Fractal

Επανεκκίνηση της φαντασίας

Γράφει ο Γιώργος Γκανέλης //

 

Γρηγόρης Σακαλής «Κραυγές στην έρημο», εκδ. Ενδυμίων, 2020

 

Η γραφή του Γρηγόρη Σακαλή είναι μια χαραμάδα έντιμης κατάθεσης μέσα στον σημερινό κυκεώνα της υπερφίαλης ποιητικής φόρμας. Εδώ η αυθεντικότητα του συναισθήματος αναγορεύεται σε κυρίαρχο δομικό στοιχείο που διατρέχει αναφανδόν όλα τα ποιήματα. Δεν πρόκειται για μια κατασκευασμένη φωνή, είναι το καταστάλαγμα μιας βιωμένης εμπειρίας που παρουσιάζεται στον αναγνώστη γυμνή, χωρίς προσπάθεια μορφικού εξωραϊσμού. Οι λέξεις εναποτίθενται ανεπιτήδευτες εν τη γενέσει τους, έτσι όπως αναβλύζουν αυθόρμητα από την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Η λιτότητα και η καθαρότητα έκφρασης υποβοηθούν και αναδεικνύουν τα θέματα που θέλει να προβάλει. Άλλωστε κι ο ίδιος το δηλώνει ξεκάθαρα: /Το ποίημα δεν έχει ανάγκη/από πολλά στολίδια/το πολύ στόλισμα/το κάνει να μοιάζει με λατέρνα/

Ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης συνθλίβει την ύπαρξή του, η μονότονη διαδοχή των ημερών αμβλύνει τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως σε καμία περίπτωση δεν παραιτείται, αντίθετα οραματίζεται έναν ειρηνικό κόσμο που δε θα καταδυναστεύεται από τις εξουσίες και τα κέρδη των πολυεθνικών. Κατά προέκταση προσβλέπει σε έναν πολιτισμό ανωτέρου επιπέδου «χωρίς χρηματιστές και λοιπούς αργυραμοιβούς», με κοινωνική ελευθερία και ανθρώπινο πρόσημο. Υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τους ανίσχυρους και εξαθλιωμένους συμπολίτες του. Κι αν στην πράξη γνωρίζει ότι δύσκολα θα αλλάξει η κοινωνία, όμως έχει τη δύναμη να ονειρεύεται: /μέσα στο όνειρο/βρίσκει η ψυχή γαλήνη/, όπως και να ταξιδεύει με τη φαντασία του: /χθες όλη τη νύχτα ταξίδευα/πήγα στη Νέα Υόρκη/στο Μανχάταν, τη γέφυρα του Μπρούκλιν/ Η θεματολογία του εξακτινώνεται σε ένα ευρύ φάσμα σύγχρονων προβλημάτων: στην κυριαρχία του φαίνεσθαι έναντι του είναι, στην αποξένωση των κατοίκων των μεγαλουπόλεων, στην ανισομέρεια του πλανήτη, στη νεκρανάσταση του τέρατος του φασισμού, στις ατομικές και συλλογικές εξεγέρσεις ουσίας και όχι «επαναστατικής γυμναστικής», στη βία που ασκείται κατά της γυναικείας φύσης, ακόμα και στην ανεργία των νέων και τη μετανάστευσή τους στο εξωτερικό.

 

Γρηγόρης Σακαλής

 

Το άτομο έχει την ευθύνη της επιλογής για να αποβάλει την κόπρο του Αυγείου μέσα από το μυαλό του και να κάνει επανεκκίνηση του εαυτού του «με ένα λουλούδι και ένα ποτήρι κρασί». Γιατί /ο δρόμος της αλήθειας/και της αξιοπρέπειας/θέλει πολύ αγώνα/θέλει αυταπάρνηση/ Έχει επίγνωση ότι η τελειότητα είναι μια ουτοπία «ένα νοητικό κατασκεύασμα, μια αυταπάτη», νόθο παιδί του διαλογισμού, γι’ αυτό και επιζητεί απτά πράγματα: ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα σταθερό βάδισμα, ένα χέρι να τον κρατάει ζωντανό, δυο μάτια να τον ζεσταίνουν στο κρύο, μια ανάσα να του δίνει πνοή στις δυσκολίες της ζωής. Αναπολεί με συγκίνηση στιγμές του παρελθόντος, την τρέλα και τους έρωτες της νιότης στον Πλαταμώνα και αγναντεύει από τον βράχο τη θάλασσα.

Η μοναξιά καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση στην ποίησή του, επιτείνει το αδιέξοδο της επικοινωνίας με τους άλλους, τους ρηχούς και επιφανειακούς, ορθώνει τείχη απροσπέλαστα με το συμβατικό παρόν: /Στη δικιά μου ποίηση/δεν θα βρεις πολύ φως/ήλιους κι αστέρια/στη δικιά μου ποίηση/δεν θα βρεις λουλούδια/και ηλιοβασιλέματα/θα διαβάσεις για τη μοναξιά/που σε τρελαίνει/…/γι’ αυτό αν θέλεις να νιώσεις/ψυχική ανάταση/με ήλιους και φεγγάρια/καλύτερα να μη διαβάσεις/την ποίησή μου./

Η φθαρτότητα συνυπάρχει με ένα βροχερό και παγωμένο χειμωνιάτικο τοπίο, όπου συναντά στον δρόμο αγαπημένες μορφές πρόωρα γερασμένες που αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν γιατί κι ο ίδιος είναι ένα θαμπό περίγραμμα στον καθρέφτη. Η συνειδητοποίηση  του αναπόφευκτου επιτείνει την υπαρξιακή αγωνία και δίνει μια μεταφυσική διάσταση στη συλλογή, υπενθυμίζοντας ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον θάνατο, πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί και καταφρονημένοι. Η αυτοαναφορικότητα στο σημείο αυτό είναι αποκαλυπτική: /Μια μέρα θα βαδίσω/το δρόμο που δεν έχει γυρισμό/θ’ αφήσω πίσω μου/εκκρεμότητες/περιουσιακά στοιχεία/για τους επερχόμενους/θα πάρω μόνο το σακίδιό μου/αποξηραμένα φρούτα/και νερό/πολύ νερό όπως λέει ο Κατσαρός/ ενώ σε κάποιο άλλο ποίημα: «τα βήματά μου μ’ οδηγούν/σ’ ένα κοιμητήριο/εκεί είναι πια οι ρίζες μου/…/δυο μεταλλικά κουτιά/γεμάτα κόκκαλα/

Εν κατακλείδι, η ποίηση για τον Σακαλή είναι ένα παυσίλυπο, μια καταφυγή από τα «βάσανα του σώματος και της ψυχής». Η Ιστορία και ο Χρόνος είναι οι μόνοι αλάνθαστοι κριτές που θα ξεδιαλύνουν τα πράγματα και θα ανταμείψουν τους αληθινούς ποιητές και όχι όσους «κάνουν θόρυβο μεγάλο». Γιατί αυτούς θα/τους παρασύρει ο ποταμός/στη θάλασσα της ανυπαρξίας/

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top