξέπλυμα των λερωμένων μητρώων, ο Χάινριχ Μπελ αντιτάσσει το έργο του ως εγχειρίδιο ασκήσεων μνήμης, ενός λαού, του οποίου το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο που περιγράφει είναι αντικειμενικό.

Τον ήρωά του, ως νικημένο από το ψέμα και την υποκρισία,  άγγελο μιας ανυπόκριτης, ηθικής κοινωνίας και όχι μιας κοινωνίας που έχει θεοποιήσει το χρήμα. Την ήττα του, ως τη σπίθα που θα βάλει φωτιά ενάντια στο ψεύδος, τη φαυλότητα, την υποκρισία.

Ο Χάϊνριχ Μπελ καταβύθισε τον ήρωά του στο έσχατο σημείο.  Καιρός για άνωση, μέσα από την εξέγερση. Η ζωή δεν ευνοεί την αδράνεια, τη στασιμότητα, την ανελέητη κριτική, χωρίς δράση και υπευθυνότητα. 

Αυτές είναι οι δύο όψεις αυτής της συγκλονιστικής αφήγησης και ίσως το μήνυμα που θα ήθελε να παραδώσει ο συγγραφέας στη σύγχρονή του κοινωνία. Ένα μήνυμα διαχρονικό, που εντάσσει το βιβλίο στην κλασική λογοτεχνία.

Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μία ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, με την εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη, το πολύ ενδιαφέρον επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, το αξιόπιστο σημείωμα του Γιάννη Πάγκαλου με τίτλο “Πραγματολογικά στοιχεία για τη μεταπολεμική Γερμανία” και πραγματικά αξίζει περισσότερες από μία αναγνώσεις!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top