Fractal

Διήγημα: “‘Aτιτλο”

Γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας //

 

 

 

ο πόνος των άλλων

βαρύτερα με πονεί

(της Ρίτας)

 

Ήρθε με τη νύχτα, τον αναμέναμε αχάραγα. Στους ώμους του το φεγγάρι και περίμενε τον Άτλαντα. Αυτό μας είπε: περιμένω! Εμείς εννοήσαμε τη συνέχεια. Μετά σίγησε. Είχε μια μεγαλοπρέπεια ετούτη η σιγή.

Ήρθε με τη νύχτα. Η ενθύμησή του μας ήταν θολή και έτσι τον είδαμε από την αρχή. Πώς παρατηρείς έναν άνθρωπο που κάτι σου θυμίζει, μετά απλώνεσαι στο συναπάντημά σας χωρίς την εικόνα του. Γιατί αυτός είναι μέσα στη σκιά, μιας και όταν έπρεπε δε γύρισες να τον αντικρίσεις. Ίσως γιατί φοβήθηκες. Για τον εαυτό σου μάλλον.

Ήρθε με τη νύχτα. Ήταν ακάματος, έτσι είπε και άρχισε να λέει. Μιλούσε αθόρυβα σαν να υπήρχε κάποιο μυστικό που έπρεπε να το κοινωνήσει. Στη φωνή του διακρίναμε μια πίκρα όχι από μια πεθαμένη διδασκαλία αλλά από ένα ατέλειωτο παραμύθι.

Για μας τους απλούς ανθρώπους, λέω απλούς μην και το φτωχούς σας κακοκαρδίσει, η μαγεία δεν είναι στη ζωή αλλά στη φαντασία. Και η μαγεία είναι η πεμπτουσία του βίου μας. Και έτσι λέξεις δύσκολες μας είναι περιττές. Όχι άγνωρες. Μίλησε κάποιος λοιπόν για την ιερή ακολασία ενός μεγίστου ιερέα…

Και είπε…

Ήταν επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ΜΕΘ. Δεν ήταν όποιος όποιος. Μητροπολίτης με περγαμηνές πύρινους λόγους. Όχι μονάχα για τη βασιλεία την άνωθεν, για την κάτω μηδέ λέξη, μα και για τις αμβλώσεις, για τους αρρωστημένους πούστηδες και για τους λαθρομετανάστες. Είχε ισχύ. Άλλωστε η πρώτη που έχει ισχύ σε ετούτο το κράτος την θητών, είναι η εκκλησία.

Ο Άλλος, ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, τριάντα πέντε χρόνια δουλειάς στο δημόσιο, άλλα δεκαπέντε στα μάρμαρα. Ένας  καθημερινός άνθρωπος δηλαδή που σμιλεύτηκε να μην έχει φωνή. Κεκορευμένος από τη δυστυχία, είχε μια ματιά πεθαμένης ευτυχίας, έτσι ως αντίβαρο. Απλά γύρισε πλευρό στο ράντζο και προσευχόταν να πεθάνει κάποιος, να βρει ένα κρεβάτι σε δωμάτιο. Να πεθάνει εκεί, μακριά από βλέμματα. Ήθελε τουλάχιστον τον θάνατό του, μιας και ο ίδιος δεν θα τον ζούσε, να μην τον ζήσει και κανείς άλλος.

Αυτός λοιπόν που ονομάστηκε ο Άλλος, είχε μάθει στην άσκηση και στην επιείκεια. Στην εξάσκηση του σώματος μιας και τα μέσα του ήταν πενιχρά και στην επιείκεια, μπορεί να είχε συνηθίσει να είναι επιεικής μιας και πίστευε πως δεν είχε τη δύναμη είτε να επιβληθεί είτε να πάρει ότι του αξίζει.

Ο αρχιερέας ήταν μέγας γνώστης της λαγνείας. Κάτεχε πως αν δεν υπάρχει λαγνεία δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την Παράδεισο από την Κόλαση. Ότι ο λάγνος ζει τη ζωή, αυτό που λέμε ζωή, ακροβατώντας, αν πέσει στην παράδεισο ή αν φτάσει στην άλλη άκρη, στην κόλαση. Βέβαια αν δεν πιστεύεις στην παράδεισο και την κόλαση, δεν μπορείς να έχεις και επίγνωση της λαγνείας. Γιατί πως να ξεχωρίσεις την ευσέβεια από το πάθος; Αν είσαι παθιασμένος δεν μπορείς να είσαι και ευσεβής, ενώ αν είσαι ευσεβής μπορείς να έχεις μέγα πάθος, αν ετούτο είναι ο Θεός.

Ο Άλλος πίστευε στον διαχωρισμό των τάξεων. Δηλαδή από δω οι φτωχοί, απέναντι οι πλούσιοι. Δίκαιο του φαινόταν. Απλά, κάποτε, ίσως κάποτε, κάποιος φτωχός κατάφερνε να φτάσει στην αντίπερα όχτη και αυτός τον ζήλευε.

Έτσι είναι ο κόσμος καμωμένος. Ως και από τον Θεό.

Ο αρχιερέας κήρυττε για την ισότητα των ανθρώπων. Στη ζωή, γιατί στον θάνατο υπήρχε χάσμα των ηθικών με τους ανήθικους.

Ο αρχιερέας θεωρούσε λογικό να βρεθεί για τον εαυτό του ΜΕΘ μιας και το κήρυγμά του κρινόταν απαραίτητο. Ιδίως για τους φτωχούς και τους ανήμπορους.

Ο Άλλος θεωρούσε και εκείνος λογικό να βρεθεί ΜΕΘ για τον αρχιερέα  μιας και κάτεχε από βαθιά του πως ο ίδιος ανήκει στην τάξη των θητών. Και δεν μπόρεσε να φτάσει στα ανώτερα στρώματα αν και πέρασε τα εξήντα. Δεν τα κατάφερε αν και πολύ αγωνίστηκε.

Για την αντίπερα της ζωής όχθη δεν χρειάζεται και αγώνας.

Ο περιηγητής τα έλεγε και κοιτούσε πέρα. Μακριά. Και το πρόσωπό του ήταν όπως της νύχτας. Χωρίς αστέρια. Και τα μάτια του δυο μικρά φεγγάρια που δεν μπορούν παρά να πλανέψουν τους άλλους.

Και πού είναι η ακολασία ετούτου του αρχιερέα; Τον ρώτησε κάποιος, ίσως για να τον προγκήξει. Αγάπησε σφόδρα τη ζωή ενώ θα έπρεπε να πορεύεται στον θάνατο;

Ο περιηγητής σίγησε και η ομήγυρη τον ακολούθησε.

Σαν η σιγή που κάθισε άρχισε να σηκώνεται, ένα πόδι ανακλαδίστηκε, κάποιος αναστέναξε…

Ανάψτε το φως, τον άκουσαν, είχε μια γαλήνη η φωνή του, σαν μακρινή παράκληση τους ήταν, ανάψτε το φως να επικρατήσει μια άλλη λογική, μια άλλη κοινωνικότητα.

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top